ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 777
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 205/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Mαρίας Βρυωνίδου, από τη Λεμεσό
Αιτήτριας
- και -
1. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου
2. Διοικητικού Συμβουλίου Αρχής Ραδιοτηλεόρασης
Κύπρου, Κυριάκου Μάτση 16, Eagle Star House,
1
ος όροφος, ΛευκωσίαΚαθ΄ων η αίτηση
_____________
7 Σεπτεμβρίου, 2001
Για την αιτήτρια : κα Πρ. Μιχαήλ.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ρ. Πετρίδου, Ανωτ. Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
H αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει ακύρωση απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 2.11.1999, με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λειτουργού Ραδιοτηλεόρασης. Οι καθ΄ων η αίτηση είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ιδρύθηκε με τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο του 1998, Ν.7(1)/98. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(2) των περί Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (΄Οροι Πρόσληψης και Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του
1999, Κ.Δ.Π. 35/99.Μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της προκήρυξης των τριών κενών θέσεων, υποβλήθηκαν συνολικά 171 αιτήσεις. ΄Υστερα από ετοιμασία του κατάλογου των υποψήφιων που κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα, οι καθ΄ων η αίτηση (στο εξής αναφερόμενοι ως «η Αρχή»), αποφάσισαν να απαιτήσουν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(2), όπως οι υποψήφιοι παρακαθήσουν σε γραπτή εξέταση, ορίζοντας ταυτοχρόνως ότι όσοι επιτύχουν σ΄ αυτή άνω των 50/100 μονάδων, κληθούν και σε προφορική εξέταση.
Στη γραπτή εξέταση που πραγματοποιήθηκε στις 4.9.1999, προσήλθαν για εξέταση ογδόντα τρεις, τριάντα τρεις από τους οποίους βαθμολογήθηκαν άνω του ορίου των 50 μονάδων και κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη.
Τελικά η Αρχή αφού εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία και την κατοχή από υποψήφιους μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα σχετιζόμενα με τις δραστηριότητες της Αρχής ή τη δημόσια διοίκηση ή τη διοίκηση επιχειρήσεων που αποτελούσε πλεονέκτημα, επέλεξε ως επικρατέστερους δώδεκα υποψήφιους, δέκα από τους οποίους διέθεταν το πλεονέκτημα. Η αιτήτρια δεν περιλαμβανόταν στον πιο πάνω κατάλογο. Στη συνέχεια τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη επιλέγηκαν ως καταλληλότεροι και τους προσφέρθηκε διορισμός.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Αρχή παρέλειψε να προβεί σε έρευνα ως προς το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής και αγγλικής, καθώς και της δεύτερης ξένης γλώσσας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά τη γνώση της αγγλικής και της δεύτερης ξένης γλώσσας, οι υποψήφιοι δεν εξετάστηκαν ως προς την ικανότητά τους στον προφορικό λόγο και έκφραση. Η αιτήτρια προβάλλει και αριθμό άλλων λόγων στους οποίους θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ορθά στο δοκίμιο της γραπτής εξέτασης περιελήφθη άσκηση προς διαπίστωση του επίπεδου γνώσης της αγγλικής ή άλλης επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που οι υποψήφιοι δήλωσαν ότι κατέχουν. Η αιτήτρια είχε δηλώσει, εκτός από πολύ καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής, μέτρια γνώση της τουρκικής, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος
Μαρίνα Γιαννικούρη, είχε δηλώσει, εκτός από την άριστη γνώση της ελληνικής και αγγλικής και μέτρια γνώση της ισπανικής.Στην προφορική εξέταση υποβλήθηκαν στους υποψήφιους ερωτήσεις πάνω σε θέματα που αφορούσαν τη γνώση του αντικείμενου των αρμοδιοτήτων της Αρχής, την ενημέρωσή τους πάνω στη ραδιοτηλεοπτική και πολιτιστική επικαιρότητα, την προσωπικότητα, κρίση, τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, καθώς και την ικανότητα επικοινωνίας.
Υποστηρίκτηκε επίσης ότι οι γραπτές εξετάσεις δεν κάλυψαν τα θέματα που αποφασίστηκε να εξεταστούν σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής, όπως φαίνεται στο πρακτικό υπ΄ αρ. 31/99, ενώ η απόφαση για διορισμό δύο επιτροπών που απαρτίζονταν από μέλη της Αρχής για διόρθωση των γραπτών δεν ήταν ορθή. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι η βαθμολογία που δόθηκε σε κάθε επιμέρους θέμα δεν υπήρξε αντικειμενική.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η παράλειψη της Αρχής να εξετάσει τους υποψήφιους κατά την προφορική συνέντευξη σε σχέση με την ικανότητά τους στη γνώση πέραν της ελληνικής και οποιασδήποτε άλλης επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που ο κάθε υποψήφιος είχε δηλώσει ότι γνωρίζει, συνιστά έλλειψη δέουσας έρευνας, ουσιώδη παρατυπία και κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας που οδηγεί σε ακύρωση.
Ισχυρίζεται ακόμα ότι δεν ελήφθη υπ΄ όψιν ότι υπερτερούσε έναντι ενός εκάστου και όλων των ενδιαφερομένων μερών, σε προσόντα και πείρα. Ειδικότερα ότι δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι επιδόσεις της, τόσο στη γραπτή εξέταση, όσο και στην προφορική συνέντευξη. Αναφέρει ότι είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και εργάστηκε για περισσότερο από ένα χρόνο στο τμήμα διεθνών σχέσεων συγκεκριμένου κόμματος και σε τηλεοπτικό σταθμό στο τμήμα ελέγχου ταινιών, ως υπεύθυνη ελέγχου ταινιών.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας μονοετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα δημοσιογραφίας ή δημόσιων σχέσεων ή μαζικής επικοινωνίας ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε συγκεκριμένα θέματα αποτελεί πλεονέκτημα.
Η αιτήτρια παραπονείται ότι η Αρχή αποφάσισε ότι, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πλεονέκτημα της πείρας και του μεταπτυχιακού διπλώματος, η ίδια δεν είχε βεβαίωση της πείρας της.
Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος 1 κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα που μπορούσε να θεωρηθεί πλεονέκτημα. ΄Οσον αφορά το πλεονέκτημα ως προς την πείρα που η Αρχή δέκτηκε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 2 και 3 κατείχαν, εισηγείται ότι το μοντάρισμα ταινιών και η παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων με τα οποία ασχολούνταν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, δεν αποτελούν πείρα σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης.
Ο ισχυρισμός για παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας θα πρέπει να απορριφθεί. Η Αρχή βεβαιώθηκε, ύστερα από έρευνα, ότι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. ΄Εχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η αναγκαιότητα για έρευνα προκύπτει όταν δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια της γνώσης μιας γλώσσας (Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 973/93, ημερ. 2.10.1996, Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Κούλη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2384, ημερ. 22.12.1999
).Στην παρούσα υπόθεση τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν σπουδάσει στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εύλογα η Αρχή θεώρησε ότι το γεγονός αυτό αποδείκνυε την επάρκεια γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Αντίθετα για την αιτήτρια, που είναι πτυχιούχος Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν ίσχυε το πιο πάνω τεκμήριο και συνεπώς έπρεπε να υποβληθεί, τόσο σε γραπτή, όσο και προφορική εξέταση, για να διαπιστωθεί το επίπεδο της γνώσης της.
΄Οπως έχει ορθά αναφερθεί (Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, σελ. 552, παραγρ. 762
) «όρια από την πλευρά του προσφεύγοντος, τόσο κατά την ακύρωση, όσο και κατά την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξεως, θέτει η απαγόρευση της reformatio in peius: Επειδή η προσφυγή χορηγείται από τον νόμο για την προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί κατ΄ αρχήν το δικαστήριο με την απόφασή του να χειροτερεύσει την θέση του προσφεύγοντος.» Στην Ελλάδα η πιο πάνω απαγόρευση προκύπτει και από νομοθετική πρόβλεψη.Στο πρακτικό ημερ. 2.11.1999 φαίνεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι η αιτήτρια δεν διέθετε κανένα από τα δύο πλεονεκτήματα, ούτε μεταπτυχιακό δίπλωμα, ούτε πείρα.
Η ίδια ισχυρίζεται ότι διέθετε το πλεονέκτημα της πείρας, γιατί είχε εργαστεί στο τμήμα ελέγχου ταινιών συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού. Προς απόδειξη τούτου επικαλείται αντίγραφο της επιστολής του τερματισμού των υπηρεσιών της, με το οποίο εφοδίασε τον πρόεδρο της Αρχής. Η επιστολή, η οποία, εν πάση περιπτώσει, φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης, αποδεικνύει ότι η εργοδότηση της αιτήτριας στο συγκεκριμένο σταθμό διήρκεσε μόλις είκοσι μέρες.
Η αιτήτρια ισχυρίστηκε επίσης ότι έχει επιδειχθεί έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας γιατί θα έπρεπε η διόρθωση των γραπτών να γίνει από ανεξάρτητα πρόσωπα και όχι από τα ίδια τα μέλη της Αρχής, ιδιαίτερα αφού και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη είχαν προσληφθεί ως έκτακτοι υπάλληλοι στο διάστημα που μεσολάβησε πριν την τελική απόφαση της Αρχής.
Ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε απλός ισχυρισμός, χωρίς να υποστηρικτεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί. Ουδέν έχει παρουσιαστεί που να τον συγκεκριμενοποιεί.
Ο χαρακτηρισμός δε από την αιτήτρια της επαγγελματικής σχέσης των μελών της Αρχής και των ενδιαφερομένων μερών ως ιδιάζουσας, χαρακτηρισμός τον οποίο για να εξηγήσει και ερμηνεύσει κατέφυγε και σε λεξικό ελληνικής γλώσσας, δεν αντέχει ούτε και στην ελαφρότερη κριτική.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι ισχυρισμοί περί επηρεασμού της κρίσης των μελών του αποφασίζοντος οργάνου θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα και από τα γεγονότα που προκύπτουν από τα σχετικά έγγραφα, είτε από ασφαλή συμπεράσματα που συνάγονται από τέτοια γεγονότα (βλέπε Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ.2) (1991) 4 Α.Α.Δ. 3778, 3785). Η αιτήτρια ούτε κατ΄ ελάχιστον κατόρθωσε να προσκομίσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιστατικό ή στοιχείο που να θεμελιώνει τον ισχυρισμό της.
Απόφαση διορισμού ή προαγωγής δεν ακυρώνεται, αν έχει ληφθεί σύμφωνα με το νόμο και ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του αποφασίζοντος οργάνου με τη δική του, εκτός αν αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιτυχόντα υποψήφιου (
HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041).Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη ή οποιανδήποτε υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Η απόφαση της Αρχής ήταν εύλογα επιτρεπτή και ελήφθη ύστερα από δέουσα έρευνα, είναι δε πλήρως αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Φρ. Νικολαίδης
Δ.
/ΜΔ