ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1151/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Έλενας Χαραλάμπους
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω:
1. Υπουργείου Εσωτερικών
2. Λειτουργού Μετανάστευσης
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
5 Μαρτίου 2001
Αίτηση για προσωρινό διάταγμα ημερ.
4.9.2000Για την αιτήτρια: κ. Μόντης.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Μαππουρίδης, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
----------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την προσφυγή αυτή ζητείται η ακύρωση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης της αιτήτριας ημερ. 21.7.2000 όπως και δήλωση με την οποία να αναγνωρίζεται στην αιτήτρια το δικαίωμα ανανέωσης της άδειας παραμονής της στην Κύπρο. Όπως προκύπτει από τους λόγους και τα γεγονότα που αναφέρονται σε στήριξη της προσφυγής, ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο η αιτήτρια παραπονείται για το διάταγμα απέλασης της είναι ότι δεν ελήφθη υπόψη ο γάμος της με Κύπριο πολίτη και το γεγονός ότι εκκρεμεί αίτηση διαζυγίου, η ακρόαση της οποίας έχει αρχίσει και συνεχίζεται, όπως έγινε δεκτό και από τον κ. Μαππουρίδη.
Η εισήγηση του κ. Μόντη είναι ότι θα είναι άρνηση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, αν η αιτήτρια απελαθεί και δεν της επιτραπεί να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι τη συμπλήρωση της ακρόασης της δίκης διαζυγίου, εφόσον ούτε η ίδια θα μπορεί να παρουσιάσει την υπόθεση της στο Δικαστήριο, τα δε δικαιώματα της όσον αφορά την έκβαση της δίκης και την υποστήριξη του γάμου της θα επηρεαστούν.
Όπως φαίνεται από την αίτηση η οποία είναι ενώπιον μου και με την οποία ζητείται προσωρινό διάταγμα για αναστολή του διατάγματος απέλασης, αυτή είναι και η βάση πάνω στην οποία ζητείται το ενδιάμεσο αυτό διάταγμα, πλήρης δε αναφορά στα όσα υποστηρίζουν την αίτηση γίνεται στην ίδια την αίτηση και την ένορκο δήλωση που τη συνοδεύει.
Όπως φαίνεται και από την ένσταση και την ένορκη δήλωση η οποία την συνοδεύει, υπάρχει μια εξέλιξη των γεγονότων η οποία οδήγησε, στις 7.9.1998, στη λήξη της άδειας παραμονής που εδόθη στην αιτήτρια. Έκτοτε η αιτήτρια δεν έχει άδεια παραμονής στην Κύπρο, δεν απελάθη όμως, όπως φαίνεται, για το λόγο ότι είχε καταχωρήσει προσφυγή το 1998 η οποία αφορούσε άρνηση της διοίκησης να της παραχωρήσει άλλη άδεια παραμονής. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 5.7.2000 και δεν υπήρξε καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για την απέλαση της αιτήτριας όπως προκύπτει από το διάταγμα απέλασης της 21.7.2000.
Το όλο υπόβαθρο της αίτησης για αναστολή του διατάγματος απέλασης βασίζεται πάνω στην εισήγηση ότι η απέλαση είναι αυτοτελής διοικητική πράξη, ούτως ώστε να μπορεί να ανασταλεί το διάταγμα απέλασης χωρίς να επηρεάζεται η αρχή ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί διάταγμα αναστολής αρνητικής πράξης της διοίκησης, ουσιαστικά δηλαδή διατάσσοντας εκείνο το οποίο η διοίκηση αρνήθηκε να κάμει. Πιστεύω ότι η νομολογία μας δεν επιτρέπει τέτοια θεώρηση του πράγματος. Η όλη αίτηση δε, βασίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων.
Ο κ. Μαππουρίδης με έχει παραπέμψει και στην υπόθεση Moyo & Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, στην οποία γίνεται παραπομπή και στην προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Sayigh v. The Republic (1986) 3 CLR 277, και όπου διατυπώνονται οι αρχές που διέπουν το θέμα αυτό. Τονίζεται βεβαίως το γεγονός ότι το ενδιάμεσο διάταγμα είναι εξαιρετικό μέτρο που μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μπορεί να δοθεί και εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται στη σελ. 1209 από το Δικαστή Πική (όπως ήτο τότε), που έδωσε την απόφαση, με την οποία συμφώνησαν οι Λοΐζου, Π., Δημητριάδης, Δ. και Κούρρης, Δ. (ο Δικαστής Σαββίδης έδωσε δική του απόφαση):
"(b) the application of appellant 1 for a provisional order is wholly misconceived for, in effect, it aims not merely the suspension of the act of deportation but its supplementation too, by an order of the Court authorising him to stay in the country notwithstanding the expiration of his licence.
The foremost purpose for which a provisional order is made is to preserve the status quo, that is, the situation that obtained before the making of the impugned administrative act. A provisional order, like every interim measure, must be a remedy of a kind that is in the jurisdiction of the Court to make. In effect, it is a provisional annulment of the act until the final order of the Court.
Where the act challenged is a negative one, that is, a decision leaving unchanged the legal regime, its suspension can have no consequences on the right of the subject. For this reason there is no amenity to suspend by a provisional order a negative act because the suspension can have no noticeable consequences on the rights of the pursuer. This is explained in Sayigh v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277 alongside with reference to Greek caselaw. There is no jurisdiction to reverse by a provisional order a negative act which is precisely what appellant 1 is seeking to achieve in these proceedings. The jurisdiction of the Court under article 146 is confined to a review of the legality of administrative action with a view to its annulment where illegal. The assumption of further jurisdiction would transgress the limits set by article 146 and offend the principle of separation of powers enshrined in the Constitution."
Και στην παρούσα περίπτωση, έστω και αν η απόφαση για απέλαση αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη, η έγκριση αίτησης για διάταγμα αναστολής της απόφασης για απέλαση δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα απλώς την αναστολή της απόφασης για απέλαση, αλλά ουσιαστικά και αναπόφευκτα την παραχώρηση άδειας παραμονής στην αιτήτρια εκεί που το δικαστήριο δεν έχει βεβαίως τέτοια εξουσία να κάμει. Η παράλληλη εισήγηση ότι η αιτήτρια θα είχε οποιοδήποτε δικαίωμα με βάση το Ν. 118(ΙΙΙ)/2
000 όσον αφορά τη διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για την απέλαση δεν έχει έρεισμα εφόσον ο νόμος αυτός εφαρμόζεται μόνο προκειμένου περί αλλοδαπού ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος του κράτους και στην προκειμένη περίπτωση βεβαίως με τη λήξη της άδειας παραμονής δεν υπάρχει θέμα νόμιμης παρουσίας της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Ο Ν. 118(ΙΙΙ)/2000 λοιπόν δεν έχει καμιά εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση ώστε να επηρεάζετο η νομιμότητα της απέλασης αυτής καθ΄εαυτής ως ανεξάρτητης διοικητικής πράξης.Έχει τονισθεί από τον κ. Μόντη το γεγονός ότι με την άρνηση της αιτούμενης θεραπείας η αιτήτρια ουσιαστικά θα χάσει το δικαίωμα της σε δίκαιη δίκη. Αυτό δεν είναι έτσι. Οποιοδήποτε δικαίωμα για να παραστεί ο διάδικος, είτε Κύπριος είτε αλλοδαπός, στη δίκη του, το οποίο παραχωρείται σε όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν υπόθεση ενώπιον της κυπριακής δικαιοσύνης, είναι εντελώς ανεξάρτητο από το ερώτημα της άδειας παραμονής σε σχέση με οτιδήποτε άλλο. Η αιτήτρια έχει βεβαίως συνδυάσει στην προσφυγή της την ύπαρξη της
δίκης στο Οικογενειακό Δικαστήριο με το θέμα της άδειας παραμονής της. Όμως η ενδεχόμενη ανάγκη παρουσίας της στη δίκη θα ρυθμίζεται ανάλογα με αίτημα της να παραστεί στη δίκη και επομένως να της επιτραπεί η παραμονή της στην Κύπρο ανάλογα με τις ανάγκες της δίκης και όχι ανάλογα με τη γενική υποχρέωση την οποία ισχυρίζεται ότι έχει η Δημοκρατία να της παραχωρήσει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία γενικά διαρκούσης της δίκης.Η αίτηση λοιπόν απορρίπτεται.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π