ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 685/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ζήνωνα Οικονόμου, από τη Λεμεσό,

Αιτητή,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

2. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

29 Μαρτίου, 2001.

Για τον αιτητή: κ. Ν. Παπαμιλτιάδους.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Τζ. Καρακάννα.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το 1993, όταν ο αιτητής ήταν 52 χρόνων, κρίθηκε αρμοδίως ότι ήταν ανίκανος για εργασία και ότι εδικαιούτο σύνταξης ανικανότητας (σε βαθμό 75%). Συναφώς αναφέρεται ότι ο αιτητής υπέφερε από στεφανιαία νόσο, κλινικό σύνδρομο στηθάγχης, σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση και διαφραγματοκήλη. Είχε υποβληθεί επίσης σε αγγειοπλαστική της δεξιάς στεφανιαίας.

Από το 1993 μέχρι 1.4.97 υποβαλλόταν κανονικά στις προβλεπόμενες ιατρικές εξετάσεις για τους σκοπούς παροχής σύνταξης και λάμβανε σύνταξη ανικανότητας.

Το 1997, όταν ο αιτητής υποβλήθηκε εκ νέου σε ιατρική εξέταση, το Ιατρικό Συμβούλιο γνωμοδότησε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του κλητήρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της σύνταξης. Με επιστολή ημερ. 24.7.97 πληροφορήθηκε πως η σύνταξή του τερματίστηκε από 1.4.1997 επειδή κρίθηκε ικανός για εργασία. Ο αιτητής αμφισβήτησε το κύρος της εν λόγω απόφασης και καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι το Ιατρικό Συμβούλιο παρέλειψε να τηρήσει πρακτικό και να διατυπώσει εγγράφως την απόφαση στην οποία κατέληξε ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης και ως εκ τούτου η προσβληθείσα απόφαση ακυρώθηκε. Βλ. Ζήνων Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 805/97, ημερ. 16.7.1999.

Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, καθόσον αφορά τη μεμπτότητα της προσβληθείσας απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου, που τελικά ακυρώθηκε, παρατίθενται αυτούσιες όπως διατυπώνονται στην απόφαση της Ζήνων Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

"1. Στις 29.5.97 το Ιατρικό Συμβούλιο συμπλήρωσε έντυπο έκθεσης, αλλά κατά ελλιπή τρόπο. Πολλές στήλες παρέμειναν κενές ενώ οι χειρόγραφες σημειώσεις κάτω από την ένδειξη "περιγραφή γενικής κατάστασης της υγείας του αιτητή με αναφορά στην ακριβή φύση και έκταση οποιασδήποτε φυσικής ή πνευματικής αναπηρίας", είναι αδύνατο να διαβαστούν.

2. Στο ερώτημα, στο ίδιο έντυπο, αν ο αιτητής είναι σήμερα ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του κλητήρα, δίνεται αρνητική απάντηση. Εν τούτοις, η απάντηση στο επόμενο ερώτημα, αν δηλαδή προβλέπεται ότι ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματός του, δημιουργεί ερωτηματικά. Δίνεται και σ΄ αυτή την ερώτηση αρνητική απάντηση.

3. Τα ερωτηματικά επιτείνονται από τις άλλες παρατηρήσεις του Ιατρικού Συμβουλίου με τις οποίες συμπληρώνεται το έντυπο. Αναφέρεται πως για να ληφθεί απόφαση είναι απαραίτητο (αν διαβάζω καλά τη λέξη) να προσκομιστούν πρόσφατο test κοπώσεως και άλλα δυσανάγνωστα.

4. Ακολουθούν στο φάκελο δυσανάγνωστο σημείωμα του ιατρού Κ. Ζαμπάρτα, δακτυλογραφημένη έκθεση για ευρήματα από "Α/Α θώρακος" που περιγράφονται ως φυσιολογικά, "Biochemisry report" και ιατρική έκθεση του Ειδικού Παθολόγου-Καρδιολόγου Μ.Α. Θεοδότου ο οποίος, όμως αναφέρεται, παρακολουθεί τον αιτητή από το 1990.

5. Χειρόγραφη σημείωση στο φάκελο, ημερομηνίας 10.7.97, προς την οποία ο "Δ.Κ.Α." εκφράζει συμφωνία στις 11.7.97, αναφέρει τα ακόλουθα:

"Καν Πέτσα,

Μετά τα σημ. 15-17, κλήθηκε για εξέταση από το Ι.Σ. (ερ. 73-72) το οποίο δεν γνωμοδότησε, γιατί ζήτησε τα ερ. 19-72. Σήμερα παρουσιάστηκαν στο Ι.Σ. τα πιο πάνω ερυθρά και οι γιατροί έκριναν ότι είναι ικανός για το επάγγελμα. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι ορθά λήφθηκε η απόφαση τερματισμού της σύνταξης."

Κατόπιν της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης συνήλθε στις 18.11.99 το αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο για επανεξέταση του θέματος. Κατά την επανεξέταση, το Ιατρικό Συμβούλιο μεταξύ άλλων έλαβε υπόψη το αποτέλεσμα άσκησης κοπώσεως στην οποία είχε υποβληθεί ο αιτητής σε χρόνο μεταγενέστερο (2.6.97) της ημερομηνίας κατά την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση ήτοι, στις 29.5.97. Αυτό προκύπτει από τη σχετική έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 18.11.99 και ειδικά στο Μέρος VI, Παρ. 5 "Αλλες παρατηρήσεις του Ιατρικού Συμβουλίου", όπου φαίνεται ότι ζητήθηκε από τον αιτητή να προσκομίσει (εκ των υστέρων) πρόσφατο τεστ κοπώσεως ημερ. 2.6.97. Και επειδή σ΄ αυτό δεν υπήρχε, καθώς αναφέρεται, ισχαιμικό εύρημα, το Ιατρικό Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα "κατόπιν τούτου κρίθηκε ικανός για εργασία".

Εκ των ανωτέρω καθίσταται πρόδηλο ότι το Ιατρικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση, στοιχείο που δεν υπήρχε κατά το χρόνο που είχε ληφθεί η ακυρωθείσα απόφαση. Αυτό ακριβώς το γεγονός, συνιστά παράβαση βασικής αρχής του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με την οποία, η επανεξέταση, ύστερα από ακυρωτική απόφαση, διενεργείται με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.

Η μεμπτότητα όμως της επίδικης απόφασης δεν εντοπίζεται μόνο στην παράβαση της πιο πάνω αρχής.

Η γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 18.11.99 στερείται και πάλιν επαρκούς αιτιολογίας. Τα κενά και οι ασάφειες που είχαν επισημανθεί στην Ζήνων Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) δεν έχουν καλυφθεί κατά την επανεξέταση. Ασάφειες ανάλογες προς τις προηγούμενες διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και στη νέα γνωμάτευση η οποία, εξεταζόμενη στο σύνολό της, δεν παρέχει επαρκή αιτιολογία της τελικής κατάληξης ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ημερομηνία που έγινε η επανεξέταση (18.11.99) ο αιτητής εξετάστηκε εκ νέου από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμοδότησε ότι είναι ανίκανος για εργασία και με βάση αυτή τη γνωμοδότηση, επανάρχισε η χορήγηση σύνταξης ανικανότητας. Με αυτή την εξέλιξη ως δεδομένη, απαιτείται νομίζω επαρκής εξήγηση αναφορικά με το λόγο για τον οποίο ο αιτητής είχε κριθεί ικανός για εργασία κατά το μεσοδιάστημα από 1.4.97 μέχρι 18.11.99. Εχω τη γνώμη πως δεν παρέχεται τέτοια επαρκής αιτιολογία, παράλειψη η οποία καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατόπιν των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Α. Κραμβής,

Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο