ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 949/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Σταύρου Χρυσοστόμου,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Αρχηγού Εθνικής Φρουράς,

Καθ' ων η αίτηση.

________________

27 Σεπτεμβρίου, 2001.

Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης.

Για τους καθ' ων η αίτηση: Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 24.6.2000, με την οποία έκρινε τον Αιτητή ως ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά με 10ήμερη κράτηση, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.»

 

 

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Την 1.8.1980 αποσπάσθηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Κατέχει το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη από τις 30.8.1996. Από την 1.1.2000 μέχρι τις 24.7.2000 υπηρετούσε στη Διεύθυνση Υγειονομικού (ΔΥΓ) του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) όπου εκτελούσε τα καθήκοντα του Κτηνιάτρου της Εθνικής Φρουράς και του Αξιωματικού 3ου Γραφείου της ΔΥΓ/ΓΕΕΦ.

Το Μάιο του 2000 ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με απόφαση του ημερ. 9.5.2000, διέταξε ανάκριση προς διερεύνηση των συνθηκών και αιτιών, κάτω από τις οποίες παραλήφθηκαν κατά τις εορτές του Πάσχα από αριθμό Μονάδων της Εθνικής Φρουράς, αμνοερίφια, τα οποία ήσαν εκτός προδιαγραφών. Ο στρατιωτικός ανακριτής μετά την ολοκλήρωση των ερευνών του υπέβαλε συνοπτική έκθεση στο πόρισμα της οποίας ανέφερε ότι από τα διακριβωθέντα γεγονότα δεν προέκυψαν ενδείξεις τέλεσης ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε όργανο της Εθνικής Φρουράς, αλλά μόνο διοικητικές παραλείψεις σε βάρος του Αιτητή για αμέλεια καθήκοντος και ως εκ τούτου θα έπρεπε να ασκηθεί ο προσήκων πειθαρχικός έλεγχος σε βάρος του και η σχηματισθείσα δικογραφία να τεθεί στο Αρχείο.

Το πόρισμα της ανάκρισης που διενεργήθηκε υποβλήθηκε στον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς. Ο τελευταίος κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία διότι όπως προέκυψε από το φάκελο της ανάκρισης υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας καθήκοντος (Βλ. επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 10.6.2000 - Τεκ. 3 στην ένσταση).

Ο αιτητής ανταποκρίθηκε. Υπέβαλε την απολογία του στο 1ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ (βλ. επιστολή του ημερ. 20.6.2000 - Τεκ. 6 στην ένσταση).

Με απόφαση του ημερ. 24.6.2000 (βλ. Τεκ. 7 στην ένσταση) ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς τιμώρισε τον αιτητή με 10ήμερη κράτηση γιατί χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτία, αμέλησε να επιληφθεί ταχέως και επιμελώς των καθηκόντων του ως μέλος της Εθνικής Φρουράς.

Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 13.7.2000. Στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Οικονομίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς «ενήργησε αναρμοδίως και/ή κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς (Κ.Δ.Π. 554/64)».

Νομικό έρεισμα του πιο πάνω λόγου ακύρωσης ήταν οι Καν. 5(1) και 6(1) και (2) των πιο πάνω Κανονισμών.

Αποκλειστικά αρμόδιος να επιληφθεί πειθαρχικής διώξης κατά μέλους της Εθνικής Φρουράς, σύμφωνα με τον κ. Οικονομίδη, είναι μόνο ο «διοικών αξιωματικός» του. Κατά τον κρίσιμο χρόνο (από 1.1.2000 - 24.7.2000) «διοικών αξιωματικός» του αιτητή εντός της έννοιας του Καν. 5, ήταν ο Διευθυντής της ΔΥΓ/ΓΕΕΦ και όχι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς.

Ο κ. Γεωργαλλής, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των πιο πάνω Κανονισμών 5 και 6 επειδή από την αρχή είχε διαταχθεί η διεξαγωγή ανάκρισης από τον ίδιο τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή το άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964 (Ν 40/64). Συνεπώς από πουθενά δεν φαίνεται ότι ο καθ' ου η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως ή κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Διοικών αξιωματικός στην περίπτωση αυτή με βάση το άρθρο 124 του Νόμου 40/64 και για σκοπούς πειθαρχικής δίωξης δεν ήταν ο διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος όπως αυτό προβλέπεται στον κανονισμό 5(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, αλλά ο ίδιος ο Διοικητής ο οποίος μπορεί να επιβάλει ο ίδιος, με βάση το άρθρο 124 του Νόμου 40/64 τας υπό των πειθαρχικών κανονισμών του στρατού προβλεπόμενας πειθαρχικάς κυρώσεις, που προβλέπονται στον Δεύτερο Πίνακα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

Οι σχετικές με τη διενέργεια ανάκρισης πρόνοιες βρίσκονται στα άρθρα 118(1)-134 του Νόμου 40/64. Σκοπός της στρατιωτικής ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, «ίνα βεβαιωθεί η τέλεσις αδικήματος και αποφασισθεί εάν πρέπει να εισαχθεί τις εις δίκην επί τούτου» (άρ. 118(1) του Νόμου). Κατά την ανάκριση ενεργείται «παν ότι δύναται να συντείνει προς ανακάλυψιν της αλήθειας εξετάζεται δε και βεβαιούται εξ επαγγέλματος, όχι μόνον η ενοχή αλλά και η αθωότης του υπό κατηγορίαν προσώπου» (άρ. 118(2) του Νόμου). Η ανάκριση διενεργείται «υπό την εποπτείαν και συμφώνως προς τας οδηγίας» του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (άρ. 119(1) του Νόμου). Οι «διατάσσοντες ή ενεργούντες αυτεπαγγέλτως την ανάκρισιν δικαιούνται να διατάξωσιν την σύλληψιν του υπό κατηγορίαν προσώπου».

Είναι επομένως πρόδηλο από το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων (άρ. 118-134) ότι αυτό αναφέρεται σε ανάκριση εναντίον «του υπό κατηγορίαν προσώπου» με άλλα λόγια εναντίον συγκεκριμένου προσώπου με σκοπό να βεβαιωθεί η διάπραξη αξιόποινης πράξης από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς δεν διέταξε τη διενέργεια ποινικής ανάκρισης εναντίον του αιτητή με τον πιο πάνω σκοπό. Διέταξε τη διενέργεια ποινικής ανάκρισης «προς διερεύνηση των συνθηκών και αιτιών κάτω από τις οποίες παρελήφθηκαν κατά τις εορτές του Πάσχα από αριθμό Μονάδων της Εθνικής Φρουράς, αμνοερίφια, τα οποία ήσαν εκτός προδιαγραφών». Διέταξε, επίσης, όπως «η ανάκριση επεκταθεί προς κάθε κατεύθυνση και να αποδοθούν ευθύνες εάν και όπου υπάρχουν» και όπως το «πόρισμα της ανάκρισης σαφώς και πλήρως αιτιολογημένο υποβληθεί στο ΓΕΕΦ/ΔΔΚ μέχρι τον Μάϊο 2000».

Η ανάκριση είχε μεν ονομασθεί «ποινική ανάκριση» αλλά δεν στρεφόταν εναντίον του αιτητή. Σκοπός της ήταν η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Επρόκειτο μάλλον για διοικητική έρευνα για διακρίβωση των γεγονότων. 'Αλλωστε αυτό αναφέρεται στο συμπέρασμα του ανακριτή σύμφωνα με το οποίο: «Από τα διακριβωθέντα από την ανάκριση γεγονότα δεν προκύπτουν οποιεσδήποτε ενδείξεις τέλεσης ποινικού αδικήματος από οποιονδήποτε όργανο της Εθνικής Φρουράς». Ο διενεργείσας την ανάκριση δεν αντιμετώπισε ποτέ τον αιτητή ως «το υπό κατηγορία πρόσωπο». Απλώς έλαβε μια κατάθεση από τον αιτητή με τον ίδιο τρόπο που έλαβε κατάθεση και από άλλα 32 άτομα.

Παρόμοια εισήγηση είχε τεθεί και στην Χρυσιλίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 339/98/11.5.99 στην οποία ο Αρτεμίδης, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:

«Κρίνω πως είναι εσφαλμένη η νομική προσέγγιση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Το άρθρο 124, τις διατάξεις του οποίου συνοψίζω πιο πάνω, αναφέρεται στη διαδικασία ποινικής δίωξης στρατιωτικών, και όχι πειθαρχικής. Το δε άρθρο 116 του Νόμου προβλέπει τα εξής:

 

'116.-(1) Η ποινική δίωξις των μεν υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων αδικημάτων γίνεται πάντοτε αυτεπαγγέλτως, των δε υπό των κοινών ποινικών νόμων συμφώνως προς τας σχετικάς αυτών διατάξεις.

(2) Την ποινικήν δίωξιν ασκεί εν ονόματι της Δημοκρατίας ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας.'

Στην προκείμενη περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν άσκησε οποιαδήποτε ποινική δίωξη, μήτε και διέταξε ανάκριση, η οποία, στην περίπτωση που αφορά σε ποινικό αδίκημα, διενεργείται υπό την εποπτεία του και συμφώνως με τις οδηγίες του (άρθρο 119).

'Οπως καταδεικνύουν τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ευθύς εξ' αρχής η εξέταση που αφορούσε στον αιτητή σχετιζόταν με πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, όχι ποινικού αδικήματος. Το άρθρο επομένως 124 του πιο πάνω Νόμου, και η επίκληση του από το Διοικητή, δεν του έδιδε αρμοδιότητα να πάρει την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, και ως εκ τούτου ακυρώνεται με £300 έξοδα.»

Στην παρούσα υπόθεση όχι μόνο δεν είχε προηγηθεί οποιαδήποτε ανάκριση εναντίον του αιτητή δυνάμει του Νόμου 40/64 αλλά ούτε και πειθαρχική ανάκριση. Δεν τυγχάνουν, επομένως, εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου 40/64 και ειδικά εκείνες του άρθρου 124.

Κρίνω, επομένως, ότι το θέμα διέπεται από τους πιο πάνω Κανονισμούς. Αρμόδιο όργανο για την επιβολή πειθαρχικής ποινής επί του αιτητή ήταν ο «διοικών αξιωματικός» του ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ο Διευθυντής της ΔΥΓ/ΓΕΕΦ και όχι ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ. 'Επεται πως ο Αρχηγός έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Συνιστά απόφαση αντίθετη προς το Νόμο που «εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας» γιατί λήφθηκε από όργανο που δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του θέματος (Christodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50).

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο