ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 370/2000
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
MEGAIMPEX TEX. LTD
Αιτήτρ ιας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών
Καθ΄ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 14.5.2001Για την αιτήτρια: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για το καθ΄ου η αίτηση: κα Στ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με «Πρόσκληση για Προσφορές», ημερομηνίας 14.5.1999, το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών (το Τμήμα), ζήτησε προσφορές για την προμήθεια υφάσματος παραλλαγής RIP-STOP για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς. Αφού στις 30.7.1999 υποβλήθηκαν, στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, 29 προσφορές από 15 προσφοροδότες, μεταξύ των οποίων η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, τα σχετικά δείγματα υφάσματος εξετάστηκαν από Επιτροπή Αξιολόγησης, που αποτελείτο από Λειτουργούς του Τμήματος και εκπρόσωπο της Εθνικής Φρουράς. Η Έκθεση Αξιολόγησης, μαζί με τις εισηγήσεις του Τμήματος, υποβλήθηκαν ακολούθως στο Γενικό Λογιστή, ως Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ο δε τελευταίος, με τη σειρά του, παρέπεμψε την έκθεση και τις εισηγήσεις στην Τεχνική Επιτροπή Υφασμάτων και Ειδών Ένδυσης (η Τεχνική Επιτροπή) η οποία και υπέβαλε τη δική της έκθεση στις 9.12.1999. Στη συνέχεια, το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, κατά τη συνεδρία του της 16.12.1999 (Τεκμήριο 5 στην Ένσταση), αφού υιοθέτησε τις εισηγήσεις του Τμήματος και της Τεχνικής Επιτροπής, αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς για την προμήθεια του υφάσματος στο ενδιαφερόμενο μέρος, Apollo Engineering Suppliers Ltd.
Η απόφαση της 16.12.1999 είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατά την κρίσιμη συνεδρία της 16.12.1999. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, η κακή σύνθεση συνίσταται στο ότι, κατά τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης, δεν φαίνεται να παρευρέθηκαν, ως όφειλαν, (α) ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ή ο αντιπρόσωπός του και (β) ο προϊστάμενος ή ο αντιπρόσωπος του ενδιαφερόμενου Υπουργείου, Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, (άρθρο 11(1)(β) και (στ) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Νόμος 102(ι)/97) (ο Νόμος)) ενώ, αντίθετα, παρευρέθηκαν, ως μη όφειλαν (επειδή δεν είχαν την ιδιότητα του μέλους), (α) ο εκπρόσωπος του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας ως παρατηρητής και (β) ο Γραμματέας του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Στο πρακτικό της 16.12.1999 (Τεκμήριο 5 στην Ένσταση) η κα Α. Παπατρύφωνος αναφέρεται ως αντιπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και, ταυτόχρονα, ο κ. Θ. Θεοδοσίου αναφέρεται, επίσης, ως αντιπρόσωπος του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Από το Τεκμήριο 2, που επισυνάπτεται στην αγόρευση της δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση, είναι πρόδηλο ότι η αναφορά στον κ. Θ. Θεοδοσίου, ως αντιπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, είναι εσφαλμένη αφού, στην πραγματικότητα, αυτός ήταν αντιπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών. Το Τεκμήριο 2 είναι επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών προς το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών στην οποία, μεταξύ των αντιπροσώπων του Υπουργείου Οικονομικών για προσφορές μέχρι £1.000.000, περιλαμβάνεται και ο κ. Θ. Θεοδοσίου, Οικονομικός Λειτουργός Α.
(β) Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 της ΚΔΠ 104/99 (ο περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμος, Κανονισμοί βάσει του άρθρου 31) «Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία σε σχέση με τη διενέργεια διαγωνισμού, σημαίνει το συγκεκριμένο Υπουργείο, Τμήμα ή Υπηρεσία αυτού ή το Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία της Δημοκρατίας που διενεργεί το συγκεκριμένο διαγωνισμό είτε από μόνη της είτε για λογαριασμό του Υπουργείου, Τμήματος ή Υπηρεσίας αυτού ή του Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας». Στην προκείμενη περίπτωση, όπως σαφώς προκύπτει από το Τεκμήριο 1 στην Ένσταση, η προσφορά διενεργήθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Κρατικών Αγορών και Αποθηκών «για λογαριασμό» του Υπουργείου Άμυνας. Κατά δε την κρίσιμη συνεδρία της 16.12.1999 παρευρίσκετο ο κ. Γ. Πουλλής ως αντιπρόσωπος του Διευθυντή του Τμήματος Κρατικών Αγορών και Προμηθειών. Η παρουσία, επομένως, του κ. Πουλλή ικανοποιεί την προϋπόθεση του άρθρου 11(ι)(στ) του Νόμου για την παρουσία του αντιπροσώπου του κατά περίπτωση ενδιαφερόμενου Υπουργείου, Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, εν προκειμένω του Υπουργείου Άμυνας.
Όσον αφορά την παρουσία (α) του εκπροσώπου του Γενικού Ελεγκτή ως παρατηρητή και (β) του Γραμματέα του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, πάντοτε κατά την κρίσιμη συνεδρία της 16.12.1999, κρίνω ότι ούτε και αυτή γεννά πρόβλημα κακής σύνθεσης για το λόγο ότι η παρουσία αυτή ήταν επιτρεπτή, για μεν τον παρατηρητή, που εκπροσωπούσε το Γενικό Ελεγκτή, βάσει του άρθρου 12, για δε το Γραμματέα, βάσει του άρθρου 14(1) του Νόμου.*
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του συναδέλφου Δικαστή Χ»Χαμπή στην Sprel Ltd ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1111/99, 16.4.2000
:«Η μια από τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για της Sprel είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω παράνομης σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Συγκεκριμένα, υποδεικνύεται ότι παρόντες κατά τη συνεδρία του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ήσαν, σύμφωνα με τα πρακτικά, εκτός των μελών του, ο κ. Πολυκάρπου, εκπρόσωπος του Γενικού Ελεγκτή, ως παρατηρητής, ο αναπληρωτής γραμματέας του Συμβουλίου κ. Μιχαήλ και ο κ. Κρασιάς ο οποίος συνόδευε τον αντιπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Για τις νομολογιακές αρχές που διέπουν και παραπέμπει ευρέως ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Sprel, δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ή διαφωνία. Όπως όμως παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, το άρθρο 12 του περί προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(1)/97) δίδει δικαίωμα στο Γενικό Ελεγκτή ή εκπρόσωπο του να παρακάθεται στις συνεδρίες του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ως ανεξάρτητος παρατηρητής και να εκφράζει τις απόψεις του επί των συζητουμένων θεμάτων. Η παρουσία λοιπόν του κ. Πολυκάρπου, εκπροσώπου του Γενικού Ελεγκτή, ως παρατηρητή κατά τη συνεδρία ήταν καθ΄όλα νόμιμη και ουδόλως επηρέαζε την έννομη λειτουργία του Συμβουλίου. Αλλά και η παρουσία του αναπληρωτή γραμματέα του Συμβουλίου κ. Μιχαήλ ήταν νόμιμη, αφού σύμφωνα με το άρθρο 14(1) τα πρακτικά των συνεδριών του Συμβουλίου τηρούνται από το γραμματέα ή τον αναπληρωτή γραμματέα.»
Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω του ότι η τριμελής Επιτροπή Αξιολόγησης, που εξέφρασε απόψεις, δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει το άρθρο 16 του Νόμου. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η Επιτροπή Αξιολόγησης είναι Τμηματική Επιτροπή, που ορίζεται από το Διευθυντή του ενδιαφερομένου Τμήματος, και είναι άλλη από την Τεχνική Επιτροπή, που συστήνεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Νόμου. Τα τρία πρόσωπα που αναφέρονται στο «Πρακτικό Αξιολόγησης Προσφοράς» (Τεκμήριο 3 στην Ένσταση), ήτοι οι Σ. Κεττένης, Σ. Προκοπίου και Μ. Γρηγορίου, ήταν μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και όχι της Τεχνικής Επιτροπής. Τα μέλη της Τεχνικής Επιτροπής, που διορίστηκαν από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 16, ήσαν άλλα (Τεκμήριο 5 στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση), τα δε μέλη της Τεχνικής Επιτροπής, που έλαβαν μέρος στη συνεδρία της 7.12.1999 και αποφάσισαν να εισηγηθούν την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, ήσαν η Πρόεδρος και τα τρία μέλη των οποίων τα ονόματα αναγράφονται στα σχετικά πρακτικά (Τεκμήριο 6 στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση).
Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακυρώσεως ότι η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους Τ12 δεν πληρούσε τους όρους της προσφοράς και, ως εκ τούτου, θάπρεπε να απορριφθεί για το λόγο ότι είχε απόκλιση στο Tearing Strength, που βρέθηκε 1.5 Χ 1.6 kg αντί 1.8 Χ 1.8 kg, και συστολή στήμονα, που βρέθηκε -5% αντί 3%. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσεως τα οποία λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν από τη Διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Διοίκηση θεωρείται ότι είναι ο καλύτερος γνώστης και κριτής, η δε άποψή της αναφορικά με ζητήματα τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων είναι κατά κανόνα ανέλεγκτη, εκτός εάν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της εξουσίας. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Πορίσματα Νομολογίας Σ.τ.Ε. 1929-1959, σελ. 227
, Antigoni G. Eraclidou and Another v. Compensation Officer (Minister of Labour and Social Insurance (1968) 3 CLR 44 και Stavrinou v. Republic (1986) 3 CLR 1195). Στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της Τεχνικής Επιτροπής όσον αφορά την κρίση της ότι οι αποκλίσεις της προσφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους, στο Tearing Strength και τη συστολή στημόνων, δεν ήσαν ουσιώδεις, τοσούτω μάλλον καθ΄όσο, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο των προδιαγραφών (Τεκμήριο 1 στην Ένσταση), οι αριθμοί είναι απλώς ενδεικτικοί όσον αφορά τον καθορισμό της ποιότητας. Η εν λόγω παράγραφος έχει ως εξής:«In evaluating tenders, references in the specifications to numbers are to be interpreted on denoting level of quality and are not absolute
: (δική μου υπογράμμιση) Except where minimum and maximum values are stated, goods will not be excluded from consideration due solely, to presence of minor deviations from those stated.»Επομένως, για τις συγκεκριμένες παραμέτρους, ήτοι Tearing Strength και συστολή στημόνων, εφόσον δεν υπάρχουν minimum και maximum, η αρμόδια Τεχνική Επιτροπή εύλογα μπορούσε να θεωρήσει τις συγκεκριμένες αποκλίσεις ως μη ουσιώδεις.
Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, από τα πρακτικά της 16.12.1999 προκύπτει ότι το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο αποφάσισε να κατακυρώσει την προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος υιοθετώντας απλώς τις εισηγήσεις του Τμήματος και της Τεχνικής Επιτροπής. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο δεν υπείχε υποχρέωση να παράσχει δική του, ξεχωριστή, αιτιολογία της απόφασής του. Εφόσον οι εισηγήσεις του Τμήματος και της Τεχνικής Επιτροπής ήσαν αιτιολογημένες, (Τεκμήρια 3 και 4 στην Ένσταση), το Συμβούλιο μπορούσε, όπως και έπραξε, να τις υιοθετήσει (κατακυρώνοντας την προσφορά στον πιο φθηνό, εντός προδιαγραφών, προσφοροδότη), χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
FONT>Ρ. Γαβριηλίδης
9;Δ.
/ΧΤΘ