ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 357

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 839/98

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Μεταξύ -

Kourtellaris Trade and Tours Ltd.

Αιτητρίας

- και -

Διευθυντή Τελωνείων Κύπρου

Καθού η αίτηση

-----------------------------

Ημερομηνία: 17 Μαΐου, 2001

Για την αιτήτρια: Μ. Πιερίδης

Για τον καθού η αίτηση: Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της

Δημοκρατίας

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Είναι καλύτερα - θα βοηθήσει στην κατανόηση του αιτήματος της προσφυγής - αν αρχίσω από τα γεγονότα. H αιτήτρια είναι συγκροτημένη ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Διατηρεί γραφείο ταξιδίων στη Λευκωσία. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της διοργανώνει ταξίδια στους Αγίους Τόπους, καθώς και σε άλλες γειτονικές χώρες. Για ένα τέτοιο ταξίδι στο Ισραήλ, ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος της εταιρείας κ. Ιωάννης Μαρκουλλίδης προσπάθησε, στις 15/4/98, μέσω υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στη Λευκωσία, να εξασφαλίσει άδεια εξαγωγής του ισόποσου των Λ.Κ.16.500 σε δολλάρια Αμερικής.

Το παραπάνω ποσό αντιπροσώπευε τα έξοδα του ταξιδιού και της παραμονής των εκδρομέων-πελατών της αιτήτριας στο Ισραήλ, που είχαν ήδη καταβάλει. Ο υπάλληλος όμως της αιτήτριας δεν είχε τα απαραίτητα έγγραφα για να καταστεί δυνατή η υποβολή αίτησης στην Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια αρχή, για χορήγηση άδειας (για την αναγκαιότητα λήψης άδειας εξαγωγής: βλ. άρθρ. 24 του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε). Ας σημειωθεί ότι το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο για την επομένη 16/4/98. Αντί να φροντίσει να προσκομισθούν τα δικαιολογητικά για να υποβληθεί η αίτηση, ο υπάλληλος δήλωσε, σε συνεννόηση με τον υπεύθυνο του τραπεζικού καταστήματος στον οποίο αποτάθηκε, το παραπάνω ποσό ανά £750 στα διαβατήρια των ταξιδιωτών χωρίς να ληφθεί εκ των προτέρων άδεια για το ποσό των 28.300 δολλαρίων Αμερικής, που του δόθηκε από την Τράπεζα.

Έτσι, την επομένη, κατά το συνήθη αστυνομικό έλεγχο στο αεροδρόμιο Λάρνακας, βρέθηκε το παραπάνω ξένο συνάλλαγμα, πλέον ποσό Λ.Κ.1.000 στο χαρτοφύλακα του κ. Μαρκουλλίδη. Παρενέβησαν οι τελωνειακές αρχές και κατέσχαν τα χρήματα αυτά, αφού εξέδωσαν απόδειξη κατάσχεσης του (βλ. εντ. Τελ. 1Α, παράρτημα Α στην ένσταση). Ο κ. Μαρκουλλίδης επέμεινε ότι έπρεπε να του επιστραφούν τα χρήματα για να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει με τις ειλημμένες υποχρεώσεις της εταιρείας του στο Ισραήλ. Ύστερα από τις επίμονες παραστάσεις του, ο καθού, ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών του, επέστρεψε το 70% των κατασχεθέντων προς δήμευση ποσών. Παρέμειναν 8.300 δολλάρια Αμερικής και Λ.Κ. 300 μέχρι να ολοκληρωθεί η διερεύνηση της υπόθεσης. Ο υπάλληλος της αιτήτριας με γραπτή δήλωση του της ίδιας ημερομηνίας (παράρτημα 2) αποδέχθηκε τη διευθέτηση αυτή. Αργότερα, στις 23/4/01, σε ανακριτική του κατάθεση έδωσε λεπτομέρειες για την όλη υπόθεση, τα κύρια γεγονότα της οποίας έχω ήδη συνοψίσει.

Στις 18/5/98 ο καθού, ασκώντας τη σχετική του εξουσία, πληροφόρησε γραπτώς την αιτήτρια ότι το αδίκημα που είχε διαπραχθεί θα μπορούσε να συμβιβαστεί για να μη προχωρήσει σε ποινική δίωξη, με την καταβολή ποσού ΛΚ 4.770, που φαίνεται να αντιστοιχεί με το κατακρατηθέν ποσό. Η εταιρεία απάντησε στις 19/6/98 με επιστολή (παράρτημα 8). Ανέφερε ότι δεν ήταν πρόθεση της να εξαχθεί συνάλλαγμα χωρίς άδεια. Γιαυτό και είχε αποταθεί για άδεια, όπως βεβαίωσε η Κεντρική Τράπεζα με την επιστολή της ημερ. 10/6/98. Αυτό όμως δε μετέβαλε την κατάσταση, αφού η αιτήτρια δεν προσκόμισε τα δικαιολογητικά που ζητήθηκαν για να μπορεί να εκδοθεί η άδεια εξαγωγής ούτε ακολουθήθηκαν οι σχετικές οδηγίες της Κεντρικής (βλ. παραρ. 3).

Ο καθού με την επιστολή του (παραρ. 9) πληροφόρησε την αιτήτρια ότι η επιστολή της Κεντρικής επιβεβαιώνει στην πραγματικότητα τα ευρήματα του αναφορικά με την απόπειρα παράνομης εξαγωγής συναλλάγματος και ότι ο υπάλληλος της χρησιμοποίησε τα διαβατήρια των ταξιδιωτών για να το πετύχει. Περαιτέρω, αναφέρει ότι δεδομένου ότι η εταιρεία δεν είχε υποβάλει έγγραφη αμφισβήτηση της κατάσχεσης για σκοπούς δήμευσης, όπως προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, τα ποσά που είχαν κατασχεθεί ($8.300 και Λ.Κ. 300) δημεύθηκαν.

Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής ημερ. 30/7/98 του καθού είναι το αντικείμενο της προσφυγής. Να πώς διατυπώνεται το αίτημα:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ού η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επστολή του ημερομηνίας 30/7/98 διά της οποίας ο Καθ' ού η Αίτηση προχώρησε στη δήμευση ποσού χρημάτων των Αιτητών δηλ. δολλάρια Η.Π.Α. 8.300 και Λ.Κ. 300.-μετά από κατάσχεση που προέβη την 16/4/98 στο αεροδρόμιο Λάρνακας, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και εστερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος."

Ο δικηγόρος της εταιρείας πρόβαλε και ανέπτυξε σωρεία λόγων ακύρωσης. Όμως προηγείται η εξέταση της προδικαστικής ένστασης της Δημοκρατίας ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη. Σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Θεοδούλου, το περιεχόμενο της επιστολής του καθού ημερ. 30/7/98 είναι απλώς πληροφοριακού περιεχομένου ή βεβαιωτική άλλης προηγούμενης πράξης, δοθέντος ότι η αιτήτρια δεν είχε υποβάλει μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών, που προβλέπει ο νόμος, έγγραφη αμφισβήτηση της κατάσχεσης. Αφού λοιπόν δεν αμφισβητήθηκε εγγράφως η κατάσχεση προς δήμευση επήλθε, κατά την εισήγηση, αυτόματα, η δήμευση με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, αρ. 82/67. Η επιστολή της 30/7/98 επιβεβαίωσε απλώς τη συντελεσθείσα δήμευση.

Ο κ. θεοδούλου παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας Ανδρέας Αριστοτέλους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279, για να προβάλει κάποιο επιχείρημα στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα να εξετάσει τη δήμευση, παρόλο που δεν αμφισβητήθηκε όπως ορίζει ο νόμος, και να την υποβάλει σε δικαστικό έλεγχο. Εκεί κρίθηκε ότι η κατάσχεση προς δήμευση δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση εκτελεστή πράξη είναι, κατά την εισήγηση της Δημοκρατίας, η απόφαση για δήμευση. Δεν μου είναι πλήρης κατανοητή η σύνδεση της Αριστοτέλους με την κρινόμενη από οποιαδήποτε σκοπιά. Εν πάση περιπτώσει δε θα χρειασθεί η εξέταση του διαζευκτικού επιχειρήματος του κ. Θεοδούλου.

Η άλλη άποψη παίρνει ως δεδομένο ότι η επιστολή της 30/7/98 ήταν αποτέλεσμα, όπως το έθεσε ο δικηγόρος της αιτήτριας, νέας έρευνας "και συγκέντρωσης νέων πληροφοριών και εξηγήσεων καθώς και συναντήσεων, που μεσολάβησαν". Και ότι περιέχει την οριστική απόφαση της διοίκησης για κατάσχεση των $8.300 και Λ.Κ. 300 καθώς και της δήμευσης τους. Αυτή ήταν και η μόνη προσβλητή απόφαση. Αυτό το επιχείρημα προβλήθηκε για να αντικρουστεί η άλλη προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσφυγή καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα. Αν όμως ο χρόνος υπολογισθεί από τις 30/7/98, δεν υπάρχει θέμα εκπροθέσμου, αφού η προσφυγή κατατέθηκε στις 22/9/98.

Το χρηματικό ποσό εδώ κατασχέθηκε, αφού η αιτήτρια, παρά τις προθέσεις της, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια εξαγωγής του συναλλάγματος. Χρησιμοποιήθηκε η εξουσία που παρέχεται από τις τελωνειακές αρχές από το άρθρ. 170(1) του ν. 82/67:

"170. (1) Πάν ό,τι υπόκειται εις δήμευσιν δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων δυνατόν να κατασχεθή ή κατακρατηθή υπό παντός λειτουργού ή αστυνομικού.

 

Η διαπλοκή του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου προκύπτει από τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ του Πέμπτου Πίνακα του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199 και ιδιαίτερα την παράγρ. 1 που προβλέπει ρητά ότι:

"1. Ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος, τηρουμένων τέτοιων τροποποιήσεων, αν υπάρχουν, που δυνατό να καθοριστούν για να προσαρμόσουν αυτές στο Νόμο αυτό, εφαρμόζεται σε σχέση με οτιδήποτε απαγορεύεται να εισαχθεί ή εξαχθεί από τις διατάξεις του Μέρους IV του Νόμου αυτού, εκτός με την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα όπως εφαρμόζεται σε σχέση με αγαθά που απαγορεύεται να εισάγονται ή εξάγονται από ή βάσει οποιουδήποτε από τα νομοθετήματα που αναφέρθηκαν, και οποιαδήποτε αναφορά στα νομοθετήματα που αναφέρθηκαν σε αγαθά ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει αναφορά σε οτιδήποτε απαγορεύεται να εισάγεται ή εξάγεται από τις διατάξεις του Μέρους IV που αναφέρθηκε, εκτός με την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα."

Είναι επιτακτική (χρησιμοποιείται η λέξη "δέον") από την παράγρ. 3 του Δευτέρου Παραρτήματος του ν. 82/67, όπως τροποποιήθηκε, η γραπτή αμφισβήτηση της κατάσχεσης μέσα σε ένα μήνα από την κατάσχεση. Διαφορετικά επέρχεται αυτόματα η δήμευση και το κατασχεθέν λογίζεται κηρυχθέν εις δήμευσιν (βλ. παραγρ. 5 του ιδίου Πίνακα). Ας σημειωθεί ότι ο ν. 82/67 αποτελεί πλήρη κώδικα που ρυθμίζει τα της κατάσχεσης και δήμευσης. Παρενθετικά, ας σημειωθεί ότι ακολουθεί τα αγγλικά πρότυπα. Όπως ανέφερα στην απόφαση Χαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1988) J.S.C. 83, ο νόμος 82/67 διαρθρώθηκε με βάση τον αγγλικό Customs and Excise Act 1952. Σε περίπτωση έγγραφης αμφισβήτησης είναι καθήκον του Διευθυντή Τελωνείων να προσφύγει στο Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει κατά πόσον το κατασχεθέν θα δημευθεί (παρ. 6 του ιδίου Πίνακα).

Η διαδικασία, όπως τονίζεται στην παραπάνω υπόθεση, είναι αστικής φύσεως και χωρεί έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σχετική είναι η παράγρ. 11 που προβλέπει ότι:

"11. Ανεξαρτήτως οιουδήποτε δικαιώματος προς αναφοράν δι' υπομνήματος (case stated) υποθέσεως τινος εις την κρίσιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εις πάσαν διαδικασίαν προς κήρυξιν κατασχεθέντος πράγματος εις δήμευσιν, αρξαμένην εν τη Δημοκρατία, εκάτερον των μερών δύναται να εκκαλέση την πρωτόδικον απόφασιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου."

Έχω προβεί στην παραπάνω εισαγωγή, εκθέτοντας το βασικό πλέγμα των διατάξεων που διέπουν την κατάσχεση και δήμευση, γιατί έχω τη γνώμη ότι υπάρχει θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού. Δεν το βλέπω από την πλευρά της εκτελεστότητας της πράξης, όπως ο κ. Θεοδούλου, αλλά ευρύτερα αν είναι διαφορά που υπάγεται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία κάτω από το άρθρ. 146 του Συντάγματος.

Κατ' αρχήν θέλω να υποδείξω ότι η Αριστοτέλους δεν αποφάσισε ότι η δήμευση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η ουσία της απόφασης εμπερικλείεται στο παρακάτω απόσπασμα:

"Για τους λόγους που παραθέσαμε κρίνουμε πως, στο πλαίσιο του πλέγματος των διατάξεων του Νόμου 82/67, η κατάσχεση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι η κατάσχεση αφ' εαυτής στερεί την κατοχή του εμπορεύματος που κατάσχεται αλλά δεν είναι εξ αυτού του λόγου εκτελεστή διοικητική πράξη ενόψει της άρρηκτης σύνδεσης της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται. Οι υποθέσεις Phedias Kyrakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, και Charilaos Xenophontos v. Republic 2 R.S.C.C. 89 είναι σχετικές. Οι προσφυγές στην έκταση που προσβάλλουν κατάσχεση που έγινε, θα απορριφθούν ως απαράδεκτες."

Η Ολομέλεια, σε καμιά περίπτωση δεν αποφάσισε είτε υπαινίχθηκε ότι η δήμευση είναι διοικητική πράξη. Αντίθετα εξετάζοντας τη φύση της κατάσχεσης ιχνηλατεί τη διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση αμφισβήτησης της κατάσχεσης προς δήμευση. Ιδού το σχετικό σχόλιο στη σελ. 287:

"Η κατάσχεση προς δήμευση, διενεργούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 170 του Νόμου, άγει σε περίπτωση αμφισβήτησης σε δικαστική διαδικασία προς έκδοση δικαστικής απόφασης "επί του θέματος της δημεύσεως". Η διαδικασία, την οποία το άρθρο 176 χαρακτηρίζει ως "τελωνειακή δίωξη", ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου. Ορίζεται ως αστική και διεξάγεται ενώπιον του αρμόδιου, κατά τα κριτήρια που τίθενται, Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αkak Marine Company Ltd ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων Πολιτική έφεση 8065 ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου 1993 και 21 Οκτωβρίου 1994 έγινε δεκτή η θέση της Δημοκρατίας πως ακόμα και στην περίπτωση διαδικασίας προς δήμευση πλοίου, αρμόδιο δικαστήριο είναι, κατά το Νόμο, το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο ως Ναυτοδικείο. Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι καθορισμένο. Κηρύσσεται δικαστικώς η δήμευση, "εάν το Δικαστήριο εξεύρη ότι τούτο, ότε κατεσχέθη τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν". Ιδιαίτερες πρόνοιες του ιδίου Παραρτήματος αλλά και του άρθρου 177 καθορίζουν αρχές ως προς την απόδειξη ορισμένων ζητημάτων."

Έχω υπόψη μου την πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση αρ. 44/87 Abdoul Nur Hanna El Maalouf κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 19/10/92, στην οποία κρίθηκε, υπό παρόμοιες συνθήκες, ότι οι αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον να πλήξουν την επίδικη πράξη γιατί δεν υπέβαλαν γραπτή ένσταση και ότι, όπως αναφέρθηκε εδώ, επρόκειτο για πράξη πληροφοριακού περιεχομένου διότι η δήμευση προηγήθηκε λόγω της έλλειψης αμφισβήτησης.

Η παραπάνω υπόθεση ήλθε σε φως κατά τη δική μου έρευνα. Έτσι δε σχολιάστηκε. Με σεβασμό όμως δε συμφωνώ με το σκεπτικό της. Ο ίδιος ο νόμος με τις διάφορες διατάξεις του, στις οποίες αναφέρθηκα, περιέχει τα εννοιολογικά γνωρίσματα που εντάσσουν τις διαφορές αυτές στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, με κορωνίδα τη διάταξη που καθιερώνει δικαίωμα έφεσης από τη σχετική απόφαση επαρχιακού δικαστηρίου σε θέματα δήμευσης. Η παραπάνω νομολογία έμμεσα υποστηρίζει τέτοια άποψη. Και την ενισχύει περαιτέρω η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (αρ. 3) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1314. Τα γεγονότα και η νομική αντιμετώπιση τους προκύπτει από τη σύνοψη:

"Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή για κατοχή και εξαγωγή συναλλάγματος και το Δικαστήριο τους επέβαλε πρόστιμο στην πρώτη κατηγορία και τους διέταξε να επιστρέψουν τα ποσά που είχαν κατασχεθεί στους δικαιούχους εφαρμόζοντας το Άρθρο 170(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

.................................. .................................................. .....

3. Τα νομίσματα στην παρούσα υπόθεση κατασχέθηκαν με βάση το Άρθρο 170(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, Ν. 82/67. Το Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει την πρόνοια αυτή και να εξετάσει κατά πόσο τα νομίσματα που κατασχέθηκαν έπρεπε να δημευθούν. Οι δικαιούχοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την δήμευση των χρημάτων με βάση τις διατάξεις του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου 82/67.

4. Τα κατασχεθέντα νομίσματα δεν αποτελούσαν τεκμήρια και συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδόσει διάταγμα επιστροφής τους με βάση το άρθρο 170 του Κεφ. 155. Ήταν αγαθά υποκείμενα σε δήμευση και ως εκ τούτου έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία του Ν. 82/67.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ενήργησε υπό νομική πλάνη η οποία είναι εμφανής και εξακριβώνεται αμέσως."

Για τους λόγους που εξήγησα το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Με την προσφυγή δεν προσβάλλεται διοικητική πράξη. Ο νόμος προβλέπει τον τρόπο αντίδρασης σε δήμευση και το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα. Δεν είναι νοητό να δημιουργείται δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο αυτό επειδή ο διάδικος δεν υπερασπίστηκε τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος και υπέστη τις συνέπειες που ορίζει ο νόμος λόγω των παραλείψεων του. Και για το σκοπό αυτό βρίσκω ότι με βάση τα στοιχεία δεν υπήρξε αμφισβήτηση της κατάσχεσης προς δήμευση, όπως προνοεί ο νόμος.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

/Κασ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο