ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1245/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και 28.

Ιωάννης Φάκας,

Αιτητής,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 3.9.01

Για τον αιτητή: κ. Α. Αργυριάδης για κ. Α. Ευτυχίου

Για την καθ΄ης η αίτηση: κα Μ. Σπηλιωτοπούλου

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ) η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 19.7.99 και αφορούσε απόρριψη της ένστασης του εναντίον απόφασης της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) να μην τον συμπεριλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνονται για προαγωγή στις θέσεις Βοηθών Διευθυντών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης.

Η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε, κατόπιν διαβήματος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, την προκύρυξη με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, 51 κενών θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, ανάμεσα στις οποίες και 7 για την ειδικότητα των Μαθηματικών. Ο αιτητής κατείχε κατά την ημερομηνία της προκηρύξεως, μόνιμη θέση καθηγητή Μαθηματικών. Κατάλογος με τα ονόματα όλων των υποψηφίων μαζί με τις αιτήσεις και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων διαβιβάστηκαν στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης ως Πρόεδρο της οικείας Σ.Ε. Ανάμεσα στους υποψηφίους περιλαμβανόταν και ο αιτητής.

Ο Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης διαβίβασε με έγγραφό του προς την Ε.Ε.Υ την έκθεση της Σ.Ε. μαζί με κατάλογο στον οποίον περιλαμβάνονταν 21 ονόματα υποψηφίων τους οποίους θεώρησε η Σ.Ε. ως καταλληλότερους για προαγωγή στη θέση Βοηθού Διευθυντή για την ειδικότητα των Μαθηματικών. Το όνομα του αιτητή δεν περιλαμβανόταν στους συστηθέντες. Λαμβάνοντας γνώση του πιο πάνω καταλόγου, ο αιτητής υπέβαλε, με επιστολή του ημερομηνίας 24.6.99, προς την Ε.Ε.Υ ένσταση, επικαλούμενος το γεγονός ότι οι μονάδες αρχαιότητας του τον καθιστούσαν σε θέση υπεροχής έναντι των συστηθέντων και ως εκ τούτου είχε τη γνώμη ότι άδικα αποκλείστηκε. Η Ε.Ε.Υ απέρριψε την πιο πάνω ένσταση, ενημερώνοντας σχετικά τον αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 19.7.99, η οποία ουσιαστικά αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Η καθ΄ης η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά προπαρασκευαστική πράξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας και συνακόλουθα δεν υπόκειται σε αναθεώρηση. Δεν έχει δίκαιο. Σύμφωνα με τη νομολογία, εκτελεστές θεωρούνται οι πράξεις ή αποφάσεις οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα για τους διοικούμενους, δηλαδή συνιστούν, μεταβάλλουν ή καταργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή υπό την έννοια ότι, ο αποκλεισμός του από τον κατάλογο του στέρησε τη δυνατότητα της διεκδίκησης προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή. Ήταν απόφαση καθοριστική για τις διεκδικήσεις του, εφόσον επηρέασε δυσμενώς το έννομο συμφέρον του. Εμπεριέχει επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση το στοιχείο της εκτελεστότητας και σαν τέτοια υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. Σταθερή είναι η νομολογιακή γραμμή στο ζήτημα, όπως τονίστηκε εντελώς πρόσφατα στην Πρόδρομος Χατζόγλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 2810, ημερ. 13.7.2001, στη σελ.5:

"Εκτελεστή είναι η απόφαση οποία είναι παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων. Έχει (η απόφαση) αυτά τα χαρακτηριστικά εφόσον είναι καθοριστική για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διοικούμενου, ο οποίος μπορεί να την προσβάλει με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον πλήττεται δυσμενώς το έννομό του συμφέρον. Η απόφαση των εφεσιβλήτων, στην προκείμενη περίπτωση, που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η απόφαση είναι καθοριστική για τις διεκδικήσεις του εφεσείοντος, κατόχου των προσόντων που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας για να διοριστεί στη θέση Επίκουρου Καθηγητή. Με την επίδικη απόφαση κρίνεται ως ακατάλληλος για διορισμό. Με την προσφυγή του ζητά αναθεώρηση της επίδικης διοικητικής απόφασης προς διαπίστωση της νομιμότητάς της την οποία ο ίδιος αμφισβητεί. Αντίθετα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι, ο εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να το πράξει, ως διαπιστώνουμε κατ΄έφεση."

Κατ΄ακολουθία, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω του ότι αντίκειται στο Νόμο 10/69 όπως τροποποιήθηκε (περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας).

Εισηγείται ότι με την επίδικη απόφαση παραβιάζονται τα άρθρα 35Β και 76 του πιο πάνω Νόμου, με τα οποία ρυθμίζονται θέματα διαδικασίας πλήρωσης θέσεων προαγωγής, το άρθρο 14(η) του Ν. 97/97 όπως τροποποιήθηκε, (περί Συντάξεων), με τον οποί προβλέπεται ο υπολογισμός της συντάξιμης υπηρεσίας, καθώς και ο Κανονισμός 12(2)(γ) των Περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών - Κ.Δ.Π. 382/97. Κατά τον αιτητή η ένσταση του εναντίον της απόφασης αποκλεισμού του από τον κατάλογο υποψηφίων για προαγωγή απορρίφθηκε διότι κακώς και παράνομα δεν υπολογίστηκε για σκοπούς αρχαιότητας η χρονική περίοδος από 1.2.1980 μέχρι 22.4.1993 κατά την οποίαν τελούσε εκτός υπηρεσίας για λόγους δημόσιου συμφέροντος, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου που ανακλήθηκε μεταγενέστερα. Είναι βασικά η θέση του αιτητή ότι οι πρόνοιες του Περί Συντάξεων Νόμου 97/97 δεν έχουν πεδίο εφαρμογής στη προκείμενη περίπτωση εφόσον αποσκοπούν στη ρύθμιση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και όχι στην αποτίμηση και υπολογισμό της αρχαιότητας για σκοπούς προαγωγών. Επιπρόσθετα, εισηγείται ο αιτητής ότι τα δικαιώματα του δεν μπορούν να επηρεαστούν με αναδρομική εφαρμογή του πιο πάνω Νόμου εφόσον δεν προκύπτει από το κείμενο του η ύπαρξη αναδρομικής ισχύος. Τέλος, ο αιτητής επικαλείται ως λόγο ακυρότητας την έλλειψη δέουσας έρευνας και συνακόλουθα την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα ως συνέπεια του εσφαλμένου κατά την άποψή του υπολογισμού της ακριβούς περιόδου υπηρεσίας του και των μονάδων αρχαιότητάς του από την Ε.Ε.Υ. Χαρακτηρίζει ως εκ τούτου την προσβαλλόμενη απόφαση ως μη δεόντως αιτιολογημένη εφόσον δεν δόθηκε, όπως υποστηρίζει, επαρκής αιτιολογία για τον τρόπο υπολογισμού της υπηρεσίας και αρχαιότητάς του, ούτε εξηγήθηκε ο αποκλεισμός του από τον κατάλογο. Θέτει παράλληλα ο αιτητής ζήτημα υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους της Ε.Ε.Υ., υποστηρίζοντας ότι αποκλείστηκε αυθαίρετα από τον κατάλογο υποψηφίων παρόλο που η συνολική βαθμολογία του τού έδινε το δικαίωμα διεκδίκησης προαγωγής.

Η καθ΄ης η αίτηση απορρίπτει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν καθ΄όλα νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη. Ορθά κατά την άποψή της εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Ν. 97/97, οι οποίες προβλέπουν ότι, η χρονική περίοδος κατά την οποίαν πρόσωπο που απολύθηκε λόγω πειθαρχικού παραπτώματος διατελούσε εκτός υπηρεσίας, δε θα λογίζεται για σκοπούς προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας. Είναι δε η θέση της ότι η Ε.Ε.Υ κατέληξε στην επίδικη απόφαση μετά από δέουσα έρευνα και εφαρμόζοντας ορθά το Νόμο, αιτιολογώντας μάλιστα την κρίση της στην απάντηση που έδωσε στον αιτητή απορρίπτοντας την ένστασή του.

Η απάντηση επί της ενστάσεως αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε και έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

"Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερ. 24.6.99, με την οποία υποβάλλετε ένσταση για την έκθεση και τον κατάλογο των υποψηφίων που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή σε σχέση με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα όσα επικαλείσθε, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και όλα τα ενώπιον της έγγραφα και στοιχεία, αποφάσισε να σας πληροφορήσει με τα ακόλουθα.

2. Η ένστασή σας δε γίνεται δεκτή γιατί το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφαση του με αριθμό 18769 ημερ. 31.8.80, αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών σας για το δημόσιο συμφέρον από 1.2.1980. Παρόλον ότι η Απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου έχει ανακληθεί με την Απόφαση του με αριθμό 39204 ημερ. 22.4.1993 σύμφωνα με το άρθρο 14(η) του Περί Συντάξεων Νόμου του 1977 (Ν97(1)/97), σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασης) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης."

Έχω μελετήσει με προσοχή τους φακέλους που συνοδεύουν την υπόθεση. Πράγματι με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είχαν τερματιστεί οι υπηρεσίες του αιτητή από 1.2.1980 για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επέστρεψε στην θέση του καθηγητή στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία μετά από νέα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και ανέλαβε καθήκοντα την 4.4.1994.

Το περιεχόμενο της επιστολής με την οποία η Ε.Ε.Υ πληροφόρησε τον αιτητή για τους λόγους απόρριψης την ένστασης είναι σαφέστατο. Γίνεται επίκληση του άρθρου 14(η) του Ν. 97/97. Σ΄αυτό προβλέπεται ότι:

"(η) ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασης) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης."

Το άρθρο 13 του ίδιου Νόμου εισάγει τη διάκριση μεταξύ "θεμελιωτικής" και "συντάξιμης" υπηρεσίας:

"13(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου περίοδος που δε λογίζεται ως θεμελιωτική υπηρεσία δε λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία.

(2) Εκτός αν άλλως πως ειδικά προνοείται στο Νόμο, καμιά περίοδος κατά την οποία ο υπάλληλος δε βρισκόταν στην κρατική υπηρεσία δε λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της θεμελιωτικής ή συντάξιμης υπηρεσίας."

Είναι προφανές ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να μην υπολογίσουν για σκοπούς αρχαιότητας τη χρονική περίοδο κατά την οποίαν ο αιτητής βρισκόταν εκτός υπηρεσίας έχει έρεισμα στο Νόμο, ο οποίος παράλληλα διευκρινίζει ότι η σχετική πρόνοια ισχύει, ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα σε οποιοδήποτε άλλο Νόμο. Εισάγεται δηλαδή αποκλειστική ρύθμιση για την περίπτωση όπου κάποιο πρόσωπο το οποίο απολύθηκε για πειθαρχικό παράπτωμα επαναπροσλαμβάνεται στην κρατική υπηρεσία. Αυτό συνέβη στην παρούσα προσφυγή. Η περίοδος κατά την οποίαν ο αιτητής βρισκόταν εκτός υπηρεσίας δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ούτως ώστε να του προσδώσει μονάδες αρχαιότητας. Δεν φαίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πιο πάνω νομοθετική πρόβλεψη δεν έχει πεδίο εφαρμογής σε περιπτώσεις διαδικασίας υπολογισμού αρχαιότητας για προαγωγή. Η ρυθμιζόμενη κατάσταση είναι απόλυτα σαφής. Το γεγονός ότι περιέχεται σε νομοθέτημα το οποίο τιτλοφορείται ως ο περί Συντάξεων Νόμος δεν αποκλείει την εφαρμογή των σχετικών προνοιών στην περίπτωση αποτίμησης της αρχαιότητας για σκοπούς προαγωγής εκπαιδευτικών λειτουργών. Το επιχείρημα που προβάλλεται εκ μέρους του αιτητή ότι η επίμαχη διάταξη (άρθρο 14(η) του Ν. 97/97) δεν έχει αναδρομική ισχύ κρίνεται ως άτοπο. Δεν πρόκειται εδώ για αναδρομική εφαρμογή. Ο Νόμος εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία επιλογής των καταλληλοτέρων για προαγωγή υποψηφίων. Κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο καταρτισμού του σχετικού καταλόγου βρισκόταν σε ισχύ και ρύθμιζε τα θέματα υπολογισμού υπηρεσίας η νομοθετική πρόβλεψη που προαναφέρθηκε. Οι νομοθετικές διατάξεις που εισηγείται ο αιτητής, δηλαδή τα άρθρα 35Β και 76 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, δεν άπτονται του κρίσιμου ζητήματος του υπολογισμού ή όχι για σκοπούς αρχαιότητας της χρονικής περιόδου κατά την οποίαν κρατικός λειτουργός που απολύθηκε λόγω πειθαρχικού παραπτώματος και επαναπροσλήφθηκε μεταγενέστερα, τελούσε εκτός υπηρεσίας. Ούτε η επίκληση του Κανονισμού 12(2)(γ) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 382/97) ενισχύει τη θέση του αιτητή. Η σχετική πρόβλεψη αφορά διακοπή υπηρεσίας λειτουργού για λόγους που προφανώς δεν περιλαμβάνουν την απόλυση λόγω πειθαρχικής παράβασης. Το θέμα ρυθμίζεται κατ΄αποκλειστικότητα στο Ν. 97/97 όπως προαναφέρθηκε.

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν πλάνης ή χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας. Οι καθ΄ων η αίτηση κατέληξαν στην απόφαση τους αφού έλαβαν υπόψη όλα τα αναγκαία στοιχεία και παράγοντες. Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αντανακλάται η ύπαρξη της αναγκαίας για την στήριξη της νομιμότητας της τελικής απόφασης, έρευνας (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Δ σελ.3). Η αριθμητική αποτίμηση της αρχαιότητας των υποψηφίων έγινε ύστερα από μελέτη των προσωπικών φακέλων. Κάτω από το ίδιο πρίσμα φαίνεται να εξετάστηκε και η ένσταση του αιτητή. Η Ε.Ε.Υ εύλογα την απέρριψε στηριζόμενη στις πρόνοιες του Ν. 97/97 που προαναφέρθηκε. Πληροφόρησε ακολούθως τον αιτητή με επιστολή της στην οποία φαίνεται ξεκάθαρα και εμπεριστατωμένα ο λόγος που η ένσταση του δεν έγινε δεκτή. Η αιτιολογία ήταν στην περίπτωση αυτή επαρκής και σαφέστατη. Επομένως η επίδικη απόφαση η οποία είχε ως νομικό έρεισμα το άρθρο 14(η) του Ν. 97/97 δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο