ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 842/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
2. ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ-ΓΙΑΓΚΟΥ
Αιτητών
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ για ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
24 Σεπτεμβρίου 2001
Για τους αιτητές: κ. Αρ. Γεωργίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι Αιτητές, συνιδιοκτήτες μαζί με άλλα αδέλφια τους κτήματος στην Αγλαντζιά, στις 26.8.1994 ζήτησαν τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για διαίρεση του σε οικόπεδα. Στις 30.10.1995 δόθηκε άδεια με όρους. Στις 30.11.1995 οι Αιτητές υπέβαλαν ένσταση υπό μορφή ιεραρχικής προσφυγής κατά των όρων της εν λόγω άδειας για το λόγο ότι το κτήμα επηρεάζετο ζημιογόνα. Συγκεκριμένα, παρατηρώντας ότι το κτήμα είχε ήδη επηρεασθεί δυο φορές στο παρελθόν με τη διάνοιξη του οδικού δικτύου, παραπονούντο ότι επηρεάζετο και πάλι για τρίτη φορά με τους τεθέντες όρους.
Εκθέτοντας τις απόψεις του επί της ιεραρχικής προσφυγής προς το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή ημερομηνίας 22.8.1996, το Επαρχιακό Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως διευκρίνισε τα πράγματα παρατηρώντας ότι:
"4. Ο επηρεασμός του τεμαχίου από τη συμπλήρωση και διάνοιξη νέου οδικού δικτύου ανέρχεται στο 35% και για το λόγο αυτό το τεμάχιο αυτό επηρεάζεται με ποσοστό μόνο 5% για τη δημιουργία χώρων πρασίνου αντί 15% ώστε ο συνολικός επηρεασμός να ανέρχεται στο 40% σύμφωνα με την πρόνοια του Κεφ. 8.7 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.
5. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι επειδή υπέβαλαν την πιο πάνω αίτηση δύο μήνες περίπου πριν την αναθεώρηση του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας έπρεπε η μελέτη αυτή να γίνει με βάση τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας που ίσχυε πριν την αναθεώρηση. Σύμφωνα με αυτές τις πρόνοιες ο συνολικός επηρεασμός του τεμαχίου από το οδικό δίκτυο και τους χώρους πρασίνου έπρεπε να είναι 30%. Κατ΄αυτή την άποψη δεν θα έπρεπε να ζητηθεί η παραχώρηση του χώρου πρασίνου."
Εισήγηση του ήταν η συμβιβαστική λύση της επιστροφής του 5% του χώρου πρασίνου με αντάλλαγμα τη μη αποζημίωση των ιδιοκτητών για τον υπόλοιπο επηρεασμό.
Στις 6.5.1999 εξέθεσε τις απόψεις του και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, λέγοντας:
"2. Η παράγραφος 3.5 των Γενικών Προνοιών Πολιτικής του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, όπως αυτή διατυπώθηκε μετά την οριστικοποίηση των γενικών Προνοιών εντός του 1992, παρέχει στην Πολεοδομική Αρχή τη διακριτική ευχέρεια να περιορίζει το ποσοστό γης που απαιτείται όπως παραχωρηθεί από ιδιοκτησίες για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση για ανάπτυξη για σκοπούς ανοικτών δημόσιων χώρων σε περιπτώσεις "..... όπου αυτό είναι δυνατό .....", έτσι ώστε ο συνολικός επηρεασμός ιδιοκτησίας από το οδικό δίκτυο και τους ανοικτούς δημόσιους χώρους να διατηρείται σε ποσοστό μέχρι 30% (το ποσοστό αυτό διαφοροποιήθηκε σε 40% ειδικά
3. Η πολεοδομική άδεια διαχωρισμού σε οικόπεδα χορηγήθηκε στις 30.10.95 με βάση τις πρόνοιες του Εγκριμένου Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας που τέθηκε σε ισχύ στις 14.10.94, δηλαδή η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες του Σχεδίου που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο μελέτης της αίτησης και χορήγησης της άδειας.
4. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του σημαντικού επηρεασμού του αναφερόμενου τεμαχίου από το οδικό δίκτυο (35%), η Πολεοδομική Αρχή, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που προσδιορίζεται στις Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής του Τοπικού Σχεδίου, αποφάσισε ορθά να περιορίσει τον επηρεασμό του τεμαχίου για σκοπούς δημόσιου ανοικτού χώρου από το 15% που καθορίζεται στο Τοπικό Σχέδιο, στο απολύτως απαραίτητο, κατά την άποψή της, ποσοστό του 6% περίπου. Σημειώνεται ότι οι δημόσιοι ανοικτοί χώροι αποτελούν απολύτως απαραίτητη υποδομή, από λειτουργική και περιβαλλοντική άποψη, όλων των οικιστικών περιοχών και πρέπει να διασφαλίζονται έστω και σε ποσοστά μικρότερα εκείνων που προσδιορίζονται ως γενικός κανόνας στα Σχέδια Ανάπτυξης.
5. Μετά από μελέτη των εγγράφων της παρούσας προσφυγής έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια και για το λόγο αυτό εισηγούμαι την απόρριψη της προσφυγής. Σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι η ιδιοκτησία τους επηρεάζεται υπερβολικά από την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, τότε μπορούν να υποβάλουν απαίτηση για αποζημίωση.
6. Τέλος, επιθυμώ να εκφράσω τη διαφωνία μου με την εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής που περιγράφεται στην παράγραφο 6 της αναφερόμενης προς εσάς επιστολής, δεδομένου ότι η δημιουργία σχετικού προηγούμενου δεν είναι επιθυμητή."
Αφού ζητήθησαν στη συνέχεια και οι απόψεις του Δήμου Αγλαντζιάς και δεν υπήρξε ανταπόκριση, στις 17.1.2000 ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε σχετικό σημείωμα επί της ιεραρχικής προσφυγής προς την Υπουργική Επιτροπή αναφερόμενος σε όλα τα πιο πάνω και εισηγούμενος και ο ίδιος απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Στις 3.3.2000 η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή κρίνοντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας. Κατά της απόφασης αυτής κατεχωρήθη η προσφυγή.
Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Αιτητές, ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα κατά το ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη ο προηγούμενος επηρεασμός του κτήματος κατά 35%, δεν μπορεί βέβαια να ευσταθεί. Η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής όχι μόνο δεν παραγνώρισε το δεδομένο αυτό αλλά βασίσθηκε σε αυτό αφού, δεδομένου ότι ήδη υπήρχε ο επηρεασμός του 35%, ο χώρος πρασίνου καθορίσθηκε σε ποσοστό μόνο 5% και όχι μέχρι 15% που επέτρεπε το Τοπικό Σχέδιο, ώστε ο συνολικός επηρεασμός να μην υπερέβαινε το 40%. Η απόφαση δεν βασίσθηκε σε ελλιπή ή λανθασμένη αντίληψη των γεγονότων αλλά στην αντίληψη της διοίκησης ως προς το ότι ίσχυε η νέα πρόνοια του Τοπικού Σχεδίου που επέτρεπε συνολικό επηρεασμό μέχρι 40% αντί, όπως πριν, μέχρι 30%.
Περαιτέρω, νοείται ότι το ερώτημα είναι το ίδιο είτε εξετάζεται η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είτε εξετάζεται η απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής αφού, σύμφωνα και με το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν. 90/72, η ιεραρχική προσφυγή εξετάζεται ως εάν το θέμα είχε αρχικά τεθεί ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής. Και πάλι λοιπόν δεν τίθεται θέμα παράλειψης της Υπουργικής Επιτροπής να εξετάσει όλες τις παραμέτρους του θέματος εξ υπαρχής
όπως εισηγείται ο κ. Γεωργίου, αφού όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής και το μόνο ερώτημα ήταν κατά πόσο ορθά εφαρμόσθηκε από την Πολεοδομική Αρχή η νέα πρόνοια του Τοπικού Σχεδίου. Ούτε, ως εκ τούτου, επηρεάζονται τα πράγματα από την καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της ιεραρχικής προσφυγής αφού το θέμα είναι καθαρά νομικό και αναγόμενο στο χρόνο επιβολής του σχετικού όρου από την Πολεοδομική Αρχή, δηλαδή στις 30.10.1995, και όχι στο χρόνο λήψης της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής.Τέλος, αν ορθά αντελήφθη η διοίκηση ότι εφαρμόζοντο οι πρόνοιες του τροποποιηθέντος Τοπικού Σχεδίου, ούτε και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, όπως εισηγείται ο κ. Γεωργίου, προκύπτει αφού η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής αιτιολογείται τότε πλήρως στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της να επιβάλει όρους ως προς την παραχώρηση χώρου πρασίνου μέχρι ποσοστού 15%, που εδώ ο όρος ήταν, δικαιολογημένα, για μόνο 5% ως εκ του υφιστάμενου επηρεασμού.
Το ουσιαστικό επίδικο θέμα είναι λοιπόν κατά πόσο ο κρίσιμος χρόνος ήταν, όπως εισηγούνται οι Αιτητές, η ημερομηνία υποβολής της αίτησης, δηλαδή η 26.8.1994, κατά την οποία το ισχύον Τοπικό Σχέδιο επέτρεπε συνολικό επηρεασμό κτήματος σε ποσοστό μέχρι 30%, οπότε η Πολεοδομική Αρχή δεν θα μπορούσε να επιβάλει όρο για παραχώρηση 5% ως χώρου πρασίνου αφού το κτήμα είχε ήδη ομολογουμένως επηρεασθεί από τη διάνοιξη του οδικού δικτύου κατά 35%, ή, όπως θεώρησε η διοίκηση, ο χρόνος έκδοσης της πολεοδομικής άδειας, δηλαδή η 30.10.1995, κατά τον οποίο το ισχύον Τοπικό Σχέδιο, τροποποιηθέν στις 14.10.1994, επέτρεπε συνολικό επηρεασμό κτήματος σε ποσοστό μέχρι 40%, οπότε η Πολεοδομική Αρχή θα μπορούσε να επιβάλει όρο για παραχώρηση 5% ως χώρου πρασίνου ώστε, προστιθέμενο τούτο στο ήδη επηρεασθέν ποσοστό του 35%, ο συνολικός υπηρεασμός να μην υπερέβαινε το 40%.
Ο κ. Γεωργίου δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε νομολογία σε στήριξη της εισήγησής του. Εν πάση περιπτώσει, συμφωνώ με την αρχή που εμπεριέχεται στη νομολογία στην οποία παραπέμπει η κα Μαλαχτού-Παμπαλλή ότι, όπως ελέχθη από το Στυλιανίδη, Π., στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου (1994) 3 ΑΑΔ 434 στις σελίδες 444-445:
"Είναι καλά εμπεδωμένο στο Διοικητικό Δίκαιο ότι το κρίσιμο νομικό καθεστώς για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων είναι αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσής τους. Εάν, όμως, η Διοίκηση δεν ενήργησε μέσα σε εύλογο χρόνο, τότε το ισχύον δίκαιο είναι εκείνο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έπρεπε να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Αναφορικά με τις άδειες οικοδομής, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την ίδια αρχή, δηλαδή, το κύρος της διοικητικής πράξης κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσής της. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία υπάρχει καθυστέρηση, για την οποία φέρει ευθύνη η Διοίκηση σε βαθμό που επιβάλλει την λήψη απόφασης με βάση το προϊσχύον δίκαιο."
Προκύπτει ότι οι εφαρμοστέες πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου ήσαν εκείνες που ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της άδειας από την Πολεοδομική Αρχή και όχι εκείνες που ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Ούτε στοιχειοθετείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της διοίκησης να επιληφθεί της αίτησης που να αναιρούσε την κατάσταση αυτή, αφού, πέραν της παρόδου ενός έτους από της υποβολής της αίτησης, δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο
που να καταδεικνύει ότι ο χρόνος αυτός δεν ήταν εύλογος για να ενεργήσει η διοίκηση. Και έτι περαιτέρω, δεν καταδεικνύεται εν πάση περιπτώσει ότι η Πολεοδομική αρχή όφειλε να είχε αποφασίσει πριν από τις 14.10.1994 που τροποποιήθηκε το Τοπικό Σχέδιο, δηλαδή μέσα σε ενάμισι μήνα από της υποβολής της αίτησης, για να έπρεπε να είχε αποφασίσει την αίτηση με βάση τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου ως είχαν πριν τις 14.10.1994. Η δε οποιαδήποτε καθυστέρηση μετά από τις 14.10.1994 ήταν ουσιαστικά άνευ σημασίας αφού, και αν εκρίνετο ότι οι 14 μήνες που παρήλθαν για λήψη της απόφασης συνιστούσαν αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε η αίτηση να έπρεπε να είχε αποφασισθεί σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που η διοίκηση θα έπρεπε εύλογα να είχε αποφασίσει, δεν καταδεικνύεται ότι ο εύλογος αυτός χρόνος ήταν πριν από τις 14.10.1994 που τροποποιήθηκε το Τοπικό Σχέδιο. Και βέβαια δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή εισήγηση ή ένδειξη κακοπιστίας ότι η Πολεοδομική Αρχή σκόπιμα δεν αποφάσισε την αίτηση πριν από τις 14.10.1994 εν αναμονή της τροποποίησης του Τοπικού Σχεδίου.Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των Αιτητών.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π