ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 692/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιχωρίου Ορεινής,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Του Υπουργού Εσωτερικών,
2. Του Επάρχου Λευκωσίας,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 14.8.2001
.7 Σεπτεμβρίου, 2001
.Για τον αιτητή: Α. Ταλιαδώρος.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την Κανονιστική Διοικητική Πράξη 396/90 (η Κ.Δ.Π. 396/90) η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 31.12.90 το Υπουργικό Συμβούλιο «ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται από τα άρθρα 4 και 58 του περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Νόμου, Κεφ. 243» διακήρυξε ότι τα χωρία Παλαιχώρι Μόρφου και Παλαιχώρι Ορεινής της Επαρχίας Λευκωσίας «συνιστούν ενιαία περιοχή Βελτιώσεως για τους σκοπούς του περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Νόμου».
Το ενιαίο Συμβούλιο Βελτιώσεως διέπετο από το πιο πάνω Κεφ. 243 και από τον περί Χωριτικών Αρχών Νόμο, Κεφ. 224. Με τη δημοσίευση του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν 86(Ι)/99) την 9.7.99 (ο περί Κοινοτήτων Νόμος) καταργήθησαν οι δύο πιο πάνω Νόμοι καθώς και ο περί Δημοσίας Υγείας (Χωρίων) Νόμος Κεφ. 259 και ο περί Υδατοπρομήθειας Χωρίων Κεφ. 349.
Με τον περί Κοινοτήτων Νόμο καταργήθηκαν τα Συμβούλια Βελτιώσεως τα οποία είχαν αντικαταστήσει τις Επιτροπές Δημόσιας Υγείας και δημιουργήθηκε ένα ενιαίο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου-Μόρφου και Ορεινής καθώς και δύο ξεχωριστά Κοινοτικά Συμβούλια ένα για την Κοινότητα Παλαιχωρίου-Μόρφου και ένα για την Κοινότητα Ορεινής.
Οι αιτητές υπέβαλαν στους καθ΄ ων η αίτηση αίτημα όπως οι αναλογούσες στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής (Λ.Κ. 36.500,00) από τις συνολικά Λ.Κ. 73.000,00 εγκριθείσες στον προϋπολογισμό του 2001 πιστώσεις για την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής και στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Μόρφου για το έτος 2001 (και οι πιστώσεις που θα εγκριθούν για τα επόμενα χρόνια) χορηγηθούν στο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής (και όχι στο ούτω καλούμενο «Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου») ώστε να προβεί το ίδιο στην εκτέλεση κοινοτικών έργων ανάπτυξης στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής.
Με επιστολή τους προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 24.5.2001 οι καθ΄ ων η αίτηση ζήτησαν γνωμάτευση «κατά πόσο το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής έχει αρμοδιότητα και εξουσία να εκτελεί Κοινοτικά Έργα Αναπτύξεως και κατά πόσο θα πρέπει να εγκρίνονται στον Προϋπολογισμό ξεχωριστές πιστώσεις για την εν λόγω κοινότητα».
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε με επιστολή του ημερ. 11.7.2001 (Παράρτημα 5 στην Προσφυγή). Γνωμάτευσε ότι οι εξουσίες του Κοινοτάρχη κάθε Κοινότητας περιορίζονται στις εξουσίες του άρθρου 46 του περί Κοινοτήτων Νόμου και ότι είναι καθαρό ότι ο Κοινοτάρχης της Κοινότητας Ορεινής «δεν δικαιούται να εκτελεί Κοινοτικά Έργα Αναπτύξεως και ξεχωριστές πιστώσεις στον προϋπολογισμό για την Κοινότητα Ορεινής».
Στην πιο πάνω γνωμάτευση έγινε και αναφορά στη νομιμότητα της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 396/90 με την οποία οι δύο Κοινότητες είχαν κηρυχθεί ως Ενιαία Περιοχή Βελτιώσεως. Μεταφέρω το σχετικό μέρος της γνωμάτευσης:
«Για πρώτη φορά οι δύο κοινότητες κηρύσσονται ως Ενιαία Περιοχή Βελτιώσεως με το διάταγμα ημερομηνίας 31.12.90.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να εγερθεί το ερώτημα κατά πόσο κηρύχθηκαν νόμιμα οι κοινότητες σε ενιαία περιοχή βελτιώσεως.
Η απάντηση είναι θετική γιατί:
(α) Η βασική προϋπόθεση είναι να γίνει γνωστή η συμπλεγματοποίηση με δημοσίευση της γνωστο- ποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, γεγονός το οποίο έγινε με τη δημοσίευση ημερομηνίας 31.12.90.
(β) Αυτή η θέση ενισχύεται και από το γεγονός ότι στον καταργηθέντα περί Χωρίων (Διοίκησης και Βελτίωσης) Νόμος Κεφ. 243 δεν υπάρχει στις κύριες διατάξεις του νόμου καμιά πρόνοια για συμπλεγματοποίηση αλλά υπάρχει μόνο ο ορισμός στις ερμηνευτικές διατάξεις (πιο πάνω).
(γ) Το γεγονός ότι η γνωστοποίηση δεν έγινε από τον Έπαρχον αλλά από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ανατρέπει την πιο πάνω θέση γιατί το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το Ανώτατο Όργανο της Εκτελεστικής εξουσίας.
(δ) Εάν για σκοπούς συζήτησης θεωρήσουμε ότι υπήρξε 'παράλειψις' η παράλειψις είναι τυπική και επουσιώδης και δεν προσκρούει στην ουσία της υπόθεσης που είναι η δημοσίευση της συμπλεγματοποίησης με διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου.
(ε) Επί των διοικητικών πράξεων επικρατεί το τεκμήριον της νομιμότητος. Από το 1990 που έγινε η συμπλεγματοποίηση εξεδόθησαν άπειρες ατομικές διοικητικές πράξεις π.χ. άδειες, φορολογίες κλπ οι οποίες εάν προσβάλλοντο στο Ανώτατο Δικαστήριο θα ακολουθούσε παρεμπίπτον έλεγχος και της εν λόγω Κανονιστικής Πράξης γεγονός το οποίο δεν έγινε.
(στ) Νομολογιακά υποστηρίζεται η θέση ότι και η ίδια η κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής θα μπορούσε να είχε προσβάλει τότε την απόφαση για συμπλεγματοποίηση γιατί ως αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης είχε έννομον συμφέρον. Παραπέμπω στην Αναθεωρητική Έφεση 2156 Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.α. ημερ. 27.2.1998 στην οποία αναγνωρίσθηκε ότι αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης νομιμοποιείται να προσβάλει απόφαση οργάνου Κεντρικής Κυβέρνησης με την οποία επηρεάζεται δυσμενώς ίδιον συμφέρον.
Παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση στην προσφυγή 436/2000 ημερομηνίας 6.7.2001 Δήμος Λάρνακος ν. Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με τη μονάδα αφαλάτωσης όπου έγινε δεκτό ότι ο Δήμος Λάρνακος ενομιμοποιήτο (ασχέτως αν απερρίφθη η υπόθεση) να προσβάλει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου γιατί ως τοπική αρχή είχε λόγο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος της περιοχής.
Άρα καταλήγω ότι κατά τεκμήριον νόμιμα έγινε και νόμιμα διατηρήθηκε σε ισχύ η συμπλεγματοποίηση των δύο Κοινοτήτων.»
Η πιο πάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παραδόθηκε στον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιχωρίου Ορεινής από το Υπουργείο Εσωτερικών. Ταυτόχρονα ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών τον πληροφόρησε ότι «το Υπουργείο Εσωτερικών δεσμεύεται από τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και οι σχετικές ενέργειες του θα διέπονται από το περιεχόμενο της (Βλ. επιστολή του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 17.7.2001 - Παράρτημα 6 στην Προσφυγή).
Η πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών - ημερ. 17.7.2001 - απαντήθηκε με επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερ. 19.7.2001 - Παράρτημα 7 στην προσφυγή. Πληροφόρησαν τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι το αίτημα των αιτητών «υποβλήθηκε προς το Υπουργείο Εσωτερικών και τον 'Επαρχο Λευκωσίας και όχι βέβαια προς τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, η οποία δεν έχει αρμοδιότητα ή εξουσία να εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση σε σχέση με το συγκεκριμένο αίτημα». Ζήτησαν, επίσης, την απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών κατά πόσο εγκρίνει ή απορρίπτει το αίτημα των αιτητών όπως «οι εγκριθείσες στον Προϋπολογισμό του 2001 πιστώσεις για αναπτυξιακά έργα, που αναλογούν στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής για το έτος 2001 και οι οποίες έχουν παγοποιηθεί, χορηγηθούν στο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής, ώστε να είναι σε θέση να προβεί στην εκτέλεση κοινοτικών έργων ανάπτυξης στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής».
Ο Γενικός Διευθυντής με επιστολή του προς τους δικηγόρους των αιτητών ημερ. 25.7.2001 - Παράρτημα 8 - απέρριψε το σχετικό αίτημα. Παραθέτω την επιστολή:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 19.7.2001 και, σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μου με ημερομηνία 17.7.2001, επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι οι εγκριθείσες στον Προϋπολογισμό του έτους 2001 πιστώσεις για αναπτυξιακά έργα στις δύο κοινότητες του Παλαιχωρίου θα συνεχίσουν να χορηγούνται στο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για τη διαχείριση και υλοποίηση των έργων σύμφωνα με τις πρόνοιες της κειμένης Νομοθεσίας.»
Στις 14.8.2001 οι αιτητές άσκησαν την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με την επιστολή των Καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 25.7.2001 και με την οποία απερρίφθη το αίτημα του Αιτητή όπως οι αναλογούσες στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής (ΛΚ36.500,00) από τις συνολικά ΛΚ 73.000,00 εγκριθείσες στον Προϋπολογισμό του 2001 πιστώσεις για την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής και στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Μόρφου, χορηγηθούν στο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής (και όχι στο ούτω καλούμενο 'Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου'), ώστε να προβεί το ίδιο στην εκτέλεση κοινοτικών έργων ανάπτυξης στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής.»
Με μονομερή αίτηση τους της ίδιας ημερομηνίας οι αιτητές ζήτησαν:
«Προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται όπως οι Καθ΄ ων η Αίτηση, από τη στιγμή της επίδοσης σ΄ αυτούς του παρόντος διατάγματος, μη δαπανήσουν και/ή διαθέσουν και/ή χορηγήσουν στο 'Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου' ή σε οποιοδήποτε άλλο όργανο, αρχή ή πρόσωπο και/ή όπως παγοποιήσουν τη χορήγηση και κατακρατήσουν οι ίδιοι τις αναλογούσες στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής (ΛΚ 36.500,00) από τις συνολικά ΛΚ 73.000,00 εγκριθείσες στον Προϋπολογισμό του 2001 πιστώσεις για την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Ορεινής και στην Κοινότητα Παλαιχωρίου Μόρφου, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω Προσφυγής ή μέχρι την έκδοση οποιουδήποτε άλλου διατάγματος του Δικαστηρίου.»
Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα ορίσθηκε στις 17.8.2001 και με οδηγίες του Δικαστηρίου επιδόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση (βλ. ένορκες δηλώσεις επίδοσης Τεκ. Α και Β). Οι τελευταίοι δεν εμφανίσθηκαν κατά την πιο πάνω δικάσιμο και το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της μονομερούς αίτησης στην απουσία τους.
Στην ένορκη δήλωση των αιτητών η οποία υποστηρίζει την αίτηση για προσωρινό διάταγμα προβάλλεται η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη. Η θέση των αιτητών περί έκδηλης παρανομίας στηρίζεται κυρίως στην άποψη τους ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε χωρίς αρμοδιότητα όταν εξέδωσε την πιο πάνω Κ.Δ.Π. 396/90. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση των αιτητών η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, την οποία υιοθέτησαν και επικαλέστηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση για να απορρίψουν το αίτημα των αιτητών, βασίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ή άποψη ότι πριν τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα την 9.7.1999 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν 86(1)/99) τα χωριά Παλαιχώρι Ορεινής και Παλαιχώρι Μόρφου είχαν κηρυχθεί νόμιμα ως «σύμπλεγμα χωριών», με Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 31.12.1990 (Κ.Δ.Π. 396/90), το οποίο «σύμπλεγμα» διοικείτο από το «Συμβούλιο Βελτιώσεως Παλαιχωρίου».
Η πιο πάνω άποψη των καθ΄ ων η αίτηση -συνεχίζει η ένορκη δήλωση - είναι καταφανώς εσφαλμένη, διότι τα χωριά Παλαιχώρι Ορεινής και Παλαιχώρι Μόρφου ουδέποτε κηρύχθηκαν ή υπήρξαν νόμιμα σύμπλεγμα χωριών, αφού ουδέποτε δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας η ρητά προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, Κεφ. 243 Γνωστοποίηση του Επάρχου Λευκωσίας για ένωση των δύο αυτών χωριών σε σύμπλεγμα.
Στην ένορκη δήλωση αναφέρεται, επίσης, ότι το γεγονός ότι η πιο πάνω γνωστοποίηση του Επάρχου για ένωση των συγκεκριμένων δύο χωριών σε σύμπλεγμα ουδέποτε έλαβε χώραν αποτελεί παραδεκτό γεγονός και από τους καθ' ων η αίτηση. Όμως - σύμφωνα με την ένορκη δήλωση - στη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας προβάλλονται οι ισχυρισμοί ότι η ανυπαρξία της σχετικής γνωστοποίησης του Επάρχου συνιστά «τυπική και επουσιώδη παράλειψη» κι ότι η συμπλεγματοποίηση είναι νόμιμη, διότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ως το «Ανώτατο Όργανο της Εκτελεστικής Εξουσίας», είχε δικαίωμα να ασκήσει το ίδιο την πιο πάνω αρμοδιότητα του Επάρχου Λευκωσίας και να διενεργήσει την ένωση των δύο συγκεκριμένων χωριών σε σύμπλεγμα, η οποία ένωση επιτεύχθηκε με σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 31.12.1990 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Κ.Δ.Π. 39
6/90).Οι πιο πάνω απόψεις των καθ΄ ων η αίτηση - συνεχίζει η ένορκη δήλωση - έρχονται σε καταφανή αντίθεση με τη βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου και της Νομολογίας ότι «αρμοδιότητα που ανατίθεται σε ένα
όργανο δεν δύναται νόμιμα να ασκηθεί από άλλο όργανο (έστω και ανώτερο ιεραρχικά), εκτός αν το αρμόδιο όργανο μεταβιβάσει ή εκχωρήσει την αρμοδιότητα του σε άλλο όργανο και νοουμένου ότι ο νόμος επιτρέπει ρητά την τέτοια μεταβίβαση ή εκχώρηση». Στην προκειμένη περίπτωση - καταλήγει το σχετικό μέρος της ένορκης δήλωσης - όχι μόνο ο νόμος δεν επιτρέπει τέτοια μεταβίβαση ή εκχώρηση αρμοδιότητας, αλλ΄ ούτε καν ο Έπαρχος Λευκωσίας προέβη με οποιαδήποτε απόφαση του στη μεταβίβαση ή εκχώρηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητάς του προς το Υπουργικό Συμβούλιο.Οι πιο πάνω θέσεις των αιτητών, όπως περιέχονται στην ένορκη δήλωση τους, αναπτύχθηκαν και προφορικά από το συνήγορο τους κατά την ακροαματική διαδικασία της 17.8.2001.
Για να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα χρειάζεται η συνδρομή δυο προϋποθέσεων: (α) έκδηλη παρανομία της πράξης και (β) ανεπανόρθωτη ζημιά (Βλ. Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου, Α.Ε. 3090/1.3.2001, Moyo and Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345 και Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).
Στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση της Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την σημασία της έκδηλης παρανομίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης 'προφανής παρανομία'. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων
. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και 'Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:'For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.'
Σε μετάφραση
:'Για να ενεργήσει το δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν αμφισβητούμενα γεγονότα.'
Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,
'Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ...'
Σε μετάφραση
:'Ανκαί το τί αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά ορισθεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.'
Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας
Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:'For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable.'
Σε μετάφραση
:'Για να θεωρηθεί μια παρανομία έκδηλη πρέπει να είναι εξόφθαλμη και σαν τέτοια αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσημη.'
Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία."
(Βλ. και Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, 240
).'Εχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (Βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)
).Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η έκδηλη παρανομία συνίσταται από την ανάληψη αρμοδιότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο - κατά την έκδοση της Κ.Δ.Π. 396/90 - η οποία ανήκει στον 'Επαρχο.
Αποτελεί πάγια νομολογημένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι ένα ιεραρχικά ανώτερο όργανο δεν μπορεί να αναλάβει την θεσμική αρμοδιότητα η οποία έχει ανατεθεί σε υφιστάμενο όργανο του (Βλ.
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Malais and Others v. Republic (1966) 3 C.L.R. 444, 459, Araouzos and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 287, 300, Κυριακόπουλος «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Τόμος 2, σελ. 35 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 104: «Την αρμοδιότητα, ήτις ειδικώς ανετέθη εις ωρισμένον όργανον δεν δύναται εξ άλλου ν' ασκήση αντ' αυτού, ούτε ο ιεραρχικώς προϊστάμενος τούτου, άνευ ρητής αντιθέτου διατάξεως ...».Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν οι θέσεις που έχουν παρατεθεί στην σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (βλ. σελ. 3-4, πιο πάνω). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η θέση που προβάλλεται με την παραγ. (στ) της γνωμάτευσης, σύμφωνα με την οποία οι αιτητές θα μπορούσαν να προσβάλουν την πιο πάνω Κ.Δ.Π. 396/90 κατά το χρόνο της έκδοσης της. 'Ερεισμα για αυτή τη δυνατότητα προσφέρεται από τη νομολογία στην οποία αναφέρεται η γνωμάτευση και από τις υποθέσεις Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, 97, 98 και Kanika Hotels Ltd κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169. Στην Δημητριάδης (πιο πάνω) κρίθηκε ότι πράξεις που θίγουν ευθέως τα συμφέροντα των αιτητών μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή κάτω από το άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές δεν έχουν προσβάλει με προσφυγή την πιο πάνω Κ.Δ.Π. 396/90.
Εν όψει των όσων αναφέρονται στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και των νομολογηθέντων στις υποθέσεις Δημητριάδης και Kanika Hotels Ltd (πιο πάνω) θεωρώ ότι η ισχυριζόμενη παρανομία δεν είναι εξόφθαλμη και σαν τέτοια αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσημη. Επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλη. 'Επεται πως δεν έχει ικανοποιηθεί η προϋπόθεση της έκδηλης παρανομίας. Επίλυση του σχετικού νομικού ζητήματος στο στάδιο αυτό στην απουσία πλήρους επιχειρηματολογίας και από τις δύο πλευρές θα αποτελούσε σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα (βλ. Οικονομίδης, πιο πάνω).
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε η προϋπόθεση της ανεπανόρθωτης ζημιάς. 'Εχει νομολογηθεί (βλ. Rodat v. Republic (1988) 3 C.L.R. 937, 942) ότι μπορεί να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα οσάκις υπάρχει σαφής απόδειξη ανεπανόρθωτης ζημιάς η οποία πρέπει να εξειδικεύεται στα δικόγραφα με σαφή τρόπο (Βλ. και Βασίλειος Σκουρής «Η δικαστική αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων», Τρίτη έκδοση, σελ. 62: «Η ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη αυτή βλάβη πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να αποδεικνύεται από τον αιτούντα ή να συνομολογείται από τη διοίκηση»).
Οι ισχυρισμοί περί ανεπανόρθωτης ζημιάς φαίνονται στις παραγ. 7 και 8 της ένορκης δήλωσης των αιτητών. Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο τους ότι η ανεπανόρθωτη ζημιά θα προκύψει γιατί τα σχετικά κονδύλια θα δαπανηθούν για έργα - στην κοινότητα των αιτητών - από αναρμόδια πρόσωπα. Δεν εξειδικεύεται όμως ποιά θα είναι η ανεπανόρθωτη ζημιά που θα προκύψει αν τα σχετικά κονδύλια δαπανηθούν από αναρμόδια πρόσωπα. 'Επεται πως οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει με τον τρόπο που απαιτείται από τη νομολογία ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά. Κατά συνέπεια δεν συντρέχει ούτε η προϋπόθεση της ανεπανόρθωτης ζημιάς.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση για προσωρινό διάταγμα δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι στρέφεται κατά αρνητικής πράξεως της διοικήσεως. Είναι δε νομολογημένο ότι δεν μπορεί να ανασταλεί με προσωρινό διάταγμα αρνητική διοικητική πράξη (Βλ. Artemiou (No. 2) v. Republic (1966) 3 C.L.R. 562, 569, Goulelis v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 583, Trykomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403, Rodat (πιο πάνω), σελ. 942, Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση 1994, παραγ. 502, Βασίλειος Σκουρής, πιο πάνω, σελ. 48 και Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 'Εκδοσις Τρίτη, σελ. 424: «Η θετικότης της διοικητικής πράξεως, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωσις, αποτελεί την αντικειμενικήν προϋπόθεσιν της περί αναστολής αιτήσεως. Δια τούτο: αίτησις αναστολής κατά ρητής έστω, αλλά αρνητικής πράξεως της διοικήσεως μηδέ κατά το γράμμα του νόμου συγχωρείται, μηδέ λογικώς είναι νοητή, ως επαγομένη, εάν εγίνετο δεκτή, τον εξαναγκασμόν της διοικήσεως, όπως προβή εις ενέργειαν τινα, τουθ' όπερ αντιφάσκει προς την έννοιαν της αναστολής.»).
Στην παρούσα υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρνητική γιατί με αυτή έχει απορριφθεί συγκεκριμένο αίτημα των αιτητών. Δεν μπορεί, επομένως, να τύχει αναστολής.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Δ.
/ΕΑΠ.