ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1469/99

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

      1. Μαρίας Αγαπίου από Λευκωσία
      2. Καίτης Καραπατάκη από Λευκωσία

Αιτητριών< /P>

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 28.6.2001

Για τις αιτήτριες: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: κα Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος

της Δημοκρατίας.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: κ. Α. Κωνσταντίνου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή οι αιτήτριες ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση με την οποία προήγαγε, από τις 15.8.1999, τη Στέλλα Γούνναρη και την Ευφροσύνη Στυλιανού στη μόνιμη θέση Ανώτερης Στενογράφου (Τακτικός Προϋπολογισμός), Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, αντί αυτών, είναι άκυρη.

Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης έχει σε συντομία ως εξής:

Από στοιχεία που τηρούνται στο Αρχείο της καθ΄ης η αίτηση διαπιστώθηκε, στις 29.12.1997, ότι υπήρχαν δύο κενές μόνιμες θέσεις Ανώτερης Στενογράφου (Τακτικός Προϋπολογισμός), Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, που δημιουργήθηκαν με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο 52(ΙΙ)/97 - 25.7.1997, για τις οποίες, αν και είχε παρέλθει η προθεσμία των τεσσάρων μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 29(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-1996, (ο Νόμος) η αρμόδια Αρχή παρέλειψε να υποβάλει πρόταση για την πλήρωσή τους. Ως εκ τούτου, η καθ΄ης η αίτηση, στις 27.12.1997, αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 29(3) του Νόμου, να προχωρήσει στην πλήρωση των εν λόγω θέσεων, που ήταν θέσεις προαγωγής, χωρίς πρόταση της αρμόδιας Αρχής.

Αφού ορίστηκε η 17.2.1998 ως ημερομηνία κατά την οποία θα άρχιζε η διαδικασία πλήρωσης των δύο θέσεων, η καθ΄ης η αίτηση ζήτησε να κληθεί και παραστεί, για τις απαιτούμενες συστάσεις, και ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ο Διευθυντής). Στις 17.2.1998 η προγραμματισθείσα συνεδρία αναβλήθηκε λόγω έκτακτου κωλύματος του Διευθυντή. Επαναλήφθηκε στις 20.7.1999. Κατά την εν λόγω ημερομηνία η καθ΄ης η αίτηση, αφού σημείωσε ότι η καθυστέρηση στην πλήρωση των δύο θέσεων οφειλόταν σε εκκρεμότητες νομοθετικής φύσεως και, επίσης, ότι, εν τω μεταξύ, στις 5.3.1999, εγκρίθηκε νέο σχέδιο υπηρεσίας για τις θέσεις, και ότι στην υπό εξέταση διαδικασία, σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, θάπρεπε να ισχύσει τόσο το παλαιό σχέδιο υπηρεσίας της 13.10.1988, όσο και το νέο της 5.3.1999, προχώρησε στη διαδικασία πλήρωσης των δύο θέσεων.

Σε πρώτο στάδιο κλήθηκε ο Αν. Διευθυντής για να προβεί στη σύστασή του. Τα αποσπάσματα από την εν λόγω σύσταση, στο βαθμό που έχουν σχέση με τις αιτήτριες και τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται, έχουν ως εξής:

«...........................

Έχω μελετήσει και αξιολογήσει το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων, όπως αυτά φαίνονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους και στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Όσον αφορά τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις, σημειώνω ότι έλαβα υπόψη τη γενική εικόνα, με έμφαση στα τελευταία χρόνια.

Έχω, επίσης, συλλέξει πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψήφιων ως προς τις προσωπικές ιδιότητές τους, τις εμπειρίες και ικανότητες που διαθέτουν και την εν γένει προσφορά τους, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης Ανώτερης Στενογράφου.

Συνεκτιμώντας τα στοιχεία και δεδομένα που ανέφερα προηγουμένως, συστήνω τις πιο κάτω υποψήφιες ως τις καταλληλότερες για προαγωγή:

  1. Στυλιανού Ευφροσύνη (Α/Α 8), που υπηρετεί στο Υπουργείο Άμυνας,
  2. και

  3. Γούνναρη Στέλλα (Α/Α 11), που υπηρετεί στο Αρχηγείο Αστυνομίας.

..........................

Έχω, επίσης, λάβει υπόψη μου τις πληροφορίες που έχω συγκεντρώσει από τους οικείους προϊσταμένους σχετικά με τη γενική απόδοση, την προσφορά, τις εμπειρίες και τις προσωπικές ιδιότητες, όπως η εχεμύθεια, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία και η ευθυκρισία που απαιτούνται από το νέο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης καθώς και η ψυχραιμία/αυτοκυριαρχία, η μεθοδικότητα, η διάθεση για προσφορά εργασίας εκτός ωραρίου χωρίς αμοιβή, η ικανότητα υποβολής εισηγήσεων για βελτίωση της αποδοτικότητας, ιδιότητες που, επίσης, είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές οι υποψήφιες που συστήνονται κατέχουν στον ύψιστο βαθμό τις ιδιότητες αυτές και εν πάση περιπτώσει υπερτερούν των υποψήφιων που δε συστήνονται.

..........................

Καταληκτικά, επαναλαμβάνω ότι, μετά από μια συνεκτίμηση, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια, όλων των στοιχείων των Φακέλων και αφού έλαβα υπόψη μου τις πληροφορίες που έχω συγκεντρώσει από τους οικείους προϊσταμένους σχετικά με τη γενική απόδοση, την προσφορά, τις εμπειρίες και τις προσωπικές ιδιότητες των υπαλλήλων, που έχω αναφέρει προηγουμένως και οι οποίες είναι σχετικές και αναγκαίες για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, οι υποψήφιες που συστήνω υπερτερούν των λοιπών υποψήφιων ως προς την καταλληλότητα για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.».

Στη συνέχεια η καθ΄ης η αίτηση ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και, έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης της σύστασης του Διευθυντή, έκρινε ότι τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, περιλαμβανομένων των αιτητριών και, ως εκ τούτου, τις επέλεξε ως τις πιο κατάλληλες και αποφάσισε την προαγωγή τους. Κατέληξε δε ως εξής:

 

«Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγείσες, συγκρινόμενες με τις λοιπές υποψήφιες υπερέχουν σε αρχαιότητα, πλην...... υπερέχουν ή δεν υστερούν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα και, περιπλέον, έχουν υπέρ τους την αιτιολογημένη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, η οποία ενισχύει ακόμη περισσότερο την αξία τους.»

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε είναι ότι εσφαλμένα η προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών έγινε με βάση τόσο το παλαιό όσο και το νέο σχέδιο υπηρεσίας.

Σύμφωνα με το δικηγόρο των αιτητριών, η προαγωγή θάπρεπε να είχε γίνει μόνο με βάση το παλαιό σχέδιο υπηρεσίας, ως προς τα προσόντα του οποίου, όπως εισηγήθηκε, οι αιτήτριες υπερτερούσαν των ενδιαφερόμενων μερών, στοιχείο που δεν λήφθηκε υπόψη από το Διευθυντή και, στη συνέχεια, την καθ΄ης η αίτηση. Αντίθετη ήταν η θέση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση. Σύμφωνα με τη δική της εισήγηση, ο Νόμος δεν θέτει προθεσμία ολοκλήρωσης της διαδικασίας προαγωγής και εφόσον, κατά το μεσοδιάστημα, εγκριθούν νέα σχέδια υπηρεσίας, όπως στην υπό εξέταση περίπτωση, η προαγωγή πρέπει να γίνεται, όπως και έγινε, με βάση και τα δύο σχέδιο υπηρεσίας ως ισχύοντα.

Δεν συμφωνώ ούτε με την εισήγηση του δικηγόρου των αιτητριών ούτε με την εισήγηση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση. Κατά την άποψή μου, για τις επίδικες προαγωγές, θάπρεπε να ισχύσει και εφαρμοστεί το νέο σχέδιο υπηρεσίας της 5.3.1999 και μόνο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα σχέδια υπηρεσίας είναι διοικητικές πράξεις κανονιστικού περιεχομένου οι οποίες, ως δευτερογενής νομοθεσία, ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα, ελλείψει πρόνοιας για τη διάσωση του παλαιού σχεδίου για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, την κατάργησή του από την ίδια ακριβώς ημερομηνία. Σχετικές με το ζήτημα είναι και οι αποφάσεις του Δικαστή Νικολάου, με τις οποίες συμφωνώ απόλυτα, στις προσφυγές Ελευθερίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 916/95 κ.ά., 24.4.1997, Χ»Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 837/95 κ.ά., 12.9.1997 και Χ»Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές 688/98 κ. ά., 28.1.2000.

Ενόψει των πιο πάνω και δεδομένου ότι,

(α) στην προκείμενη περίπτωση δεν εγείρεται θέμα λειτουργίας του άρθρου 35(2)(β) του Νόμου, εφόσον οι επίδικες προαγωγές δεν έγιναν ύστερα από πρόταση της αρμόδιας Αρχής για την πλήρωση των δύο θέσεων αλλά εξ ιδίας πρωτοβουλίας της καθ΄ης η αίτηση κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 29(3) του Νόμου, και

(β) το γεγονός ότι, αν και κακώς, η καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη και τα δύο σχέδια υπηρεσίας, αναφορικά με τα προσόντα, δεν ζήμιωσε τις αιτήτριες,

ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Όσον αφορά τη μεγάλη καθυστέρηση στην πλήρωση των επίδικων θέσεων, που όντως υπήρξε, και της οποίας οι λόγοι, σύμφωνα με την καθ΄ης η αίτηση, οφείλονταν σε «εκκρεμότητες νομοθετικής φύσεως που υπήρχαν στα Σχέδια Υπηρεσίας», παρατηρώ ότι το γεγονός τούτο, αν και αθέμιτο, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως των επίδικων προαγωγών για «παράβαση νόμου» για το λόγο ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι προθεσμίες που τάσσονται από διοικητικούς νόμους ή κανονισμούς θεωρούνται ενδεικτικές εκτός εάν προβλέπεται ρητά το αντίθετο. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) ΑΑΔ 1121).

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αφορά τη σύσταση του Διευθυντή.

Σύμφωνα με το δικηγόρο των αιτητριών ο Διευθυντής προσήλθε ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση προαποφασισμένος για το ποιους θα σύστηνε και χωρίς να γνωρίζει εκ των προτέρων ποιοι ήσαν οι προσοντούχοι υποψήφιοι, εφόσον η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε ποιοι ήσαν προσοντούχοι μόλις λίγο πριν εισέλθει στη συνεδρίαση ο Διευθυντής. Πρόσθετα, σύμφωνα με τον ίδιο δικηγόρο, ο Διευθυντής μελέτησε τους υπηρεσιακούς φακέλους στιγμιαία, μόνο λίγο μετά που εισήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων της καθ΄ης η αίτηση.

Οι εισηγήσεις αυτές δεν ευσταθούν. Με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας, τεκμαίρεται ότι ο Διευθυντής είχε τον απαραίτητο χρόνο να ετοιμαστεί κατάλληλα προτού εμφανιστεί ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση και ότι γνώριζε τους υποψηφίους και τα προσόντα τους. Οι ισχυρισμοί του δικηγόρου των αιτητριών δεν αποδεικνύουν ότι ο Διευθυντής δεν γνώριζε εκ των προτέρων ποιοι ήσαν προσοντούχοι. Αντίθετα, η ανάλυση των στοιχείων κρίσης στη σύστασή του αποδεικνύει πλήρη, εκ μέρους του, γνώση. Εξάλλου, από τα έγγραφα που επισυνάπτονται ως 1 και 2 στην αγόρευση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση, προκύπτει καθαρά ότι ο Διευθυντής γνώριζε τους υποψηφίους εκ των προτέρων και είχε όλο το χρόνο να μελετήσει τα υπηρεσιακά στοιχεία τους και να προετοιμαστεί. Η καθ΄ης η αίτηση, με επιστολές της ημερομηνίας 28.6.1999 και 9.7.1999, απέστειλε στο Διευθυντή κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή και τον κάλεσε να παρευρεθεί στη συνεδρίασή της στις 20.7.1999 για να εκφράσει τις απόψεις του αναφορικά με την κατοχή των προσόντων από τους υποψηφίους και να υποβάλει τις συστάσεις του. Είχε, επομένως, γνώση του θέματος τουλάχιστον ένα περίπου μήνα προηγουμένως.

Επιπρόσθετα, ο δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση υποστήριξε ότι ο Διευθυντής δεν αποκάλυψε τη γνώση πάνω στην οποία βάσισε τη σύστασή του, ούτε κατέγραψε τις απόψεις ή πληροφορίες που πήρε από άλλους Λειτουργούς ή το πώς τις αξιολόγησε. Ούτε αυτές οι εισηγήσεις ευσταθούν. Σύμφωνα με τη νομολογία, η γνώση του Διευθυντή δεν απαιτείται να καταγράφεται, παρά μόνο όταν είναι αντίθετη ή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, πράγμα που δεν συνέβαινε στην παρούσα περίπτωση. (Βλέπε Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 64, απόφαση Ολομέλειας). Εν πάση περιπτώσει, οι πηγές απ΄ όπου άντλησε τις γνώσεις του ο Διευθυντής καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό. Όσον αφορά τις απόψεις ή πληροφορίες που πήρε ο Διευθυντής, και το πώς τις αξιολόγησε, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση καταγραφής του περιεχομένου τους.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο επικέντρωσε την προσοχή του ο δικηγόρος των αιτητριών αφορά την αναφορά του Διευθυντή στο γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη απασχολούνταν πέραν των κανονικών ωρών εργασίας χωρίς αμοιβή. Σύμφωνα με την εισήγησή του, η αναφορά αυτή του Διευθυντή ήταν εξωγενές στοιχείο και δεν έπρεπε να γίνει ούτε, βέβαια, να ληφθεί υπόψη. Ούτε αυτή η προσέγγιση με βρίσκει σύμφωνο. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Νικήτα, το οποίο και υιοθετώ, στη Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 131/96, 15.1.1997, δίδει την ορθή απάντηση:

«Η αναφορά του Διευθυντή στη χωρίς αμοιβή υπερωριακή εργασία, που πρόσφερε ο ενδιαφερόμενος, επικρίθηκε ως εξωγενές στοιχείο κρίσης. Κατά την έκφραση του συνηγόρου του αιτητή «θυματοποιεί» τους άλλους υπαλλήλους που ασκούσαν τα νόμιμα δικαιώματα τους, εισπράττοντας την αμοιβή που προβλέπουν οι κανονισμοί.

..........................

..........................

Το θέμα της προσφοράς έξτρα εργασίας χωρίς τα παρεχόμενα από τους κανονισμούς ανταλλάγματα δεν αποτελεί ξένο στοιχείο, που μολύνει αυτήν την ίδια τη σύσταση. Άλλο είναι πιστεύω το πνεύμα της παρατήρησης. Υποδηλώνει τον αφοσιωμένο τρόπο με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος αντιμετώπιζε τη δουλειά του.»

Όσον αφορά την άλλη εισήγηση του δικηγόρου των αιτητριών, ότι οι παρατηρήσεις του Διευθυντή («εχεμύθεια», «ευθυκρισία», «ψυχραιμία /αυτοκυριαρχία», «μεθοδικότητα», «διάθεση για προσφορά εργασίας εκτός ωρών εργασίας χωρίς αμοιβή» και «ικανότητα υποβολής εισηγήσεων») συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων, παρατηρώ ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντίθετα, οι παρατηρήσεις αυτές βρίσκουν έρεισμα στους φακέλους. Οι εν λόγω ιδιότητες, στις οποίες αναφέρθηκε ο Διευθυντής, δεν βαθμολογούνται ως χωριστά κριτήρια στις υπηρεσιακές εκθέσεις και ήταν θεμιτό, κατά την άποψή μου, να αναφερθούν και τονιστούν από το Διευθυντή. Αν ο Διευθυντής θάπρεπε να κάμνει μνεία μόνο των μετρήσιμων ή των απτών στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων τότε η σύσταση δεν θα αποτελούσε παρά απλή αναπαραγωγή τους. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713, στη σελίδα 720).

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αναφέρεται στην αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης.

Σύμφωνα με το δικηγόρο των αιτητριών η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, με την οποία επέλεξε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των αιτητριών, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία το κατά πόσο μια διοικητική απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της. Σημασία έχει να παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχειά για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν, η επίδικη απόφαση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών λήφθηκε ύστερα από εξέταση των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων όλων των υποψηφίων απ΄ όπου μπορούσαν να αντληθούν όλα τα δεδομένα αναφορικά με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους. Επιπλέον, λήφθηκε υπόψη η σύσταση του Διευθυντή με την οποία ενισχυόταν περισσότερο η αξία των ενδιαφερομένων μερών. Η επίδικη απόφαση, παρά τη λακωνικότητά της, παρέχει, κατά την άποψή μου, στο Δικαστήριο όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της, εν πάση δε περιπτώσει, η αιτιολογία μπορεί εύκολα να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των αιτητριών και των ενδιαφερομένων μερών, απ΄ όπου προκύπτει ότι από πλευράς υπηρεσιακών εκθέσεων η αξιολόγηση όλων ήταν ουσιαστικά ίση, από πλευράς προσόντων όλες κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, από δε πλευράς αρχαιότητας υπήρχε σαφής υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών (μεταξύ 3 ½ και 4 ½ ετών) έναντι των αιτητριών. (Βλ. σχετικά και σημ. 1 πιο πάνω).

Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε αφορά ειδικά την αιτήτρια Καίτη Καραπατάκη και συνδέεται με τους περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμους του 1997 και 1998 (Νόμοι 55(Ι)/97 και 100(Ι)/98) σύμφωνα με τους οποίους 10% των κενών θέσεων, στη συγκεκριμένη διαδικασία, πληρούνται από παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων. Η αιτήτρια Καίτη Καραπατάκη πληρούσε τις πρόνοιες του Νόμου. Όμως, για να επωφεληθεί, οι κενές θέσεις της συγκεκριμένης διαδικασίας του έτους 1997 έπρεπε να ήταν τουλάχιστον δέκα. Οπότε η μια θέση θα καταλαμβανόταν στη βάση του Νόμου. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Επομένως, η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε αυτό το Νόμο. Το 1997 υπήρχαν μόνο δύο κενές θέσεις στη συγκεκριμένη διαδικασία, οι επίδικες στην παρούσα προσφυγή, και, συνεπώς, δεν εγειρόταν θέμα εφαρμογής του Νόμου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με £200 έξοδα εις βάρος της κάθε αιτήτριας και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο