ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CONSTANTINOS CHIMONIDES ν. EVANTHIA K. MANGLIS (1967) 1 CLR 125
GEORGE MILIOTIS AND 2 OTHERS ν. MUSTAFA HOUSSEIN (1963) 2 CLR 287
ANTONIS VRAHIMIS ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE) (1971) 3 CLR 104
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 699/2000
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κυπριανού Παπαχαραλάμπους από την Περιστερώνα
Αιτητή
- και -
Καθ΄ ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 23.5.2001Για τον αιτητή: κ. Π. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Κλητήρα, 2ης Τάξης, την 1.8.1967. Στις 2.11.1976 υπέβαλε παραίτηση από τη Δημόσια Υπηρεσία. Στις 20.9.1999 ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, ζήτησε από το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, όπου υπηρετούσε αμέσως πριν την παραίτησή του, την πληρωμή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Εις απάντηση, ο Γενικός Διευθυντής πληροφόρησε το δικηγόρο του αιτητή ότι δεν μπορούσαν να καταβληθούν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα προς τον πελάτη του. Η σχετική επιστολή, ημερομηνίας 8.3.2000, έχει ως εξής:
«
Κυπριανός ΠαπαχαραλάμπουςΑ.Κ.Α. 101132
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 20.9.1999 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι δεν μπορούν να καταβληθούν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα προς τον πελάτη σας για τη περίοδο 1955-1976 γιατί σύμφωνα με την τότε ισχύουσα Νομοθεσία δεν παραχωρούνταν τέτοια ωφελήματα σε όσους παραιτούντο από τη Δημόσια Υπηρεσία. Η σχετική τροποποίηση της Νομοθεσίας έγινε με το Νόμο 39/81 κατά τρόπο που οι υπάλληλοι που παραιτούνται μετά την ημερομηνία έναρξης του (17.7.81) δικαιούνται συνταξιοδοτικά ωφελήματα, αναλόγως της ηλικίας και των ετών υπηρεσίας τους. Η πιο πάνω ρύθμιση δεν έχει αναδρομική ισχύ.»
Με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή προβάλλεται η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι ο περί Συντάξεων Τροποποιητικός (Αρ. 2) Νόμος του 1981 (Νόμος 39/1981), σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι υπάλληλοι που παραιτούνται μετά την ημερομηνία έναρξης του (17.7.1981) δικαιούνται συνταξιοδοτικά ωφελήματα, είναι αντισυνταγματικός, καθότι προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί διότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε λόγος ακυρώσεως πάνω στη βάση ότι ο Νόμος 39/1981 παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Α. Κούρτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2163, 2164, 2170, 2185 και2187, 25.6.1999). Αλλά και αν ακόμα επρόκειτο να εξεταστεί τέτοιος λόγος, αυτός θάπρεπε να απορριφθεί στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν απαντά ερωτήματα συνταγματικότητας νόμου χωρίς να έχει προσδιοριστεί, κατά τρόπο συγκεκριμένο, για ποια ή ποιες διατάξεις του νόμου προβάλλεται ισχυρισμός ότι συγκρούονται με συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Chimonide v. Mangli (1967) 1 CLR 125, Vrahimes v. Republic (1971) 3 CLR 104 και George Milliotis and others v. Mustafa Hussein (1963) 2 CLR 287.) Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν γίνεται αναφορά σε κανένα άρθρο του Νόμου 39/1981. Το μόνο που προκύπτει από την αγόρευση είναι ότι ο αιτητής έχει παράπονο γιατί δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς στο Νόμο 39/1981 έτσι ώστε να καλύπτει και τον ίδιο. Όμως, η ημερομηνία έναρξης της ισχύος ενός νόμου είναι αποκλειστική ευθύνη της νομοθετικής εξουσίας και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης ρύθμισε το θέμα της σύνταξης όσων παραιτούνται από τη Δημόσια Υπηρεσία μετά την 17.7.1981, και όχι και εκείνων που είχαν παραιτηθεί προηγουμένως, δεν εγείρει, αφ΄ εαυτού, θέμα αντισυνταγματικότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £200 έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ