ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 799
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 159/1999
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Θεόδωρου Χατζηθεωρή, από την Πάφο
9;Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 12 Σεπτεμβρίου, 2001.Για τον αιτητή: Ε. Μαρκίδου (κα).
Για την καθ΄ης η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:-
"Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η Αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτούντα ταχυδρομικώς με την επιστολή ημερομηνίας 22.12.98, με την οποία έχει αποφασισθεί η απόσυρση της πλήρωσης των κενών θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, οι οποίες είχαν προκηρυχθεί την 3.4.98, φωτοαντίγραφο της επιστολής επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α΄, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η Αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτούντα ταχυδρομικώς με την επιστολή ημερομηνίας 22.12.98, με την οποία έχει αποφασισθεί να επαναπροκηρυχθούν και/ή έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.12.98 νέα προκήρυξη των κενών θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.".
Πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού με έγγραφό του, που φέρει αριθμό 104/97 και ημερομηνία 19.1.98 διαβίβασε στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας έγκριση, για πλήρωση δύο κενών θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. (Παράρτημα Α΄ στην Ένσταση)
Στις 21.1.98 η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων που είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. (Παράρτημα Β΄ στην Ένσταση) Υπέβαλαν αιτήσεις 11 πρόσωπα μεταξύ των οποίων και ο αιτητής.
Στις 20.3.98 με έγγραφό του, που φέρει τον ίδιο όπως πιο πάνω αριθμό 104/97, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού διαβίβασε εκ νέου στον προαναφερόμενο Πρόεδρο της Ε.Ε.Υ. άλλη έγκριση, για την πλήρωση άλλων δύο θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. (Παράρτημα Δ΄ στην Ένσταση)
Η προκήρυξη αυτών των θέσεων που είναι και πάλι πρώτου διορισμού και προαγωγής αποφασίστηκε από την Επιτροπή στις 24.3.98. Ακολούθησε σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. (Παράρτημα Ε΄ στην Ένσταση) Αυτή τη φορά υπέβαλαν αιτήσεις 9 πρόσωπα μεταξύ των οποίων και ο αιτητής.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1999, κατάλογος όλων των υποψηφίων και των δύο ανωτέρω προκηρύξεων, μαζί με τις αιτήσεις τους, τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων καθώς και αντίγραφο των δημοσιεύσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, διαβιβάστηκαν από το Γραμματέα της Επιτροπής στον Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. (Παραρτήματα Γ΄ και Στ΄ στην Ένσταση)
Ακολούθως, στις 19.3.98, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιροπής διαβίβασε στην καθ΄ης η αίτηση την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (για τις θέσεις που προκηρύχθηκαν στις 21.1.1998) (Παράρτημα Ζ΄ στην Ένσταση) Η Επιτροπή αφού μελέτησε την εν λόγω έκθεση παρατήρησε ότι σ΄ αυτήν δεν έχει καταχωρηθεί η αξία των υποψηφίων. Με βάση αυτό το δεδομένο αποφάσισε:-
(α) να ζητήσει από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να ετοιμάσει νέα έκθεση στην οποία να καταχωρηθούν οι βαθμολογίες των υποψηφίων και να αιτιολογήσει την κρίση της ότι η αξία των υποψηφίων που πληρούν τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι περίπου ίση.
(β) να ενημερώσει τους υποψηφίους ότι ζητήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να αναρτήσει νέα έκθεση για τις εν λόγω θέσεις, και
(γ) ενόψει της ακύρωσης του διορισμού του κου. Θεοκλή Κουγιάλη (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1546 - Προσφυγή αρ. 647/90), να ζητήσει γνωμοδότηση κατά πόσο η με αναδρομική ισχύ προαγωγή του αιτητή στην παρούσα προσφυγή Θεόδωρου Χατζηθεωρή μπορεί να υπολογιστεί στα τρία χρόνια εκπαιδευτικής υπηρεσίας που απαιτούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης. Ο κ. Θεόδωρος Χατζηθεωρής προήχθηκε στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης αναδρομικά από 1.9.94, μετά την επανεξέταση πλήρωσης θέσεων που ακυρώθηκαν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 22.11.95. Η απόφαση της Επιτροπής φέρει ημερ. 12.2.96. (Τα υπό αναφορά στοιχεία φαίνονται στο Παράρτημα Η΄ της Ένστασης)
Στη συνέχεια, στις 15.6.98 η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε επιστολή στην καθ΄ης η αίτηση με τα πρόσθετα στοιχεία που είχαν ζητηθεί από την τελευταία. (Παράρτημα Ι΄ στην Ένσταση) Τρεις μέρες αργότερα στις 18.6.98 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αποφάσισε να ζητήσει από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να ενσωματώσει τα εν λόγω πρόσθετα στοιχεία στην έκθεσή της και να την αναρτήσει εκ νέου. (Παράρτημα Θ΄ στην Ένσταση)
Στις 23.9.98 η Επιτροπή αποφάσισε να μην προωθήσει περαιτέρω τη διαδικασία πλήρωσης ανάμεσα σε άλλες θέσεις και των θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας των οποίων περιορίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως από όλους που κατέχουν τα άλλα προσόντα της θέσης και υπηρετούν σε άλλο κλάδο εκπαίδευσης. (Παράρτημα ΙΑ΄ στην Ένσταση)
Στις 26.11.98 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού με έγγραφό του προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ζήτησε την απόσυρση της έγκρισης πλήρωσης των τεσσάρων θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης που είχαν εγκριθεί όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, με τις επιστολές του ιδίου ημερομηνίας 19.1.98 και 20.3.98 αντίστοχα, και επαναπροκήρυξή τους μαζί με άλλες δύο θέσεις ώστε να πληρωθούν και οι έξι θέσεις με μια διαδικασία. Η απόσυρση της διαδικασίας πλήρωσης των υπό αναφορά θέσεων κρίθηκε αναγκαία γιατί με την προκήρυξη και των δύο νέων κενών θέσεων περιορίζετο ουσιαστικά η επιλογή μεταξύ των ίδιων προτεινομένων υποψηφίων. (Παράρτημα ΙΒ΄ στην Ένσταση)
Στις 8.12.98 η Επιτροπή αποφάσισε να δεχθεί την εισήγηση για απόσυρση των αναφερθέντων στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο θέσεων, και την επαναπροκήρυξή τους μαζί με άλλες δύο θέσεις, προέβη δε σε σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Παράρτημα ΙΕ΄ στην Ένσταση). Με βάση δε την απόφασή της αυτή, η Επιτροπή, με επιστολή της ημερομηνίας 22.12.98 ενημέρωσε τον αιτητή για το θέμα.
Όπως έχει ήδη προαναφερθεί ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση με βάση τις προκηρύξεις της Επιτροπής ημερ. 21.1.98 και 24.3.98 και είχε περιληφθεί στους καταλόγους που είχε διαβιβάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή και στις δύο διαδικασίες.
Προδικαστικές Ενστάσεις
Α. Έννομο Συμφέρον
Η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε στη γραπτή της αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις πράξεις ή/και αποφάσεις της καθ΄ης η αίτηση. Αναφερόμενη δε στη νομολογία, παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Matsoukari v. Republic (1986) 3 CLR 1469, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο διαφοροποιώντας την υπόθεση αυτή από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Τatianos Georghiou v. The Republic (1965) 3 CLR 177 και Zachariades v. The Republic (1981) 3 CLR 124 και κατ΄ έφεση Zachariades v. The Republic (1984) 3 CLR 1193, αποφάνθηκε ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να αποσύρει την πρότασή της για πλήρωση μιας θέσης, δε θίγει κατ΄ αρχήν το έννομο συμφέρον των υποψηφίων για τη θέση, εκτός αν η διαδικασία για πλήρωση της κενής θέσης προχώρησε σε τέτοιο σημείο, όπως για παράδειγμα, στο σημείο επιλογής υποψηφίου ώστε η απόσυρση να μπορεί να θεωρηθεί βάσιμα ότι ματαίωσε το διορισμό ή την προαγωγή ενός προσώπου. Είναι εισήγησή της δε ότι η πιο πάνω αρχή πρέπει να τύχει εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με αυτά των πιο πάνω αποφάσεων.
Η δικηγόρος του αιτητή στην απαντητική της αγόρευση αντικρούοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό, επισημαίνει τα εξής:-
Ο αιτητής μέσα από μια καθόλα νόμιμη διαδικασία σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 35Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί, είχε ήδη συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για προαγωγή μεταξύ άλλων πέντε υποψηφίων, για δύο θέσεις τόσο στη μια διαδικασία, όσο και στην άλλη. Ενόψει δε του περιορισμένου αυτού αριθμού των καταλληλότερων υποψηφίων (6 στο σύνολο) που περιλαμβάνοντο στους τελικούς καταλόγους που είχαν καταρτιστεί και αποσταλεί στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, οι πιθανότητες του για προαγωγή ήσαν αυξημένες, αν όχι βέβαιες. Δύο από τους έξι υποψηφίους θα προάγοντο στα πλαίσια της πρώτης διαδικασίας, οπότε ουσιαστικά για τη δεύτερη διαδικασία θα παρέμεναν μόνο τέσσερις.
Με την απόσυρση όμως των σχετικών προκηρύξεων και την επαναπροκήρυξη άλλων νέων έξι θέσεων οι εν λόγω πιθανότητες εξανεμίστηκαν. Με τη νέα προκήρυξη θα δικαιούνταν να διεκδικήσουν τη θέση νέοι υποψήφιοι, οι οποίοι είχαν καταστεί υποψήφιοι κατά τη νέα αυτή προκήρυξη, αλλά δεν ήσαν προσοντούχοι υποψήφιοι (π.χ. δεν είχαν τα τρία χρόνια πείρα στη θέση Διευθυντή που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης), πριν τις δύο προηγούμενες προκηρύξεις. Επομένως, καταλήγει η εισήγηση της ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή, υπάρχει αναντίλεκτα έννομο συμφέρον από μέρους του αιτητή στην προσβολή των πράξεων ή/και αποφάσεων της καθ΄ης η αίτηση.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθιερώσει την αρχή ότι, η ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος που πλήττεται ευθέως με την πράξη που προσβάλλεται αποτελεί προϋπόθεση άσκησης της προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος.
Όπως δε έχει λεχθεί και στην Α.Ε. 1738, ημ. 27.2.98, "Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί μόνο αν ο αιτητής κατέχει άμεσο ενεστώς συγκεκριμένο έννομο συμφέρον. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος δημιουργεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ενώ αντίθετα ανυπαρξία του στερεί από το Δικαστήριο την εξουσία να ασχοληθεί με την προσφυγή. Το βάρος δε απόδειξης της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος φέρει ο αιτητής (Makrides v. Republic (1967) 3 CLR 147)".
"Για να δικαιούται να ασκήσει διοικητική προσφυγή ο αιτητής θα πρέπει να έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης".
"Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν (Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 184/92, ημερ. 15.7.1992)".
Το έννομο δε αυτό συμφέρον πρέπει να υπάρχει και στα τρία ουσιώδη στάδια της διαδικασίας: (α) κατά το χρόνο λήψης της επίδικης πράξης, (β) κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, και (γ) κατά τη δίκη (Βλέπε: Φρειδερίκου Τσολάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 689/90, ημερ. 29.11.91). Στην παρούσα υπόθεση, η όλη διαδικασία, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, είχε φτάσει στο σημείο του καταρτισμού του τελικού καταλόγου των υποψηφίων από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την υποβολή αυτού στην ΕΕΥ. Ο αιτητής συγκαταλέγετο ανάμεσα στους εν λόγω υποψηφίους και στις δύο διαδικασίες. Δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία, ούτε είχε αποφασιστεί η επιλογή του. Δεν θα θεωρούσα επομένως ότι με την απόσυρση των σχετικών προκηρύξεων υπέστη βλάβη στην όλη σταδιοδρομία του ούτε ότι η βλάβη αυτή ήταν βεβαία. Δεν ματαιώθηκε σίγουρη προαγωγή του. Είχε απλά πολύ καλές πιθανότητες προαγωγής ενόψει του περιορισμένου αριθμού των υποψηφίων που περιλαμβάνοντο στους προαναφερόμενους καταλόγους που είχε ετοιμάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Με βάση λοιπόν αυτά τα δεδομένα θα συμφωνούσα με την εισήγηση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής στερείται άμεσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος. Η απόσυρση της πρότασης της αρμόδιας αρχής έγινε στα αρχικά στάδια της διαδικασίας. Τυγχάνει επομένως πλήρους εφαρμογής η απόφαση στην υπόθεση Matsoukari v. Republic (1986) 3 CLR 1469. Ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Β. Εκτελεστή διοικητική πράξη
Η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε στη γραπτή της αγόρευση και δεύτερη προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας. Αναφερόμενη δε στη νομολογία παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Βογιατζής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 3925, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση κενής θέσης, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά το αναγκαίο διάβημα στην έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης. Βάσει δε της εν λόγω απόφασης υποστηρίζει ότι στην παρούσα υπόθεση η απόσυρση της σχετικής πρότασης από την αρμόδια αρχή για πλήρωση των κενών θέσεων Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης δεν έχει δημιουργήσει οιαδήποτε έννομα αποτελέσματα τα οποία να θίγουν τα συμφέροντα του αιτητή, καθότι είναι επίσης νομολογημένο ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν εκ του νόμου δικαίωμα προαγωγής αλλά προσδοκία, που συναρτάται από την αξιοσύνη τους, που κρίνεται από το αρμόδιο κατά νόμο όργανο σύμφωνα με το νόμο και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, και τις ευκαιρίες που παρέχει η υπηρεσία (Βλ. Βογιατζής, ανωτέρω).
Ο αιτητής δεν είχε επιλεγεί για προαγωγή αλλά είχε κι΄ αυτός όπως και οι υπόλοιποι συνυποψήφιοί του προσδοκία προαγωγής. Επομένως, καταλήγει η εισήγηση της, η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας.
Από την άλλη, η ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών πρόβαλε τις πιο κάτω θέσεις:-
"Η επίδικη απόφαση αποτελούσε ουσιαστικά όχι ακύρωση προκήρυξης αλλά ανάκληση της όλης διαδικασίας Προαγωγών. Σε οποιοδήποτε στάδιο και αν είχε φτάσει η διαδικασία αυτή η ανάκλησή της αποτελεί εκτελεστή ανάκληση ενόψει του γεγονότος ότι επρόκειτο για διαδικασία που απολήγει σε έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης. Από την όλη διαδικασία - επιλογή προσοντούχων, ανάρτηση στον πίνακα συστηθέντων, προθεσμία για υποβολή ενστάσεων - είχαν δημιουργηθεί δικαιώματα στους υποψηφίους που είχαν συστηθεί και οι οποίοι ανέμεναν πλέον την τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. Εφόσον λοιπόν σύμφωνα με τη νομολογία χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής απόφασης είναι η δημιουργία, τροποποίηση ή ανάκληση δικαιωμάτων με τη μονομερή δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου, αποτελεί εισήγησή μας, συνεχίζει, ότι η παρούσα αποτελεί μία καθ΄ όλα εκτελεστή απόφαση με την οποία το διοικητικό όργανο ανακαλεί και/ή καταργεί μία πραγματική κατάσταση από την οποία απέρρευσαν δικαιώματα".
Το ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση της καθ΄ης η αίτηση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η νομολογία μας είναι πλούσια επί του θέματος. Καθοδηγούμενη από τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές.
Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α.Ι. Τάχου, 4η Έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεσή της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή/και υποχρεώσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι ότι με τη δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170 - Βλ. επίσης και Λοΐζου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 413/96, ημ. 25.2.97 και Ιδιωτικά Φροντιστήρια Κυπριανού Λτδ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 26/97, ημ. 31.10.97).
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής, δεδομένου ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η προνοούμενη από το σχετικό νόμο διαδικασία, είχε προσδοκία επιλογής. Δεν είχε επιλεγεί για προαγωγή. Η απόσυρση δηλαδή των σχετικών προκηρύξεων δεν είχε ως συνέπεια να πληγεί σίγουρη προαγωγή του. Δεν δημιούργησε οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα τα οποία να θίγουν συμφέροντά του. Θα συμφωνούσα λοιπόν με την εισήγηση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ενόψει και των όσων έχουν νομολογηθεί στην υπόθεση Βογιατζή (ανωτέρω) ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ενόψει της απόφασής μου επί των δύο προδικαστικών ενστάσεων που εξετάστηκαν δεν θα θεωρούσα αναγκαία τη μελέτη της ουσίας της υπόθεσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/Επσ