ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 333/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

THE GOLDEN CAR DEALERS, LTD., από την Πάφο

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

Καθ'ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22 Οκτωβρίου, 2001.

Για τους αιτητές: Μ. Κιτρομηλίδης.

Για τον καθ΄ου η αίτηση: Ε. Αντωνίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και έχουν ως εμπορική δραστηριότητα την εισαγωγή και πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, με έδρα την Πάφο.

Ύστερα από πληροφορίες για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τους αιτητές, ο Κλάδος Διερευνήσεων και Συμμόρφωσης προς την φορολογική νομοθεσία, ασκώντας τις εξουσίες του βάσει του περί Φ.Π.Α. Νόμου 246/90 (ο Νόμος), όπως τροποποιήθηκε, πραγματοποίησε επίσκεψη στα υποστατικά των αιτητών, η οποία άρχισε στις 12/8/99, με σκοπό τη διερεύνηση των εν λόγω πληροφοριών. Στα πλαίσια της έρευνας ζητήθηκαν από τους αιτητές τα βιβλία και αρχεία τα οποία τηρούσαν για την περίοδο από 1/4/1996 μέχρι 30/6/1999 ώστε αυτά να εξεταστούν σε σύγκριση με τα στοιχεία που είχαν υποβληθεί από τους αιτητές στις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις. Από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων αλλά και άλλα στοιχεία που εξασφαλίστηκαν από πελάτες των αιτητών, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:-

(α) Οι αιτητές καταχωρούσαν στα βιβλία τους αναληθή στοιχεία αναφορικά με την τιμή πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Συγκεκριμένα οι αιτητές καταχωρούσαν στα βιβλία τους χαμηλότερη τιμή πώλησης των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων από την πραγματική τιμή πώλησης. Υπολογίστηκε ότι ο μέσος όρος υποτιμολόγησης ήταν κατά 16.88% και ποσό ύψους £716.159,76 δεν δηλώθηκε και ο φόρος εκροών που δεν αποδόθηκε ανήλθε στο ποσό των £57.292,78.

(β) Οι αιτητές δεν απόδοσαν ποσό οφειλόμενου φόρου εκροών ύψους £7.472,00 σε φορολογητέες παραδόσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων αξίας £93.400,00. Συγκεκριμένα οι αιτητές πώλησαν 29 μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, χωρίς να τηρούν τα στοιχεία τα οποία καθορίζονται στην Γνωστοποίηση του Εφόρου αρ. 115 [Κ.Δ.Π. 115/92], (όπως π.χ. στοιχεία αγοράς και πώλησης των αυτοκινήτων) και χωρίς να αποδόσουν οποιοδήποτε ποσό φόρου εκροών. Το αποτέλεσμα της μη τήρησης των απαραιτήτων στοιχείων ήταν:-

ι. η μη δυνατότητα εφαρμογής του Σχεδίου Μεταχειρισμένων Αγαθών στην περίπτωση αυτή, και

ιι. Ο υπολογισμός του φόρου εκροών επί του συνόλου της τιμής πώλησης των αυτοκινήτων αυτών.

(γ) Οι αιτητές δεν απόδοσαν φόρο ύψους £551,85 σε εισπράξεις από πωλήσεις ύψους £7.450,00. Συγκεκριμένα οι αιτητές αφαίρεσαν το ποσό αυτό από τις εισπράξεις τους με την αιτιολογία ότι αυτό δόθηκε σε τρίτους ως προμήθεια για τη διαμεσολάβηση πώλησης αυτοκινήτων.

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ο καθ΄ου η αίτηση έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες οι αιτητές υπέβαλαν για τις φορολογικές περιόδους από 1/4/96 μέχρι 30/06/99 ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου προέβηκε σε βεβαίωση φόρου, δυνάμει του άρθρου 34(1) του Ν. 246/90, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, και, στη συνέχεια, ειδοποίησε τους αιτητές με επιστολή του ημερομηνίας 30 Δεκεμβρίου, 1999. Σύμφωνα με την επιστολή οι αιτητές όφειλαν να καταβάλουν ποσό ύψους £65.316,63.

Οι αιτητές υπέβαλαν με επιστολή τους ημερομηνίας 18 Ιανουαρίου, 2000, μέσω του Λογιστή κου. Κυριάκου Δρουσιώτη, αμφισβήτηση στον καθ΄ου η αίτηση για αναθεώρηση του ύψους της βεβαίωσης φόρου προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς. Η Υπηρεσία Φ.Π.Α., αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς, και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προσκομίστηκαν οποιαδήποτε νέα στοιχεία και/ή στοιχεία που να τους τεκμηριώνουν, απέρριψε την αμφισβήτηση και, με επιστολή ημερομηνίας 28 Ιανουαρίου, 2000, πληροφόρησε σχετικά τους αιτητές.

Η πιο πάνω απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 30/12/99 είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι μόνο ένας και αφορά τον τρόπο με τον οποίο υπολογίσθηκε ως οφειλόμενος φόρος, ήτοι το ποσό των £65.316,63. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών ότι η αξία των αυτοκινήτων υπολογίσθηκε αυθαίρετα, ότι δεν επιβεβαιώθηκε η πώληση των αυτοκινήτων, ότι δεν ελήφθη υπόψη η υπολογισθείσα αξία των αυτοκινήτων όταν αυτά λήφθηκαν ως μερική αντιπαροχή για την πώληση άλλων αυτοκινήτων και ότι τα πλείστα αυτοκίνητα πωλήθηκαν σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη που υπολογίσθηκε κατά την αντιπαροχή.

Η αρχή ότι ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί και παρουσιάζει στον Έφορο Φ.Π.Α. όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων και ότι, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ο Έφορος Φ.Π.Α. έχει το δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς του και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιόν του, όπως και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε, έχει τονισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Rainbow v. Republic (1984) 3 CLR 846, Tryfonos v. Republic (1984) 3 CLR 884, Α. Κυρίλλου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 467/88, απόφαση 9.1.1990, Ι. Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 632/88, απόφαση 20.3.1990, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (Ρ.Ρ.) Λτδ., ΑΕ2065, απόφαση 30.11.1997, Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας, AE2421, απόφαση 24.1.2000, Θεόδωρος Κόνια Τσίκκος ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2566, απόφαση 3.11.2000 και Ανδρέας Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2644, απόφαση 14.12.2000).

Στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) o Δικαστής Κρονίδης, εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, είπε τα εξής σχετικά με την εμβέλεια του άρθρου 34(1):-

"Έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ορθά ενεργοποιήθηκε το άρθρο 34(1) του νόμου που δίδει την εξουσία στον Έφορο να προβεί σε βεβαίωση του φόρου. Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης συνάγεται το συμπέρασμα ότι η βεβαίωση είναι πράξη προσδιορισμού του οφειλόμενου φόρου. Δεν καθορίζεται στη νομοθεσία τρόπος ή μέθοδος υπολογισμού του φόρου. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να προβεί στην πράξη υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου με βάση βέβαια τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιόν του.

Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του όρου "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του" μπορούμε να αντλήσουμε από την αγγλική νομολογία επί του θέματος και ειδικότερα από τις αυθεντίες: Van Boeckel (πιο πάνω) και Argosy v. Inland Revenue Commissioner (1971) 1 W.L.R. 514.

Σύμφωνα με την Van Boeckel "αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις της διάταξης είναι ότι ο Έφορος θα εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του και να καταλήξει σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό που ο Έφορος μπορεί εύλογα να ενεργήσει δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιόν του.".

Στην Argosy κρίθηκε ότι από τη στιγμή που διαμορφώνεται εύλογη άποψη ότι υπάρχει υποχρέωση κατ΄ ανάγκη πρέπει να ακολουθηθεί διαδικασία πιθανολόγησης σε σχέση με το ποσό της υποχρέωσης.

Οι πιο πάνω αυθεντίες έχουν ακολουθηθεί από πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του μεταξύ των οποίων αναφερόμεθα στην Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 75/94, ημερ. 13.6.96.".

Έχω εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης του καθ΄ου η αίτηση όπως, επίσης, και τις εισηγήσεις των αιτητών, πάντοτε σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές της νομολογίας. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών ειναι αβάσιμοι. Η αξία των αυτοκινήτων που πωλήθηκαν, καθορίστηκε από την πραγματική τιμή πώλησης τους όπως αυτή εξακριβώθηκε από τους αγοραστές τους (Βλέπε, σχετικά, Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση). Όσον αφορά τη λήψη μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ως αντιπαροχής, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, εξετάστηκαν 29 περιπτώσεις στις οποίες τα αυτοκίνητα αυτά πωλήθηκαν από τους αιτητές και εκείνο που διαπιστώθηκε ήταν ότι οι πωλήσεις αυτές ουδέποτε δηλώθηκαν για σκοπούς πληρωμής Φ.Π.Α. Οπότε ο καθ΄ου η αίτηση θεώρησε ότι οι πωλήσεις αυτές έγιναν σε τιμή κόστους. Με αυτά τα δεδομένα, είναι η κατάληξή μου ότι ο καθ΄ου η αίτηση εξέτασε με δίκαιο και καλόπιστο τρόπο όλο το ενώπιον του υλικό, όπως αυτό συγκεντρώθηκε με τη διεξαγωγή της έρευνάς του. Η επίδικη απόφαση του στηρίχθηκε στο υλικό αυτό και αφού η κρίση του ασκήθηκε εύλογα και κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πάντοτε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 34(1) του Νόμου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα εις βάρος των αιτητών.

 

 

 

(Υπ.) Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο