ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 86/2000

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 19, 28, 20, 26 και 25 του Συντάγματος.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

THE CYPIOM LTD, ιδιοκτήτρια Εταιρεία της

Εγεγραμμένης Ιδιωτικής Σχολής Τριτοβάθμιας

Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

"The Cyprus Institute of Marketing",

Αιτητές,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού,

Κα θ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

HMEΡΟΜΗΝΙΑ: 11.10.01

Για τους αιτητές: κ. Σ. Δράκος.

Για καθ΄ων η αίτηση: κ. Μ. Φλουρέντζος

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:

"Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 1.12.99 που επιβάλλει ως δικαιώματα επιθεώρησης κλάδων σπουδών που λειτουργούσαν στην έδρα και το παράρτημα της σχολής για το ακαδημαϊκό έτος 1998-99 το συνολικό ποσό των ΛΚ1.400, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή είναι αντισυνταγματική και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή δεν είναι δίκαιη και/ή λανθασμένη και/ή έγινε χωρίς την δέουσα έρευνα και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών."

Οι αιτητές είναι οι ιδιοκτήτες εγγεγραμμένης ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έλαβαν, με την ιδιότητα τους αυτή, επιστολή ημερομηνίας 1.12.99 του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης (ο Δ.Α.Α.Ε.) με την οποίαν τους καλούσε να καταβάλουν Λ.Κ.1.400 ως δικαιώματα επιθεώρησης για τους επτά κλάδους σπουδών που λειτουργούσαν στην έδρα και το παράρτημα της σχολής σε Λευκωσία και Λεμεσό αντίστοιχα και επιθεωρήθηκαν κατά το ακαδημαϊκό έτος 1998-99. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το περιεχόμενο της αυτούσιο:

"Θέμα: Καταβολή δικαιωμάτων επιθεώρησης για τους επτά κλάδους σπουδών που λειτουργούσαν στην έδρα

και το παράρτημα της σχολής και επιθεωρήθηκαν

κατά το ακαδημαϊκό έτος 1998-99

Δυνάμει των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 160/98, παρακαλείσθε να καταβάλετε στο Λογιστήριο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, μέσα σ΄ένα μήνα από την πιο πάνω ημερομηνία, ως δικαιώματα επιθεώρησης κλάδων σπουδών, ως ο επισυνημμένος κατάλογος, που λειτουργούσαν στην έδρα και το παράρτημα της Σχολής και επιθεωρήθηκαν κατά το ακαδημαϊκό έτος 1998-99, το συνολικό ποσό των £1.400.

Σύμφωνα με τους πιο πάνω Κανονισμούς, παρακαλούμε να αποστείλετε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού αντίγραφο της απόδειξης πληρωμής των πιο πάνω δικαιωμάτων, μαζί με συνοδευτική επιστολή."

Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η διαδικασία επιθεώρησης η οποία οδήγησε στην έκδοση της επίδικης απόφασης έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του Ν.67(1)/96 (Περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης), και ότι πάσχει νομικά, εφόσον, όπως εισηγούνται, δεν έχουν εκδοθεί οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 70 (1)(δ), Κανονισμοί. Υποστηρίζουν ότι υπήρξε παραβίαση Συνταγματικής πρόνοιας, του άρθρου 24, η οποία προέκυψε από αναδρομική, όπως την χαρακτηρίζουν, εφαρμογή εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, των προνοιών της ΚΔΠ 160/98 με την οποίαν θεσπίσθηκαν Κανονισμοί δυνάμει των άρθρων 31, 68 και 70 του Νόμου που προαναφέρθηκε. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση καθίσταται ακυρώσιμη, επειδή στηρίχθηκε στην ΚΔΠ 160/98 η οποία βρίσκεται κατά την άποψη των αιτητών εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεν παρείχε ο πιο πάνω Νόμος, όπως εισηγούνται, εξουσιοδότηση επιβολής δικαιωμάτων επιθεώρησης ιδιωτικών σχολών και κλάδων σπουδών με κανονισμούς και ως εκ τούτου είναι ultra vires η σχετική πρόβλεψη που εισάγεται με την ΚΔΠ 160/98. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία καταχωρήσεως των γραπτών αγορεύσεων οι αιτητές ζήτησαν και εξασφάλισαν την άδεια του Δικαστηρίου με την οποίαν τους επιτράπηκε η καταχώρηση τροποποιημένης αίτησης για την προσθήκη, σύμφωνα με τις καθιερωμένες στη νομολογία αρχές, νέου νομικού σημείου το οποίο είχαν μεν αναπτύξει στην γραπτή τους αγόρευση αλλά δεν το είχαν περιλάβει εξ αρχής κατά την καταχώρηση της αίτησης στα νομικά σημεία που την υποστηρίζουν.

Οι καθ΄ων η αίτηση, από την πλευρά τους, προβάλλουν προδικαστική ένσταση αμφισβητώντας το παραδεκτό της προσφυγής και εισηγούνται ότι η πράξη που προσβλήθηκε στερείται εκτελεστότητας. Είναι κατά την άποψή τους ανεπίδεκτη προσβολής με αίτηση ακυρώσεως πράξη της διοίκησης με την οποίαν ζητήθηκε από την αιτήτρια η καταβολή δικαιωμάτων, καθοριζόμενων εκ των προτέρων στην ΚΔΠ 160/98. Δεν αποτελεί, όπως εισηγούνται, η επιστολή που αμφισβητήθηκε, εκτελεστή διοικητική πράξη σε αντίθεση με τις επιθεωρήσεις οι οποίες οδήγησαν σ΄ αυτήν. Αυτές παρήγαγαν σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση έννομα αποτελέσματα και αυτές παρέλειψαν να προσβάλουν οι αιτητές εμπρόθεσμα. Δεν ήταν κατά την εισήγησή τους δυνατή η μεταγενέστερη προσβολή της εγκυρότητας της επίδικης επιστολής, εφόσον το καθοριζόμενο σ΄αυτήν καταβλητέο ποσό ήταν προκαθορισμένο στην ΚΔΠ 160/98. Αμφισβήτηση του ποσού αποτελεί, όπως υποδεικνύουν, απαράδεκτη προσβολή κανονιστικής πράξης νομοθετικού περιεχομένου. Εισηγούνται περαιτέρω ότι οι επιθεωρήσεις έγιναν κατά νόμιμο τρόπο, σύμφωνα με τους κανονισμούς που βρίσκονταν σε ισχύ και ρύθμιζαν το ζήτημα και ότι όλα τα σχετικά εγγραφα υπήρχαν στο διοικητικό φάκελο. Θεωρούν τέλος αβάσιμους τους ισχυρισμούς των αιτητών και υποστηρίζουν ότι ο καθορισμός των επίδικων τελών κατά κλάδο σπουδών έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών (ΚΔΠ 160/98).

Το πρώτο θέμα που πρέπει να εξετασθεί είναι το κατά πόσον η πράξη που προσβάλλεται αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Αμφισβητείται εδώ η εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης του Δ.Α.Α.Ε με την οποίαν πληροφορούσε τους αιτητές ότι όφειλαν το ποσό των ΛΚ1.400 ως δικαιώματα για την επιθεώρηση των κλάδων σπουδών που προσφέρονταν από τη σχολή τους. Αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού αίτησης ακύρωσης αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστής πράξης της διοίκησης που δημιουργεί, τροποποιεί ή καταλύει υπάρχουσα έννομη κατάσταση. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την εκδοσή της, η μη συμπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή της. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 Α.Α.Δ. 26 και Στεφανίδης κ.ά. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49).

Υποστηρίχθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι η αμφισβήτηση του κύρους της επιστολής με την οποίαν επιβλήθηκαν στους αιτητές δικαιώματα επιθεώρησης αποτελούσε ανεπίτρεπτη προσβολή κανονιστικής πράξης. Δεν θα συμφωνούσα με την εισήγηση τους. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολήθηκε με το θέμα, πραγματευόμενη τη διάκριση μεταξύ κανονιστικής και ατομικής διοικητικής πράξης στην Κanika Hotels Ltd κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, όπου αποφάνθηκε (σελ. 172) ότι:

"Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Σε αντίθεση, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η γενικότητα, εννοιολογική γενικότητα και όχι αριθμητική, που παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που είτε ήδη υπάρχουν είτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Το δε νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης δεν εξαντλείται με μία εφαρμογή αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη. Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124)."

Aυτό που συνέβη στην παρούσα είναι ακριβώς η εξατομίκευση του κανόνα δικαίου που τέθηκε με την ΚΔΠ 160/98. Με την επιστολή του Δ.Α.Α.Ε δημιουργήθηκε μία υποκειμενική κατάσταση στην οποία τα προβλεπόμενα στην ΚΔΠ 160/98 έχασαν την έννοιολογική τους γενικότητα εφαρμοζόμενα πλέον σε συγκεκριμένη περίπτωση. Η απόφαση που προσβάλλεται, φαίνεται από τη διατύπωση της στο περιεχόμενο της επίδικης επιστολής ότι δεν αφορά κατάσταση απρόσωπη και αντικειμενική. Αναφέρεται σε συγκεκριμένη σχολή, προδιορίζει συγκεκριμένο αριθμό κλάδων για τους οποίους επιβλήθηκε η καταβολή δικαιωμάτων επιθεώρησης, υποδεικνύει χρονολογικά το ακαδημαϊκό έτος στο οποίο αντιστοιχούν τα ζητούμενα δικαιώματα και καθορίζει το καταβλητέο ποσό. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η απόφαση που προσβάλλεται θίγει ευθέως τα συμφέροντα των επηρεαζόμενων αιτητών ώστε αυτοί να νομιμοποιούνται να την προσβάλουν με προσφυγή κάτω από το άρθρο 146(1) του Συντάγματος.

Αναφορικά τώρα με την ουσία της υπόθεσης δεν διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό. Ο Ν.67(1)/96 περιέχει πρόβλεψη με την οποία ρυθμίζεται το θέμα της επιθεώρησης των ιδιωτικών σχολών. Το άρθρο 30 ορίζει τα ακόλουθα:

"30(1) Ο ιδιοκτήτης, ο διευθυντής και τα μέλη του διδακτικού προσωπικού ιδιωτικής σχολής υποχρεούνται να επιτρέπουν, κατά το χρόνο κατά τον οποίο λειτουργεί η σχολή, στους αρμόδιους λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού την είσοδο στη σχολή και στις τάξεις, για να επιθεωρήσουν και να εξακριβώσουν -

(α) Την τήρηση των όρων ίδρυσης και λειτουργίας της σχολής.

(β) τη χρησιμοποίηση του κατάλληλου προσωπικού.

(γ) τη τήρηση του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος.

(δ) την επιτελούμενη διδακτική εργασία.

(ε) τις τυχόν ελλείψεις και τα μέτρα που λαμβάνονται από τους υπεύθυνους για αντιμετώπιση τους και για αρτιότερη λειτουργία της σχολής.

(στ) την τήρηση του εσωτερικού κανονισμού της σχολής.

(ζ) την καταλληλότητα του διδακτηρίου.

(η) τη συμμόρφωση της σχολής στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Η επιθεώρηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) διεξάγεται δύο τουλάχιστο φορές το χρόνο και για την επιθεώρηση αυτή συντάσσεται από τον αρμόδιο λειτουργό που τη διενήργησε έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Υπουργό.

(3) Στην περίπτωση κατά την οποία η έκθεση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνει για οποιοδήποτε θέμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δυσμενείς παρατηρήσεις, ο Υπουργός κοινοποιεί το μέρος αυτό της έκθεσης στον ιδιοκτήτη και το διευθυντή της σχολής."

Στο άρθρο 70 παρέχεται η δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο για την έκδοση κανονισμών, ρυθμιστικών της εφαρμογής των προνοιών του Ν. 67(1)/96. Η εξουσία που παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο είναι, όπως φανερώνει η λεκτική διατύπωση της νομοθετικής πρόβλεψης, δυνητική στην περίπτωση αυτή. Προβλέπονται στο άρθρο 70 τα ακόλουθα:

"70(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς, που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για τον καθορισμό κάθε θέματος που χρειάζεται ή επιδέχεται καθορισμό και για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οποιοιδήποτε κανονισμοί μπορεί -

(α) Να ρυθμίζουν τα κριτήρια και επίπεδα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης κλάδων σπουδών.

(β) να προνοούν για την επιβολή δικαιωμάτων εξέτασης της δήλωσης για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικής σχολής και τελών εγγραφής κλάδων σπουδών, για επιβολή δικαιωμάτων επιθεώρησης ιδιωτικών σχολών και εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης κλάδων σπουδών και να καθορίζουν το ύψος των τελών και των δικαιωμάτων που προνοούνται στον παρόντα Νόμο.

(γ) να καθορίζουν τους όρους που πρέπει να πληρούν οι εγκαταστάσεις, τα εργαστήρια και ο εξοπλισμός των ιδιωτικών σχολών.

(δ) να καθορίζουν τα θέματα τα σχετικά με την επιθεώρηση των ιδιωτικών και των δημόσιων σχολών. και

(ε) να καθορίζουν τα προσόντα των μελών της ακαδημαϊκής, διοικητικής και πειθαρχικής επιτροπής των ιδιωτικών και των δημόσιων σχολών."

Οι κανονισμοί εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Αρ. 3252 της 3ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1998). Αναφέρονται ως οι περί Ιδιωτικών Σχολών Τριβοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμοί και αποτελούν την ΚΔΠ 160/98 που προαναφέρθηκε και αμφισβητήθηκε έντονα από τους αιτητές στις γραπτές αγορεύσεις ως ultra vires του εξουσιοδοτούντος Ν. 67(1)/96. Πρακτικό ενδιαφέρον σε ότι αφορά τα θέματα που εγέρθηκαν στην παρούσα υπόθεση, παρουσιάζει ο Κανονισμός 3 στον οποίο προβλέπονται μεταξύ άλλων τα εξής:

"3(1) Οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολών καταβάλλουν στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού -

(α) Δικαιώματα για την εξέταση -

(i) δήλωση για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικής σχολής,

εγγραφή κλάδου σπουδών, είτε κατά την ίδρυση της σχολής είτε σε μεταγενέστερο στάδιο και αλλαγή στοιχείων, και

(ii) αίτησης για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδου σπουδών,

(β) δικαιώματα επιθεώρησης,

(γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(δ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(2)(α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(β) Τα δικαιώματα επιθεώρησης καταβάλλονται στο Λογιστήριο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού το αργότερο μέχρι το τέλος Ιουνίου κάθε ακαδημαϊκού έτους και η σχετική απόδειξη αποστέλλεται από τη σχολή, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . "

 

Τα δικαιώματα επιθεώρησης καθορίζονται στην παράγραφο (β) του Πίνακα των πιο πάνω κανονισμών ως εξής:

"(β) Δικαιώματα επιθεώρησης

Για κάθε κλάδο σπουδών που έχει φοιτητές και επιθεωρείται, £200 κάθε ακαδημαϊκό έτος."

Δεν φαίνεται να ευσταθεί ο ισχυρισμός περί "ultra vires" στο Νόμο. Δεν υποδείχθηκε εξάλλου σε ποιάν από τις πρόνοιες του Ν. 67(1)/96 αντίκεινται οι πιο πάνω κανονισμοί. Όπως έχει κατ΄επανάληψη κριθεί στη νομολογία το κατά πόσο ένας Κανονισμός είναι ultra vires εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία του εξουσιοδοτούντος Νόμου (βλ. Halsburys' Laws of England, 3rd ed., Vol. 36, para 743). Λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων και Κανονισμών διαπιστώνω ότι η ΚΔΠ 160/98 έχει εκδοθεί δυνάμει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης η οποία παρέχεται από το άρθρο 70 του Ν. 67(1)/96 και βρίσκεται σαφώς εντός νομοθετικής εξουσιοδότησης συμβαδίζοντας απόλυτα με το γράμμα και το πνεύμα του εξουσιοδοτούντος Νόμου. Ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί όπως εξάλλου και ο ισχυρισμός των αιτητών περί απουσίας των προβλεπόμενων στο άρθρο 70(1)(δ) Κανονισμών.

Έχω μελετήσει με προσοχή τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση όπως αυτά προκύπτουν από το περιεχόμενο των φακέλων που παρουσιάσθηκαν και κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν διαπίστωσα οποιοδήποτε λόγο επέμβασης. Οι καθ΄ων η αίτηση διενήργησαν την προβλεπόμενη στο Νόμο επιθεώρηση της σχολής και του παραρτήματός της, οι δε δυσμενείς παρατηρήσεις κοινοποιήθηκαν από τον Υπουργό στο Διευθυντή και Ιδιοκτήτη της σχολής σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 30(3) του Ν. 67(1)/96.

Ούτε ο ισχυρισμός των αιτητών περί αναδρομικής εφαρμογής των κανονισμών της ΚΔΠ 160/98 έχει τεκμηριωθεί. Οι επίδικοι κανονισμοί, όπως ήδη επισημάνθηκε, δημοσιεύθηκαν στις 3.7.98. Οι επιθεωρήσεις της έδρας και του παραρτήματος της σχολής των αιτητών, έγιναν, όπως διαπιστώνω, στο χρόνικό διάστημα μεταξύ 9.11.98 και 7.4.1999. Ευρίσκονταν αναμφισβήτητα σε ισχύ οι κανονισμοί βάση των οποίων επιβλήθηκαν τα δικαιώματα επιθεώρησης που αμφισβητούνται. Ανυπόστατος λοιπόν ο ισχυρισμός των αιτητών ότι τους είχαν επιβληθεί δικαιώματα επιθεώρησης με αναδρομική επίκληση της ΚΔΠ 160/98.

Αμφισβητήθηκε τέλος από τους αιτητές το κατά πόσο ήταν έγκυρη η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να καθορίσουν δικαιώματα επιθεώρησης κατά κλάδο σπουδών, εφόσον δεν προκύπτει κάτι τέτοιο όπως ισχυρίστηκαν, στον εξουσιοδοτούντα Νόμο. Δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα τους. Προκύπτει ξεκάθαρα από το γράμμα αλλά και το πνεύμα του Ν. 67(1)/96 ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν η πληρέστερη με κανονισμούς ρύθμιση των θεμάτων που εκεί καθορίζονται. Προς αυτή την κατεύθυνση δόθηκε, όπως πιο πάνω υποδείχθηκε, (βλ. άρθρο 70(2)(δ) του Νόμου) η εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο για την έκδοση κανονισμών που θα ρύθμιζαν θέματα "σχετικά με την επιθεώρηση" των ιδιωτικών σχολών. Ενόψει και του γεγονότος ότι στον πιο πάνω Νόμο γίνεται κατ΄επανάληψη αναφορά στους επιμέρους κάδους σπουδών κάθε σχολής προκειμένου να ρυθμιστούν θέματα ίδρυσης και λειτουργίας τους (βλ. άρθρο 15 του Νόμου), καθώς και της διαπίστωσης ότι η προβλεπόμενη στα άρθρα 31 επ. αξιολόγηση και πιστοποίηση γίνεται κατά κλάδο σπουδών, για τους οποίους προβλέπεται επίσης στους Κανονισμούς η καταβολή δικαιώματος εξέτασης (βλ. παράγρ. (α) (ii) του Πίνακα), θα ήταν παράλογο και νομικά αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι πάσχει οποιαδήποτε απόφαση που επιβάλλει δικαιώματα επιθεώρησης για κάθε κλάδο σπουδών.

Μένει μια τελευταία επισήμανση: Υποστηρίχθηκε με σθένος από τους αιτητές κυρίως στην απαντητική αγόρευση τους ότι η διαδικασία επιθεώρησης ήταν παράνομη για πολλούς και διάφορους λόγους οι οποίοι έχουν ήδη σχολιαστεί και που παρέμειναν ως επί το πλείστον χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση. Η ελαττωματικότητα των επιθεωρήσεων θα μπορούσε κατά την άποψη τους να συμπαρασύρει σε ακυρότητα την απόφαση με την οποία καθορίστηκαν τα καταβλητέα δικαιώματα επιθεωρήσεως. Δεν θα συμφωνούσα με αυτή την άποψη. Δεν αποδείχθηκε ελαττωματικότητα των επιθεωρήσεων ή οτιδήποτε παράτυπο σε σχέση με αυτές. Αλλά και τούτο εάν συνέβαινε δεν είναι επίδικο σε αυτή τη διαδικασία το θέμα του κύρους αυτών των πράξεων. Αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, ο καθορισμός των δικαιωμάτων επιθεώρησης, μιάς εκτελεστής διοικητικής απόφασης, που όπως αποδεικνύεται ήταν καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τους σχετικούς κανονισμούς. Οι αιτητές, που έφεραν το βάρος της απόδειξης, απέτυχαν να κλονίσουν το κύρος της απόφασης του Δ.Α.Α.Ε.

Ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο