ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANDREAS KOUSOULIDES AND OTHERS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1967) 3 CLR 438
IOANNIS N. PISSAS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1974) 3 CLR 476
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1223/1999
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Βέρας Ζίγκα, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 4 Οκτωβρίου, 2001.Για την αιτήτρια: Γ. Ερωτοκρίτου.
Για την καθ΄ης η αίτηση: Τζ. Καρακάννα (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
"1. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ΄ων η Αίτησις η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3338 και ημερ. 16.7.99 και με την οποία προήγαγε τους εις τον Κατάλογον "Α" εμφαινομένους εις τη μόνιμη θέση Γραμματειακού από 1.7.99 αντί της Αιτητρίας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.
2. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των Καθ΄ων η Αίτηση όπως προάξουν την Αιτήτρια στη θέση Γραμματειακού είναι άκυρη και/ή στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος και ό,τι παρελήφθη πρέπει να διενεργηθεί.
3. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να μην επικυρούται η ως άνω πράξη ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση".
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερομηνίας 24.2.99, ζήτησε, μεταξύ άλλων, την πλήρωση 30 κενών μόνιμων (Τακτ. Προϋπ.) θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού.
Οι θέσεις είναι θέσεις προαγωγής.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) σε συνεδρία της στις 2.3.99, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία να παρευρίσκεται και ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.
Στη συνεδρία της ΕΔΥ στις 4.6.99, ο Διευθυντής σύστησε τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη για προαγωγή. Η Επιτροπή αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, βάσει του συνόλου των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) και τα επέλεξε για προαγωγή. Ως ημερομηνία δε ισχύος της προαγωγής τους καθόρισε την 1.7.99.
Αρχικά η παρούσα προσφυγή στρεφόταν εναντίον 34 ενδιαφερομένων προσώπων όπως αυτά αριθμούνται στον Κατάλογο "Α", που περιέχεται στο φάκελο του Δικαστηρίου. Τέθηκε όμως θέμα συνάφειας αφού ουσιαστικά προσβάλλοντο με αυτήν τέσσερις ξεχωριστές διοικητικές πράξεις. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ο συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε την προσφυγή εναντίον των Αθηνάς Ι. Αλεξάκη, αρ. (1), Ελένης Α. Λοϊζίδη, αρ. (2), Αντωνάκη Μούσσα, αρ. (31), Ανδρέα Λοΐζου, αρ. (32), Μαγδαληνής Ιωσηφάκη, αρ. (33) και Γεώργιου Καραπατάκη, αρ. (34). Ακολούθως δε η εν λόγω προδικαστική ένσταση αποσύρθηκε και η προσφυγή παρέμεινε εναντίον 28 ενδιαφερομένων μερών.
Η βασική επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή επικεντρώνεται στη σύσταση του Διευθυντή την οποία θεωρεί παράνομη και αναιτιολόγητη. Είναι εισήγηση του κ. Ερωτοκρίτου ότι ο Διευθυντής "ενήργησε εκ των προτέρων ετσιθελικά και διά δικούς του σκοπούς, χωρίς να γνωρίζει ποίοι θα ήσαν προάξιμοι" και ότι ουσιαστικά προέβη σε νέα αξιολόγηση αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων. Μάλιστα, προς εξασφάλιση δήθεν ενιαίου μέτρου κρίσης και σύγκρισης, συνέλεξε προφορικά πληροφορίες από τους άμεσα Προϊσταμένους των υποψηφίων, χωρίς να έχει ο ίδιος ιδίαν γνώση γι΄ αυτούς και χωρίς να δώσει διευκρινήσεις για το περιεχόμενο των εν λόγω πληροφοριών, με αποτέλεσμα να μην δύναται να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος. Όλα αυτά, ισχυρίζεται ο συνήγορος του αιτητή, οδηγούν στην ακύρωση της επίδικης πράξης.
Δεν θα συμφωνούσα ότι οι πιο πάνω αιτιάσεις του αιτητή μπορούν να ευσταθήσουν. Υπάρχει ρητή αναφορά στο κείμενο του πρακτικού της ΕΔΥ ημερομηνίας 4.6.99, ότι προτού προβεί στη σύστασή του ο Διευθυντής είχε στη διάθεσή του όλους τους Προσωπικούς Φακέλους και Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων. Πουθενά δεν αναφέρεται η χρονική διάρκεια εξέτασης τους από αυτόν, ούτε κι΄ από το σύνολο των στοιχείων που ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται το συμπέρασμα ότι η μελέτη αυτών δεν ήταν η πρέπουσα ή ότι αυτή ήταν πρόχειρη. Εξάλλου ήδη από την πρώτη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 2.3.99 είχε αποφασιστεί όπως κληθεί να παραστεί στην επόμενη της συνεδρία ημ. 4.6.99 όπου θα συζητείτο και θα λαμβάνετο απόφαση για την πλήρωση των τριάντα επίδικων θέσεων, ο εν λόγω Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Ο Διευθυντής δηλαδή ήταν από τότε ενήμερος, ότι θα έπρεπε τη συγκεκριμένη ημερομηνία να είναι σε θέση να συμβουλεύσει την Επιτροπή τόσο για την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων, καθώς και για την καταλληλότητά τους για τη θέση. Έχοντας δε υπόψη του ποίες ήταν οι επίδικες θέσεις είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του (από 2.3.99-4.6.99) να προβεί στην αναγκαία προεργασία. Λειτουργεί επομένως το τεκμήριο της νομιμότητας και/ή κανονικότητας της επίδικης πράξης το οποίο δεν έχει ανατραπεί. (Βλ. Kousoulides v. Republic (1967) 3 CLR 438 και Kolokotronis v. Republic (1980) 3 CLR 419).
Πρόσθετα, θα ήθελα να αναφέρω ότι η ανταλλαγή απόψεων με τους Προϊσταμένους των διαφόρων υπηρεσιών στις οποίες εργάζονται οι υποψήφιοι δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης. Το θέμα αυτό της καταγραφής με λεπτομέρεια της προσωπικής γνώσης του Διευθυντή και των πληροφοριών που συνέλεξε για τους υποψηφίους από τους προϊσταμένους τους εγέρθηκε κατ΄ επανάλειψη ενώπιον του Δικαστηρίου. Στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι είναι αρκετό να αποκαλύπτονται οι πηγές που διαμόρφωσαν την κρίση του Διευθυντή και την προσωπική του γνώση και δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των απόψεων που άκουσε από άλλους προϊσταμένους, μια και ο τρόπος που ο Διευθυντής αξιολογεί τις απόψεις των λειτουργών που συμβουλεύεται, δεν ελέγχεται δικαστικά. Είναι επιτρεπτό για το Διευθυντή να ακούσει τις απόψεις λειτουργών που προΐστανται των υπαλλήλων και να αντλήσει πληροφορίες από αυτούς ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ο ίδιος γνώμη. (Βλέπε: Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερομηνίας 12.7.90 και Πέτρος Μεστάνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2582, ημερ. 15.3.2001, όπου, μεταξύ άλλων, στη σελίδα 3 αναφέρεται:-
"Επισημαίνουμε, πως σύμφωνα με τη νομολογία, ο Διευθυντής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί ανάλογα στις συστάσεις του και ο τρόπος που αξιολογεί τις απόψεις των άλλων λειτουργών που συμβουλεύεται αναφορικά με την κρίση τους, δεν είναι δυνατόν να ελέγχεται δικαστικά.".
Δεν είχε λοιπόν υποχρέωση ο Διευθυντής να αποκαλύψει τις πληροφορίες που έλαβε (από άλλους λειτουργούς).
Πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών, ο κ. Ερωτοκρίτου υποστηρίζει ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας γιατί συγκρούεται με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων. Ούτε με αυτό τον ισχυρισμό θα συμφωνούσα. Μία προσεκτική μελέτη και σύγκριση των στοιχείων των υποψηφίων που σχετίζονται με τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, όπως αυτά εξάγονται από τους φακέλους τους, μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα πως η σύσταση του Διευθυντή όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι πλήρως δικαιολογημένη. Στον παράγοντα της αξίας, τα τελευταία πέντε χρόνια (1994-1998) στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, όλα ανεξαιρέτως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα παρουσιάζονται υπέρτερα της αιτήτριας. Πιο
συγκεκριμένα τα ενδιαφερόμενα μέρη με αρ. 3, 6, 8, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 25, 26, 27, 28, 29 και 30 βαθμολογήθηκαν σε όλα τα στοιχεία με το βαθμό εξαίρετα, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη με αρ. 4, 5 και 23 βαθμολογήθηκαν για τα έτη 1995-1998 σε όλα τα στοιχεία με το βαθμό εξαίρετα εκτός του έτους 1994 που συγκέντρωσαν 7 Εξ. και 1 Π.Ι. Την ίδια βαθμολογία συγκέντωσε και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με τον αρ. 7 μόνο που τα 7 Εξ. και το ένα Π.Ι. αφορούν για την περίπτωση του το έτος 1995. Επίσης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με τον αριθμό 9 βαθμολογήθηκε σε όλα τα στοιχεία για μεν τα έτη 1996-1998 με το βαθμό εξαίρετα για δε τα έτη 1995 και 1994 με 7 Εξ. και 1 Π.Ι. για κάθε έτος αντίστοιχα. Τέλος, το ενδιαφερόμενο μέρος με τον αρ. 24 για τα έτη 1997 και 1998 συγκέντρωσε σε όλα τα στοιχεία το βαθμό εξαίρετα και για τα έτη 1994-1996 βαθμολογήθηκε με 7 Εξ. και 1 Π.Ι. για κάθε έτος αντίστοιχα. Στην περίπτωση του δε η βαθμολογία Π.Ι. αφορά και για τα τρία έτη το ίδιο στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής ικανότητας. Σε αντιπαράθεση των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, η αναλυτική βαθμολογία της αιτήτριας έχει ως εξής: (1998 8 Ε., 1997 7 Ε., 1 Π.Ι., 1996 6 Ε., 2.Π.Ι., 1995 8 Ε. και 1994 5 Ε., 3 Π.Ι.) (Δεν υπάρχουν ετήσιες εκθέσεις για το 1999). Συνεπώς, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν σαφώς καλύτερο δείκτη υπηρεσιακής αξίας ο οποίος είναι εισήγησή μου, τους παρείχε εξ΄ αντικειμένου υπέρτερες διεκδικήσεις για προαγωγή. Πολύ ορθά επομένως έπραξε ο Διευθυντής συστήνοντας τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.Όσον αφορά τώρα τα προσόντα, το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν απαιτεί οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα. Τα πρόσθετα δε προσόντα που κατέχουν ορισμένοι υποψήφιοι δεν αποτελούν πλεονέκτημα και γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο δεν τους δόθηκε τέτοια σημασία από το Διευθυντή σε σημείο που να επηρεάσει τη σύστασή του. Πέραν όμως αυτού όλοι οι υποψήφιοι κρίθηκαν ότι πληρούν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Επομένως ως προς αυτό το νομοθετημένο κριτήριο είναι όλοι ίσοι.
Το μόνο κριτήριο στο οποίο η αιτήτρια προηγείται των περισσοτέρων ενδιαφερομένων μερών είναι η αρχαιότητα. Αυτή δε η υπεροχή της συνίσταται σε μόνο τρεις μήνες στην αμέσως κατώτερη της επίδικης θέση και ανάγεται στην περίοδο 1985-1986, και τρία χρόνια στην προ-προηγούμενη θέση (του Γραφέα 2ης Τάξης). Το γεγονός όμως αυτό δεν καθιστά νομολογιακά δυνατή την προτίμησή της. Η αρχαιότητα είναι το τρίτο κατά σειρά κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη μετά την αξία και τα προσόντα. Ενόψει δε και της υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών ως προς την αξία, δεν μπορεί να της δοθεί
πρωταρχική σημασία.Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της τελικής απόφασης της ΕΔΥ.
Ούτε με αυτό τον ισχυρισμό του συνήγορου του αιτητή θα συμφωνούσα. Είναι εισήγησή μου ότι από τα σχετικά πρακτικά ημερομηνίας 4.6.99 φαίνεται καθαρά ότι η ΕΔΥ στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποποιήθηκε των εξουσιών της να διεξάγει έρευνα αλλά αντίθετα ερμήνευσε και εφάρμοσε το Σχέδιο Υπηρεσίας αφού έλεγξε τα προσόντα των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων αυτών καθώς και την κρίση και σύσταση του Διευθυντή.
Ειδικότερα η ειδική αναφορά στην αιτήτρια σε αντιπαράθεσή της με τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελεί απόδειξη της δέουσας έρευνας όλων των αναγκαίων στοιχείων και της αιτιολογίας μέσα στα πλαίσια των νομολογημένων αρχών. Εξάλλου "το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της" (Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΑΔ 476). Ενόψει των πιο πάνω θα θεωρούσα ότι η αιτιολογία είναι πλήρης. Συμπληρώνεται μάλιστα και από τα στοιχεία των φακέλων. Οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εύλογα υπό τις περιστάσεις και δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου στην άσκηση της
διακριτικής τους εξουσίας. Εξάλλου ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων μερών όπως απαιτεί η νομολογία.Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
/Επσ