ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 591/99, 940/00 και 945/00
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 591/1999
ΜΕΤΑΞΥ
:Σωφρόνη Πατσαλίδη, από τη Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
από τη Λευκωσία
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
Υπόθεση Αρ. 940/2000
ΜΕΤΑΞΥ
:Λάμπρου Οικονομίδη
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
Υπόθεση Αρ. 945/2000
ΜΕΤΑΞΥ
:Γεώργιου Χατζησέργη
Αιτητή
- και -
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
7 Σεπτεμβρίου, 2001
Για τον αιτητή στην 591/99 : κα Ε. Βουρκίδου για κ. Χρίστο Πατσαλίδη.
Για τον αιτητή στην 940/00 : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τον αιτητή στην 945/00 : κ. Γ. Παπαντωνίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Α. Παπασάββας Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κα Α. Νικολετοπούλου για κ. Ευστάθιο
Ευσταθίου.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές στις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 16.12.1998, με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος ΄Αδωνις Χριστοφή στη μόνιμη θέση Εξεταστή Τελωνείων 1ης τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τελωνεία, από 15.1.
1999.Η θέση είναι θέση προαγωγής και η Επιτροπή, επειδή είχε παρέλθει η προθεσμία των τεσσάρων μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 29(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996, και η αρμόδια αρχή είχε παραλείψει να υποβάλει πρόταση για πλήρωσή της, αποφάσισε δυνάμει του άρθρου 29(3) του Νόμου, να προχωρήσει στην πλήρωση της εν λόγω κενής θέσης, χωρίς πρόταση της αρμόδιας αρχής.
Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 16.12.1998, ο Διευθυντής Τελωνείων σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή. Μετά την αποχώρησή του η Επιτροπή κατέληξε, ύστερα από μελέτη των ενώπιόν της στοιχείων, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψήφιων και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή. Η προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 19.2
.1999.Οι αιτητές προσβάλλουν τη σύσταση του Διευθυντή και ισχυρίζονται ότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη. Προβάλλεται ωσαύτως ο ισχυρισμός ότι η σημαντική αρχαιότητα του αιτητή Σωφρόνη Πατσαλίδη στην υπόθεση υπ΄αρ. 591/99, παραγνωρίστηκε. Ο Πατσαλίδης είχε προαχθεί στη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού, 2ης τάξης την 1.10.1986, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.12.1990.
Από τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 940/2000 Λάμπρο Οικονομίδη, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι θυματοποιήθηκε λόγω της εργασίας που εκτελούσε. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ο Διευθυντής προετοιμάστηκε παράνομα και χωρίς γνώση του ποίοι είναι οι προσοντούχοι, χωρίς να έχει στη διάθεσή του τους φακέλους και χωρίς να γνωρίζει ποίοι θα εκρίνοντο από την Επιτροπή ως προσοντούχοι. Μάλιστα, συνεχίζει ο αιτητής, πήρε απόψεις από προϊστάμενους, οι οποίοι επίσης δεν γνώριζαν ποίοι θα εκρίνοντο προσοντούχοι, ώστε να εκφέρουν απόψεις μόνο γι΄ αυτούς. Σημειώνεται τέλος από τον ίδιο αιτητή, ότι οι φάκελοι των προσοντούχων που ο Διευθυντής επικαλέστηκε, δόθηκαν σ΄ αυτόν για πρώτη φορά λίγα λεπτά μετά την επιλογή από την Επιτροπή των προσοντούχων, με αποτέλεσμα η μελέτη τους να είναι πρόχειρη. Υποστηρίζεται τέλος ότι οι πληροφορίες που πήρε ο Αναπληρωτής Διευθυντής δεν καταγράφηκαν για να τύχουν ελέγχου ως προς το περιεχόμενό τους.
Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 945/2000 Γεώργιος Χατζησέργης, ισχυρίζεται ότι η υπεροχή του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, φαίνεται ότι δεν απασχόλησε καθόλου την Επιτροπή. Ο Χατζησέργης υπερτερεί του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, γιατί κατέχει πτυχίο Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μεταπτυχιακό δίπλωμα. Τέλος έχει βαθμολογία απολυτηρίου Γυμνασίου με άριστα.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας ως προς την επιλογή του καταλληλότερου να προαχθεί.
Θα ασχοληθώ πρώτα με τον ισχυρισμό του Πατσαλίδη, αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 591/99, για πλήρη παραγνώριση της σημαντικής του αρχαιότητας στην προηγούμενη θέση Τελωνειακού Λειτουργού 2ης τάξης.
Η αρχαιότητα είναι ένα από τα τρία κριτήρια για προαγωγή και η σημασία της δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Η Επιτροπή στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας πρέπει να ενεργεί με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια, και η αρχαιότητα μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του προϊστάμενου, όταν οι υποψήφιοι είναι ισότιμοι σε αξία (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71
).Το επιχείρημα του Πατσαλίδη ευσταθεί. Η βαθμολογία του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους στις υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τα πέντε τελευταία χρόνια ήταν η ίδια, ενώ αμφότεροι κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Σε μια τέτοια περίπτωση η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, δε μπορεί να παραγνωριστεί χωρίς αιτιολογία. Η προτίμηση του Διευθυντή σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει επίσης να δικαιολογείται. Δεν θέλω να πω ότι σε κάθε περίπτωση που δύο υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία και προσόντα και ο ένας προηγείται σε αρχαιότητα θα πρέπει απαρεγκλήτως να συστήνεται και επιλέγεται τελικά ο αρχαιότερος. ΄Ομως, δεδομένου ότι και η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα κριτήρια που θέτει ο νόμος, η μη επιλογή του θα πρέπει να αιτιολογείται πειστικά. Διαφορετική αντιμετώπιση, κατά τη γνώμη μου, θα εξανέμιζε τη διάκριση του προϊστάμενου να επιλέξει και συστήσει τον κατά τη γνώμη του καταλληλότερο, υποχρέωση που πηγάζει από το Νόμο, θα καθιστούσε δε τη σύσταση μηχανική επιλογή. Στην περίπτωση του Πατσαλίδη καμιά απολύτως αιτιολογία για παραγνώριση της αρχαιότητάς του δεν δόθηκε, ούτε από το Διευθυντή, αλλά ούτε και από την Επιτροπή.
Οι άλλες δύο προσφυγές (οι υπ΄ αρ. 940/2000 και 945/2000) θα πρέπει να απορριφθούν. Η σύσταση του Διευθυντή δεν φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων. Αντίθετα βρίσκει έρεισμα σε αυτούς. Το γεγονός πως, τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και οι αιτητές, βαθμολογήθηκαν ως εξαίρετοι στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, κάτι που αποτελεί πλέον σύνηθες φαινόμενο στη Δημόσια Υπηρεσία, δεν σημαίνει πως αποκλείεται ο Διευθυντής να ξεχωρίζει κάποιο υποψήφιο που έχει μεν την ίδια αξιολόγηση με άλλους, αλλά υποστηρίζεται με πειστικότητα η καταλληλότητά του (βλέπε Κουζουλή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 65/94, ημερ. 3.3.1995
).Τα οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα που διέθεταν κάποιοι από τους αιτητές, δεν αποδεικνύουν υπεροχή, αφού ακόμα και ο Διευθυντής, ορθά, απέδωσε σ΄ αυτά οριακή μόνο σημασία, μια και δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και συνιστούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. ΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι τα πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται γενικά υπ΄ όψιν μόνο αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, άλλως έχουν περιθωριακή μόνο σημασία (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 609
).Δεν είναι εξάλλου βάσιμος ο ισχυρισμός ότι οι αιτητές θυματοποιήθηκαν λόγω του είδους της εργασίας που εκτελούσαν. Η μόνη σχετική αναφορά στην οποία προβαίνει ο Διευθυντής είναι πολύ γενική και σκοπό έχει να δείξει την καταλληλότητα του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι υπερτονίστηκαν τα καθήκοντα που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος με αποτέλεσμα τη θυματοποίηση των άλλων, ουδόλως ευσταθεί.
Τέλος θα εξετάσω τον ισχυρισμό ότι ο Διευθυντής προετοιμάστηκε παράνομα και χωρίς γνώση του ποίοι ήταν οι προσοντούχοι. Το θέμα έχει επανειλημμένα αντιμετωπιστεί σε σωρεία αποφάσεων του Δικαστηρίου (βλέπε μεταξύ άλλων Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 701/99, ημερ. 14.5.2001
, Αγαπίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1470/99, ημερ. 16.3.2001). Ισχυρισμός ότι η μελέτη των φακέλων ήταν πρόχειρη θα πρέπει να υποστηρίζεται με απτά στοιχεία. Το τεκμήριο της κανονικότητας που λειτουργεί, δεν φαίνεται να ανατρέπεται ούτε στην παρούσα υπόθεση (Kousoulides and Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438, Παναγίδου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 126/99, ημερ. 21.4.2000).Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν εύλογα επιτρεπτή όσον αφορά τους Χατζησέργη και Οικονομίδη και ελήφθη ύστερα από δέουσα έρευνα, είναι δε αιτιολογημένη με επάρκεια. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε την ίδια αξιολόγηση με τους δύο ρηθέντες αιτητές κατά τα πέντε τελευταία χρόνια, όλοι διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κατά τέσσερις και έξι μήνες αρχαιότερο, διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή η οποία, όπως είδαμε πιο πάνω, δεν πάσχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, και συνεπώς η απόφαση
της Επιτροπής δεν μπορεί να ελεγχθεί ως λανθασμένη.Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή υπ΄ αρ. 591/99 επιτυγχάνει και η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 940/2000 και υπ΄ αρ. 945/2000 απορρίπτονται, αλλά κάτω από τις περιστάσεις αποφάσισα να μη επιδικάσω οποιαδήποτε έξοδα.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ