ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 860/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

 

ΜΕΤΑΞΥ:

CHE MANUFACTURERS LTD., από τη Λευκωσία,

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,

Καθ'ων η αίτηση

----------------------------

13 Αυγούστου 2001

Για τους Αιτητές: κ. Αντ. Παπαντωνίου.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα προσφυγή εξετάζει την ορθότητα υιοθέτησης από τον Εφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας των προνοιών του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (αρ. 246/90), για τον καθορισμό του οφειλόμενου από την αιτήτρια εταιρεία φόρου προστιθέμενης αξίας.

 

(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια εταιρεία διεξάγει εργασίες βιομηχανίας ειδών ένδυσης στην Παλλουριώτισσα. Ο Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (καθ'ου η αίτηση) ύστερα από έλεγχο για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων της αιτήτριας, θεώρησε πως οι φορολογικές δηλώσεις που η τελευταία υπέβαλε για την περίοδο μεταξύ 1/7/92 - 31/7/96 ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα και παραλείψεις. Συγκεκριμένα η αιτήτρια κατά παράβαση του άρθρου 25(1) του Ν. 246/90 παρέλειψε να υποβάλει έγκαιρα τις φορολογικές της δηλώσεις και να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο αναφορικά με τις εμπορικές συναλλαγές που είχε πραγματοποιήσει κατά την πιο πάνω φορολογική περίοδο. Ως αποτέλεσμα ο Εφορος της απέστειλε στις 12/5/99 επιστολή με την οποία την πληροφορούσε ότι λόγω των παραλείψεων της είχε προβεί σε κατ' εκτίμηση βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Ν. 246/90. Παράλληλα κάλεσε την αιτήτρια όπως εξοφλήσει το συνολικό ποσό των £6.624,40 όπως αυτό προέκυπτε σε συνημμένη αναλυτική κατάσταση οφειλόμενου χρέους.

 

(Β) ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Εφόρου ισχυριζόμενη ότι η επίδικη απόφαση,

(1) Συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου,

(2) Πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας,

(3) Πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας,

(4) Πάσχει γιατί ο Εφορος αντί να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του ευχέρεια, προχώρησε στη χρησιμοποίηση της μεθόδου του υπολογισμού του φόρου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90.

 

(i) Η απόφαση συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου με την έννοια ότι δεν αναφέρει τον τρόπο και τη μέθοδο υπολογισμού του επιβληθέντος φόρου κατά τρόπο που θα καθιστούσε δυνατό το δικαστικό έλεγχο της ορθότητας της απόφασης. Σύμφωνα με την αιτήτρια τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 34(1) εφόσον υπήρχαν στην περίπτωση αυτή τα αναγκαία έγγραφα και στοιχεία τα οποία παραγνωρίσθηκαν, με αποτέλεσμα τον αυθαίρετο υπολογισμό του καταβλητέου φόρου.

Οι καθ'ων η αίτηση απορρίπτουν τον πιο πάνω ισχυρισμό και επικαλούμενοι πρόσφατη νομολογία εισηγούνται ότι ο Εφορος ενομιμοποιείτο να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 34(1) εφόσον συνέτρεχε μία εκ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για να προβεί αυτός σε βεβαίωση φόρου. Η προϋπόθεση που πληρώθηκε ήταν κατά την άποψη των καθ'ων η παράλειψη της αιτήτριας να υποβάλει τις απαιτούμενες από το Νόμο φορολογικές δηλώσεις.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η αιτήτρια παρέλειπε συστηματικά να υποβάλλει έγκαιρα τις φορολογικές της δηλώσεις και να καταβάλλει τον οφειλόμενο φόρο, όπως είχε υποχρέωση με βάση το άρθρο 25(1) του Ν. 246/90 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5(α) του Ν. 52/92). Σε επτά περιπτώσεις που αφορούσαν φορολογικές περιόδους τριμηνίας, η αιτήτρια είτε παρέλειπε να υποβάλλει έγκαιρα τις δηλώσεις της και να καταβάλλει τους οφειλόμενους φόρους, είτε υπέβαλλε τη δήλωση εκπρόθεσμα, με αποτέλεσμα να της επιβάλλεται η καταβολή χρηματικών επιβαρύνσεων, πρόσθετων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκων. Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 34(1) του Ν. 246/90 είναι σαφέστατη και δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας της απόφασης του Εφόρου. Στη σχετική διάταξη ορίζονται τα ακόλουθα:

"34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Εφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Εφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό."

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Εφορος είχε νόμιμο έρεισμα να προβεί στη βεβαίωση του φόρου εφόσον η αιτήτρια παρέλειψε να συμμορφωθεί προς τις νομοθετικές της υποχρεώσεις. Συνέτρεχε δηλαδή η πρώτη προϋπόθεση ενεργοποίησης των εξουσιών του Εφόρου αφού υπήρξε παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι υπήρχαν στοιχεία, αρχεία και έγγραφα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη από τον Εφορο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (A.E. 2621 της 20/11/2000),

"Ο Φ.Π.Α. εναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2421, ημερ. 24.1.2000. Βλέπε επίσης Fine Art Developments plc v. Customs and Excise Commissioners (1996) 1 All E.R. 888).

Οπως επισημαίνεται στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) ο Εφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, αν ο φορολογούμενος παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή όταν ο Εφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα.

Ο Εφορος νομιμοποιείται να ασκήσει τις εξουσίες του αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του άρθρου 34(1), ενώ ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Εφορο είναι να υπολογίσει τον οφειλόμενο φόρο "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Στον Εφορο παρέχεται διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του."

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ορθά ο Εφορος προέβηκε σε κατ' εκτίμηση βεβαιώσεις φόρου λόγω της συστηματικής παράλειψης υποβολής των φορολογικών δηλώσεων εκ μέρους της αιτήτριας. Οι βεβαιώσεις τροποποιούνταν αναλόγως όταν η αιτήτρια υπέβαλλε καθυστερημένα και μετά από τις σχετικές ειδοποιήσεις τις φορολογικές της δηλώσεις.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(ii) Ελλειψη δέουσας έρευνας

Η αιτήτρια εισηγείται ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας. Ειδικότερα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι τα συμπεράσματα του Εφόρου αναφορικά με τις εισπράξεις και το φόρο εκροών είναι αυθαίρετα αφού βασίστηκαν σε υποθετικούς υπολογισμούς. Επιπρόσθετα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι καθ'ων η αίτηση έπρεπε να εξετάσουν όλες τις περιόδους και κάθε μια από αυτές αυτοτελώς προτού προβούν στη βεβαίωση του φόρου, επικαλούμενη προς τούτο την απόφαση TYRIMOS TAVERN RESTAURANT LTD v. Δημοκρατίας (Προσφυγή 110/96 της 27/2/98).

Οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υποβλήθηκε καθυστερημένα η δήλωση, η κατ' εκτίμηση βεβαίωση φόρου αναθεωρήθηκε σύμφωνα με τη δήλωση που υποβλήθηκε και έτσι η επιβολή του φόρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυθαίρετη, αλλά σύμφωνη με τα στοιχεία που παρουσίασε η αιτήτρια εταιρεία.

Τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου υποστηρίζουν τη θέση του Εφόρου. Οπου η φορολογική δήλωση τριμηνίας υπεβλήθηκε καθυστερημένα, ο Εφορος προέβηκε σε αναθεώρηση των οφειλόμενων ποσών. Αυτό έγινε για τις περιόδους 1/11/92-31/1/93, 1/8/93-31/10/93, 1/5/96-31/7/96. Οσον αφορά τις φορολογικές περιόδους για τις οποίες δεν είχαν υποβληθεί φορολογικές δηλώσεις οι καθ'ων απαντούν ότι νόμιμα ο Εφορος προέβηκε σε βεβαίωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Ν. 246/90 εφόσον δεν υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία ενώπιον του. Η σχετική νομοθετική πρόβλεψη και η νομολογία υποστηρίζουν τη θέση των καθ'ων. Δεν καθιερώνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη μεθοδολογία υπολογισμού του φόρου σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της δήλωσης. Το άρθρο 34(1) προσφέρει σε τέτοια περίπτωση τη δυνατότητα στον Εφορο να "βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του ....." Οπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2421 της 24/1/2000),

"Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα υποβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι ο υπολογισμός του οφειλόμενου φόρου από τον Εφορο έγινε με τον ορθό τρόπο.

Εχουμε ήδη αποφασίσει ότι ορθά ενεργοποιήθηκε το άρθρο 34(1) του νόμου που δίδει την εξουσία στον Εφορο να προβεί σε βεβαίωση του φόρου. Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης συνάγεται το συμπέρασμα ότι η βεβαίωση είναι πράξη προσδιορισμού του οφειλόμενου φόρου. Δεν καθορίζεται στη νομοθεσία τρόπος ή μέθοδος υπολογισμού του φόρου. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Εφορο είναι να προβεί στην πράξη υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Εφορο να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου με βάση βέβαια τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιόν του.

Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του όρου "κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του" μπορούμε να αντλήσουμε από την αγγλική νομολογία επί του θέματος και ειδικότερα από τις αυθεντίες: Van Boeckel (πιο πάνω) και Argosy v. Inland Revenue Commissioner (1971) 1 W.L.R. 514.

Σύμφωνα με την Van Boeckel "αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις της διάταξης είναι ότι ο Εφορος θα εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του και να καταλήξει σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό που ο Εφορος μπορεί εύλογα να ενεργήσει δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιόν του."

Στην Argosy κρίθηκε ότι από τη στιγμή που διαμορφώνεται εύλογη άποψη ότι υπάρχει υποχρέωση κατ' ανάγκη πρέπει να ακολουθηθεί διαδικασία πιθανολόγησης σε σχέση με το ποσό της υποχρέωσης."

 

Ετσι και στην παρούσα υπόθεση η απόφαση του Εφόρου βασίσθηκε στο υλικό που είχε ενώπιον του. Φαίνεται ότι ο Εφορος άσκησε την κρίση του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και σύμφωνα με τις αρχές που εισήγαγε η πιο πάνω νομολογία. Η υποχρέωση αποκάλυψης όλων των στοιχείων για τον προσδιορισμό των καταβλητέων φορολογικών ποσών βρίσκεται στους ώμους των φορολογουμένων. Οπως έχει τονισθεί στην απόφαση Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (πιο πάνω),

"Η υποχρέωση που έχει κάθε φορολογούμενος για αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις, όπως τονίστηκε από τη νομολογία (Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Scarparis v. Republic, Υποθ. Αρ. 632/88, ημερ. 20.3.1990), ισχύει πολύ περισσότερο, λόγω της φύσης της φορολογίας, στις περιπτώσεις του φόρου προστιθέμενης αξίας."

 

Η εισήγηση ότι ο Εφορος όφειλε να εξετάσει όλες τις περιόδους αυτοτελώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η απόφαση TYRIMOS TAVERN RESTAURANT LTD v. Δημοκρατίας (Προσφυγή 110/96 της 27/2/98) πάνω στην οποία η αιτήτρια βασίζει την εισήγηση της, ανατράπηκε κατ' έφεση. Η Ολομέλεια τονίζοντας την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του φόρου εισοδήματος και του Φ.Π.Α. αποφάνθηκε στην Mignon Restaurant Ltd v. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2584 της 12/1/2001) ότι,

"Το θέμα έχει οριστικά κριθεί από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 2621 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd., ημερ. 20/11/2000, η οποία υιοθέτησε τις παραπάνω πρωτόδικες αποφάσεις. Παράλληλα προέβη σε διαφοροποίηση μεταξύ του Φ.Π.Α. και άλλων φορολογιών, υποδεικνύοντας τις μεταξύ τους διαφορές και επισημαίνοντας ότι:

"ο Φ.Π.Α. δεν βαρύνει ουσιαστικά την επιχείρηση, αλλά τα πρόσωπα που συναλλάσσονται μ' αυτήν και η επιχείρηση ενεργεί στην πραγματικότητα ως εμπιστευματοδόχος του κράτους προς είσπραξη του οφειλομένου ποσού."

Θα μπορούσαμε, απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, να παραθέσουμε απόσπασμα από την απόφαση αγγλικού εφετείου στην υπόθεση Don Pasquale (a firm) v. Customs & Excise Commissioners (1990) S.T.C. 556 στη σελ. 562, που ισχυροποιεί την προσέγγιση μας. Στην ανάλογη εκείνη περίπτωση το εφετείο αποφάνθηκε:

"There is no doubt on the authorities that though the administration of value added tax is normally dealt with by quarterly accounting and by the challenge of each quarter's accounts as necessary separately, the Crown has power to make a global assessment of tax due for a period which aggregates a number of prescribed accounting periods."

 

 

(iii) Ελλειψη αιτιολογίας

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Πιο συγκεκριμένα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει αντίφαση στη σχετική απόφαση, αφού με την απόφαση της 12/5/99 η επιβολή της φορολογίας των £6.624,40 υπολογίστηκε με βάση τις δηλώσεις της αιτήτριας σε δύο κατ' εκτίμηση βεβαιώσεις ενώ στην ένσταση τους οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο υπολογισμός έγινε με βάση το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90. Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από την επίδικη απόφαση της 12/5/99 που σχετίζεται άμεσα με την εισήγηση που υποβλήθηκε:

"Από την εξέταση των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η Υπηρεσία Φ.Π.Α. προκύπτει ότι έχετε υποβάλει τις φορολογικές σας δηλώσεις μόνο για τις περιόδους που φαίνονται στο Μέρος Α της συνημμένης κατάστασης χρέους αλλά εξακολουθείτε να οφείλετε ποσό ύψους £1.473,68 που αναλύεται στο ίδιο μέρος της εν λόγω κατάστασης.

2. Πληροφορείστε επίσης ότι, λόγω παράλειψης ή/και άρνησής σας να υποβάλετε φορολογικές δηλώσεις για τις περιόδους που αναγράφονται στο Μέρος Β της συνημμένης κατάστασης χρέους (αρ. δηλώσεων 2) έχω προβεί σε κατ' εκτίμηση βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου ύψους £625,89 ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 34 των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 1990 έως 1994.

3. Παρά το γεγονός ότι για όλα τα αναγραφόμενα ποσά έχετε ήδη ενημερωθεί με τα διάφορα έντυπα που σας έχει αποστείλει η Υπηρεσία Φ.Π.Α., σας παραχωρείται μια ύστατη ευκαιρία για συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις σας προτού προχωρήσω στη λήψη δραστικών μέτρων εναντίον σας.

4. Ετσι καλείστε όπως ξοφλήσετε εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής το οφειλόμενο ποσό συνολικού ύψους £6.624,40, όπως αυτό αναλύεται στη συνημμένη κατάσταση χρέους."

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει ότι η εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού ο Εφορος αιτιολογεί τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στη σχετική απόφαση του. Επιπρόσθετα τα στοιχεία που περιέχονται στο φάκελο της υπόθεσης προσφέρουν τη δυνατότητα εξέτασης και αξιολόγησης των στοιχείων που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης.

Η εισήγηση για την ύπαρξη αντίφασης είναι εξίσου απορριπτέα. Το ποσό των £6.624,40 είναι το συνολικό ποσό του οφειλόμενου φόρου. Μέσα στο πιο πάνω ποσό συμπεριλαμβάνεται και το ποσό των £625,89 που αντιπροσωπεύει τη φορολογία για τις δύο φορολογικές περιόδους για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν φορολογικές δηλώσεις.

 

(iv) Ο Εφορος αντί να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του ευχέρεια προχώρησε στην υιοθέτηση του υπολογισμού του φόρου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90

Η αιτήτρια εταιρεία ισχυρίζεται ότι ο Εφορος αντί να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του ευχέρεια για τον καθορισμό του φόρου με βάση όλα τα στοιχεία που είχε θέσει ενώπιον του η αιτήτρια, προχώρησε στην υιοθέτηση της μεθοδολογίας που προβλέπει το άρθρο 34(1) του Νόμου, που εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου παρέχονται ελλιπή στοιχεία.

Οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι εφόσον δεν είχαν καταχωρηθεί φορολογικές δηλώσεις για συγκεκριμένες περιόδους, ο Εφορος θα μπορούσε να προβεί σε κατ' εκτίμηση βεβαιώσεις φορολογίας με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του από προηγούμενες φορολογικές περιόδους.

Η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ορθή. Ο Εφορος μπορούσε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90, να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά την κρίση του. Στην παρούσα περίπτωση ο Εφορος για τις περιόδους 1/11/92-31/1/93 και 1/8/93-31/10/93 δεν είχε οποιαδήποτε στοιχεία ενώπιον του, αφού η αιτήτρια εταιρεία παρέλειψε να προβεί στις σχετικές δηλώσεις. Ετσι ο Εφορος είχε υποχρέωση να προβεί σε κατ' εκτίμηση βεβαίωση με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία από προηγούμενες φορολογικές περιόδους, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου. Η απόφαση του Εφόρου κάτω από τις περιστάσεις ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο