ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1149/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Ιωάννη Τσεριώτη, από τη Λευκωσία,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ'ων η αίτηση
---------------------------
24 Οκτωβρίου 2001
Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: κ. Κλ. Στυλιανού για κ. Π. Κάκκουρα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την εγκυρότητα του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Χρύσανθου Χρυσάνθου στη θέση του Λειτουργού Γραφείου Επίτροπου Διοίκησης. Για την επίδικη θέση που ήταν θέση Πρώτου Διορισμού υποβλήθηκαν 232 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και εκείνη του αιτητή. Στις γραπτές εξετάσεις που ακολούθησαν παρακάθησαν μόνο 77 από τους υποψηφίους. Με σχετική επιστολή του προς το Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ο αιτητής ζήτησε να πληροφορηθεί για τα αποτελέσματα των εξετάσεων επισημαίνοντας ότι ήταν παθών (ανάπηρος πολέμου) και ότι καλυπτόταν από τις διατάξεις του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 1997, Ν. 55(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 100(Ι)/98.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας διαβίβασε αντίγραφο της πιο πάνω επιστολής του αιτητή στην Επίτροπο Διοίκησης, ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, για να ληφθεί υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Οι υποψήφιοι που κρίθηκαν ότι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση στα Ελληνικά. Η εξέταση περιλάμβανε ανάπτυξη και σχολιασμό θεμάτων με στόχο την εξακρίβωση της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής, της εκφραστικής ικανότητας, ευθυκρισίας, οργάνωσης σκέψης και διεισδυτικής ικανότητας των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι που συγκέντρωσαν βαθμολογία πάνω από τις 60 μονάδες κλήθηκαν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο αιτητής συγκέντρωσε βαθμολογία 66 μονάδων και το ενδιαφερόμενο μέρος 80. Υποβλήθηκαν ερωτήσεις που απέβλεπαν στη διαμόρφωση γνώμης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την προσωπικότητα των υποψηφίων, τις γνώσεις τους αναφορικά με τον κρατικό μηχανισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, το θεσμό του Επίτροπου Διοίκησης και γενικά τις ικανότητες τους να ανταποκριθούν επαρκώς στα καθήκοντα της θέσης. Για την απόδοση του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους σ' αυτή σημειώθηκαν τα πιο κάτω:
"
Τσεριώτης Ιωάννης - αιτητήςΗ απόδοση του κατά την προφορική εξέταση αξιολογείται ως καλή. Καλά ενημερωμένος για βασικά θέματα που αφορούν τη λειτουργία του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Στις απαντήσεις του στις περισσότερες ερωτήσεις που του τέθηκαν πολυλογούσε και αοριστολογούσε χωρίς να εμβαθύνει στην ουσία του θέματος.
Η Επιτροπή, κατά την κρίση της για τον υποψήφιο αυτό, έλαβε υπόψη την επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 22 Ιανουαρίου, 1999.
Χρυσάνθης Χρύσανθος
- ενδιαφερόμενο μέροςΗ απόδοση του κατά την προφορική εξέταση αξιολογείται ως εξαίρετη. Αριστα ενημερωμένος για το θεσμό Επιτρόπου Διοικήσεως, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Διατύπωνε τις απόψεις του με σαφήνεια και καθαρότητα σκέψης. Διαθέτει ευθυκρισία, ωριμότητα σκέψης και αυτοπεποίθηση. Ατομο με σοβαρή προσωπικότητα."
Ακολούθως η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να συμπεριλάβει στον προκαταρκτικό κατάλογο τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος, όχι όμως και τον αιτητή. Επειδή οι θέσεις Λειτουργού Γραφείου Επίτροπου Διοίκησης που θα πληρώνονταν ενδεχομένως να ήταν περισσότερες από μία που δημοσιεύτηκε, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ορθό να συστήσει ακόμα τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων όμως δεν συμπεριλαμβανόταν ο αιτητής.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της επίδικης θέσης και προέβηκε στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό. Για τον αιτητή αναφέρθηκε ότι δεν μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος του Νόμου, "... δεδομένου ότι η προς πλήρωση θέση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας είναι μόνο μία." Η Επιτροπή προχώρησε σε προφορική εξέταση των υποψηφίων που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο σε νέα συνεδρία στην οποία ήταν παρούσα και η Επίτροπος Διοίκησης και ακολούθως σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων. Το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε από την πλειοψηφία ως "πολύ καλός +". Ειδικότερα σημειώθηκε ότι ήταν αρκετά καλά καταρτισμένος στο γνωστικό αντικείμενο, σταθερός στις απόψεις του, τις οποίες διετύπωνε με σαφήνεια και τεκμηρίωνε με ισχυρά επιχειρήματα. Παρουσίασε, όμως, κάποια κενά σε θέματα που αναφέρονταν σε πολιτειακούς θεσμούς και διαδικασίες.
Ακολούθως η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αφού προέβηκε σε σύγκριση των υποψηφίων, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε το διορισμό του στην επίδικη θέση.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και παράνομη γιατί,
(i) Η Επίτροπος Διοίκησης δεν είχε δικαίωμα να μετέχει στις συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής,
(ii) Δεν υπάρχει αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη διάρκεια της προφορικής τους εξέτασης, και
(iii) Υπήρξε πλάνη ως προς την ερμηνεία του Νόμου αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αντιμετώπισε ορθά ότι ετύγχανε του ευεργετήματος των προνοιών του Νόμου 55(Ι)
(i)
Συμμετοχή της Επίτροπου Διοίκησης στη Συμβουλευτική ΕπιτροπήΟ αιτητής ισχυρίζεται ότι το άρθρο 32 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) δεν περιλαμβάνει την Επίτροπο Διοίκησης που δεν μπορούσε να συμμετέχει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, γιατί ο περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμος του 1991 (Ν. 3/91) θεσπίστηκε μεταγενέστερα.
Το άρθρο 32 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) το οποίο ρυθμίζει τη σύσταση Συμβουλευτικών Επιτροπών καθορίζει με την παράγραφο (γ) ότι,
"(γ) για την πλήρωση κενών θέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο Δικαστικό Τμήμα, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία συνιστάται Επιτροπή:
(i) Από τον οικείο Προϊστάμενο που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και
(ii) από τους τέσσερις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος."
Στο άρθρο 2 του Νόμου καθορίζεται ως "Προϊστάμενος Τμήματος" αυτός που "κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα, και προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής ....."
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμος (Ν. 3/91) θεσπίστηκε μεταγενέστερα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Ανκαι δεν εφαρμοζόταν στην πράξη, ο θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως βρισκόταν σε ισχύ σύμφωνα
με τις πρόνοιες του Νόμου 107/72. Ο Νόμος 1/90, όπως κάθε Νόμος, ισχύει για το μέλλον, συνεπώς τα αναφερθέντα άρθρα του εφαρμόζονται σε κάθε Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία που υπάρχει ή θα δημιουργηθεί στο μέλλον.Η εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 1/90 τοποθετείται στο μέλλον και εξυπακούεται ότι τα σχετικά άρθρα που αναφέρονται σε κάθε Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία καλύπτουν και Ανεξάρτητα Γραφεία ή Υπηρεσίες που θα δημιουργηθούν μετά την ημερομηνία εφαρμογής του Νόμου. Το Γραφείο της Επίτροπου Διοίκησης αποτελεί Ανεξάρτητη Υπηρεσία ή Γραφείο και έτσι η συμμετοχή της ίδιας στη Συμβουλευτική Επιτροπή κρίνεται ως νόμιμη.
(ii)
Ελλειψη αιτιολογίαςΟ αιτητής ισχυρίζεται ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η εντύπωση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων και ειδικότερα του αιτητή είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και εσφαλμένη. Ο μεγάλος αριθμός των υποψηφίων και η αξιολόγηση των συνεντεύξεων τους μετά από κάποιες μέρες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εικόνα της απόδοσης του κάθε υποψηφίου είναι πιθανό να μην είναι ορθά διατυπωμένη λόγω μη ισχυράς μνήμης, άλλων μεταγενέστερων εντυπώσεων και σύγχυσης. Η έλλειψη τήρησης πρακτικών έκαστης συνεδρίασης ενισχύει την πιο πάνω εισήγηση δημιουργώντας αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα της εισήγησης.
Εχω εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο των σχετικών πρακτικών μέσα στα πλαίσια των διαφόρων εισηγήσεων που έχουν προβληθεί και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σχετική απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Τα σχετικά πρακτικά περιέχουν μια πλήρη και αναλυτική έκθεση για τον κάθε ένα υποψήφιο ξεχωριστά, καταγράφοντας τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στον καθορισμό της αξιολόγησης. Η σχετική περιγραφή ικανοποιεί απόλυτα τις απαιτήσεις του Νόμου και δεν έχω καμιά αμφιβολία να απορρίψω την εισήγηση του αιτητή σαν ανεδαφική.
(iii) Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αντιμετώπισε ορθά ότι ο αιτητής ετύγχανε του ευεργετήματος των προνοιών του άρθρου 3(1) και (2) του Νόμου 55(Ι)/97 για παθόντες
Το άρθρο 3 του πιο πάνω Νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 100(Ι)/98, καθορίζει ότι,
"3
.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού με βάση τον οποίο πληρούνται κενές θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται ή κενούνται κατ' έτος σε οποιαδήποτε υπηρεσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα πληρούται από υποψηφίους που είναι παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων, νοουμένου ότι κατέχουν τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς νόμους ή κανονισμούς ή σχέδια υπηρεσίας προσόντα.(2) Το εδάφιο (1) τυγχάνει εφαρμογής, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα γραπτού ή προφορικού διαγωνισμού που διενεργείται μεταξύ όλων των υποψηφίων για την πλήρωση των κενών θέσεων:
Νοείται ότι .................................................. ..............."
Ο αιτητής εισηγείται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι ο αιτητής καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου 55(Ι)/97 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 100(Ι)/98) αλλά αυτός δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην περίπτωση του γιατί η θέση ήταν μόνο μία, είναι επιπόλαιη, αυθαίρετη και πάσχει από πλάνη.
Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η λογική ερμηνεία του άρθρου είναι ότι ποσοστό 10% θα αφορά τις εκάστοτε υπό πλήρωση θέσεις και όχι ποσοστό 10% πάνω στον συνολικό αριθμό θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας.
Το ερώτημα ως προς το ποιά από τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις των δύο πλευρών αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής του ποσοστού του 10% είναι ορθή, εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 3(1) και (2) του Νόμου.
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα τα Δικαστήρια εφάρμοζαν το "χρυσό κανόνα" ερμηνείας (golden rule) που βασιζόταν πάνω στη συνηθισμένη και γραμματική ερμηνεία των λέξεων. Οπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Parke στην υπόθεση
Becke v. Smith (1836) 2 M + W 191,"Είναι ένας χρήσιμος κανόνας στην ερμηνεία ενός νόμου να προσκολλάται στο συνηθισμένο νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται και στη γραμματική τους ερμηνεία, εκτός αν τούτο έρχεται σε αντίθεση με την πρόθεση της νομοθετικής εξουσίας όπως συνάγεται από τον ίδιο το νόμο ή οδηγεί "σε μια πασιφανή παραλογία οπόταν και η γλώσσα που χρησιμοποιείται πρέπει να τροποποιείται για να αποφεύγεται μια τέτοια δυσκολία, αλλά όχι οτιδήποτε περισσότερο."
Ομως σταδιακά άρχισε να παρατηρείται ότι όταν οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν σε ένα νομοθέτημα ήταν ασαφείς τα Δικαστήρια δεν περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνο στη φρασεολογία του υπό ερμηνεία κειμένου αλλά προχωρούσαν στην απόδοση εκείνης της ερμηνείας που θα προωθούσε πιο αποτελεσματικά τους σκοπούς του νομοθέτη. (Ιδε
Carter v. Bradbeer [1975] 3 All ER 158 και Pepper v. Hart [1993] 1 All ER 42 (HL)). Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην Κύπρο όπου σε αριθμό αποφάσεων τονίστηκε ότι η υιοθέτηση της τελεολογικής ερμηνείας (teleological or purposive interpretation) δεν πρέπει να συγκρούεται με ρητές νομοθετικές διατάξεις. (Ιδε ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλου [1990] 2 ΑΑΔ 86, Τροκκούδη ν. Πέτρου, Εκλογική Αίτηση 4/97 της 10/4/98 και Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Α.Ε. 672/96 της 29/5/98).Χαρακτηριστικά στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλου (πιο πάνω), τονίστηκε ότι,
"Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Οπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη."
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 ΑΑΔ 59, όπου τονίστηκε ότι,
"Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Οπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου."
Εχω εξετάσει προσεκτικά το θέμα και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση είναι ορθή. Η ερμηνεία της σχετικής νομοθετικής διάταξης υποδεικνύει ότι το ποσοστό του 10% αναφέρεται στις εκάστοτε υπό πλήρωση θέσεις και όχι στο συνολικό αριθμό των θέσεων που αναμένεται να πληρωθούν. (Ιδε Περικλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 701/99 της 14/5/2001). Η υιοθέτηση της αντίθετης προσέγγισης θα οδηγούσε σε αποτελέσματα που πρακτικά θα ήταν ανεφάρμοστα. Και τούτο γιατί η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν μπορεί να γνωρίζει το συνολικό αριθμό των θέσεων που προκηρύσσονται κάθε χρόνο για να καθορίσει το ποσοστό του 10% που θα αφορά τους παθόντες ή τα τέκνα εγκλωβισμένων. Επιπρόσθετα δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η πιθανότητα κένωσης θέσεων που οφείλεται σε αστάθμητους παράγοντες, όπως π.χ. λόγω παραίτησης ή θανάτου. Η θέση των καθ'ων η αίτηση πάνω στο θέμα ότι το ποσοστό του 10% αναφέρεται στις υπό εκάστοτε πλήρωση θέσεις ήταν ορθή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.