ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις
< U>αρ. 453/97 και 454/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση αρ. 453/97
Μεταξύ -
Νίνας Χ"Ρούσου από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
Υπόθεση αρ. 454/97
Μεταξύ -
1. Μαρίας Παπακυριακού, από το Γέρι
2. Φροσούλας Χριστοφόρου, από τη Λευκωσία
3. Κωνσταντίνας Μυλωνά από τη Λευκωσία
4. Αυγούστας Σολωμονίδου από την Πάφο
5. Χριστίνας Ζαμπέλλα από τη Λευκωσία
6. Παναγιώτας (Τούλας) Κυθραιώτου από τη Λευκωσία
7. Πηνελόπης (Πόπης) Χριστοφόρου από τη Λευκωσία
8. Χρυστάλλας Ζαχαρίου από τη Λάρνακα
Αιτητριών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
---------------------------
Ημερομηνία: 25 Ιανουαρίου, 2001
Για τις αιτήτριες στις δυο προσφυγές: Ε. Μαρκίδου (κα)
Για την καθής η αίτηση: Γ. Φράγκου (κα),
Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Για την ενδιαφ. Χλόη Γρηγορίου: Τ. Παπαδόπουλος
Για την ενδιαφ. Μελινέ Αλούπα: Μ. Θρασυβούλου
------------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτήτριες - και στις δυο προσφυγές - προσβάλλουν την απόφαση της Ε.Δ.Υ. (καθής η αίτηση), ημερ. 29/1/97, με την οποία επέλεξε, μεταξύ άλλων, και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για προαγωγή στη μόνιμη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, από 1/3/97. Συγκαταλέγεται στις θέσεις προαγωγής.
Χρειάζεται εδώ μια αποσαφήνιση που αφορά τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις δυο προσφυγές. Δεν είναι ακριβώς τα ίδια. Στην προσφ. αρ. 453/97 είναι η Ευανθία Θεοφάνους και άλλα 7 πρόσωπα, που είναι κοινά με εκείνα της προσφ. 454/97. Πρόκειται για τους Κυριάκο Σιαμμά, Κυπριανό Λ. Μιχαηλίδη, Μάρω Φιλίππου, Χλόη Γρηγορίου, Θεοφάνη Παναγιώτου, Δέσπω Ιωσήφ και Κυριάκο Σ. Θεοδοσίου. Επιπρόσθετα, στην προσφ. αρ. 454/97 προσβάλλεται η προαγωγή και των εξής υπαλλήλων: Μελινέ Αλούπα, Ελένης Μαρκίδου, Μαρίας Μαυρογένους, Σωτηρούλας Κωνσταντίνου, Παναγιώτας Μιχαηλίδου, Αντωνίας Χαρίτωνος, Παναγιώτας Κ. Λουκαΐδου και Ιωάννη Κυπριανίδη.
Αποσαφηνίζεται περαιτέρω ότι είχε διαταχθεί αρχικά η συνεκδίκαση των προσφυγών αυτών με τις υπ' αρ. 451/97 και 465/97. Η τελευταία απορρίφθηκε μετά από αίτημα απόσυρσης της. Η προσφ. αρ. 451/97 αποσυνδέθηκε για να εκδοθεί (σήμερα επίσης) χωριστή απόφαση, για το λόγο που αναφέρω σ' αυτή.
Θα ήταν αρκετό να δοθεί, σε αδρές γραμμές, το υπόβαθρο των υποθέσεων. Υπήρχαν 30 κενές θέσεις Γραμματειακού Λειτουργού για τις οποίες αποτάθηκαν περισσότεροι από 700 υποψήφιοι. Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε τις υποψηφιότητες σε συνεδρίαση της ημερ. 29/1/97. Σ' αυτήν παρέστη ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (στο εξής ο Διευθυντής). Ο Διευθυντής εισηγήθηκε για προαγωγή 30 από τους υποψηφίους, ως τους καταλληλοτέρους, που ήταν και η τελική επιλογή της Ε.Δ.Υ. Μεταξύ τους ήταν και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Στέκομαι στις συστάσεις, στις οποίες, βασικά, επικεντρώθηκαν οι επικρίσεις, για να δώσω πρώτα με συνοπτικότητα το περιεχόμενο τους. Ο Διευθυντής ανέφερε ότι η εισήγηση του ήταν αποτέλεσμα της μελέτης και αξιολόγησης των στοιχείων των υποψηφίων, όπως προκύπτουν από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων. Περαιτέρω, διαμόρφωσε άποψη και από πληροφορίες που πήρε από άμεσα προϊσταμένους τους. Προσπάθησε ακόμα, όπως ανέφερε, να εφαρμόσει ενιαίο μέτρο κρίσης "δεδομένου ότι τα μέλη του Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού είναι διασκορπισμένα σε πολλές υπηρεσίες και αξιολογούνται από διάφορους προϊσταμένους". Απέδωσε δε ιδιαίτερη βαρύτητα στις πληροφορίες του "ενόψει της πληθώρας των ομάδων αξιολόγησης οι οποίες εφαρμόζουν διαφορετικά μέτρα κρίσης. Έλαβε επίσης υπόψη ότι τα προδιαγεγραμμένα από το Σχέδιο Υπηρεσίας καθήκοντα της θέσης υπαγορεύουν την ανάληψη ευθύνης "για την οργάνωση και λειτουργία αρχείων και την εποπτεία γραμματειακού και άλλου βοηθητικού προσωπικού καθώς επίσης και την εκτέλεση άλλων διοικητικών καθηκόντων."
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. υπήρξε ομόφωνη εκτός στην περίπτωση της Π. Λουκαΐδη, για την προαγωγή της οποίας διαφώνησε ένα από τα μέλη της Ε.Δ.Υ.
Είναι κοινός ισχυρισμός των αιτητριών ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συμπίπτει με τα στοιχεία των φακέλων, έρχεται σε αντίθεση με αυτά και είναι αναιτιολόγητη. Παράνομα, ισχυρίζονται περαιτέρω, στηρίχθηκε αποκλειστικά στις πληροφορίες των άμεσα προϊσταμένων, που παραμένουν άγνωστες. Με αυτό τον τρόπο υποκαταστάθηκαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις. Επιπρόσθετα, οι αιτήτριες στην προσφ. αρ. 454/97 ισχυρίζονται - σε σχέση με την ενδιαφερόμενη Μ. Αλούπα - ότι οι πληροφορίες που συνέλεξε ο Διευθυντής αντικατέστησαν στην ουσία τις εκθέσεις της των ετών 1991-1995, που είχαν ακυρωθεί. Επίσης οι αιτήτριες υπέβαλαν ότι παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα των έναντι των ενδιαφερόμενων προσώπων.
Η Δημοκρατία υποστήριξε ότι οι συστάσεις είναι ορθές και αιτιολογημένες. Ο Διευθυντής σχολίασε ονομαστικά κάθε υπάλληλο που πρότεινε. Δεν είχε υποχρέωση να πράξει το ίδιο και για όσους δεν συνέστησε, παρόλο που έδωσε και δικαιολογία γιατί το απέφυγε. Η αγόρευση των αιτητριών χαρακτηρίστηκε ως θεωρητική χωρίς αναφορές στα περιστατικά των υποθέσεων αντιφατική και ατεκμηρίωτη.
Είναι ορθό ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν οι αιτιάσεις των αιτητριών κατά των συστάσεων Δεν αναφέρθηκαν, με τρόπο σαφή, τα στοιχεία που, κατά τους ισχυρισμούς των αιτητριών, εμπεδώνουν την υπεροχή τους, απέναντι στους προαχθέντες. Και, συνάμα, φανερώνουν πού και σε ποιό βαθμό συγκρούονται με τα τηρούμενα υπηρεσιακά δεδομένα. Το δικαστήριο δεν εξετάζει γενικά και αόριστα ισχυρισμούς που πρόβαλαν οι διάδικοι. Οι ίδιοι έχουν καθήκον από τη μάζα του υλικού να επισημάνουν ό,τι υποστηρίζει την υπεροχή τους σε οποιοδήποτε τομέα κρίσης.
Την υποχρέωση αυτή έχει εντοπίσει - και τονίσει εμφαντικά - ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 στη σελ. 607:
"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Kassinos Construction Ltd. (Α.Ε. 982 και 983, αποφασίστηκε στις 16/11/90, Abdolali Kadivari ν. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 435/92, αποφασίστηκε στις 28/8/92, και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 1165/91, αποφασίστηκε στις 17/2/93)]."
Η ουσία της απόφασης έγκειται σε ό,τι υπογραμμίστηκε. Η σκέψη πίσω από την υπογράμμιση ισχύει κατά μείζονα λόγο στις υπό κρίση υποθέσεις, που έχουμε ογκώδες υλικό και μεγάλο αριθμό εμπλεκομένων. Δεν προβαίνει ένας σε γενικούς ισχυρισμούς και αφήνει τη διερεύνηση τους και την εκτίμηση των επιπτώσεων τους στο δικαστήριο. Συνεπώς, δεν τεκμηριώθηκε υπεροχή των αιτητριών ή αντίθεση των συστάσεων προς τα στοιχεία των φακέλων.
Το θέμα της συλλογής πληροφοριών από προϊσταμένους έχει εγερθεί παρόλο που υπάρχει πληθώρα αποφάσεων που το επέλυσε οριστικά. Δεν υφίσταται υποχρέωση καταχώρησης τέτοιων πληροφοριών, των οποίων η επίδραση στη διαμόρφωση της γνώμης του Διευθυντή είναι ανέλεγκτη. Η θέση της νομολογίας εκφράζεται και στην απόφαση Α.Ε. 817 Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 12/7/90:
"Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον προϊστάμενο του τμήματος, ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τις υποψήφιες. Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά."
Αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό της αιτήτριας Αυγούστας Σολομωνίδου στην προσφ. 454/97 πως υπερέχει σε αρχαιότητα όλων των ενδιαφερόμενων προσώπων, παρατηρώ ότι πρόκειται για ότι έχει χαρακτηρισθεί "απομακρυσμένη αρχαιότητα", αφού αφορά αρχαιότητα 2 ετών προηγούμενης θέσης δηλ. του Γραφέα 2ης τάξης. Έχει νομολογηθεί ότι αυτής της μορφής η υπεροχή μόνο οριακή σημασία μπορεί να έχει. Η αρχαιότητα στην οποία αποδίδεται βαρύτητα είναι αυτή που προκύπτει από την τελευταία θέση πριν από την προαγωγή εφόσον τα λοιπά στοιχεία κρίσης είναι ίσα: Παρτελλίδης ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 480. Οι αιτήτριες, στην ίδια προσφυγή, Μ. Παπακυριακού, Χρ. Ζαμπέλα, Παναγιώτα Κυθραιώτου και Πηνελόπη Χριστοφόρου ισχυρίστηκαν πως είναι αρχαιότερες κατά 1 χρόνο των ενδιαφερομένων Σ. Κωνσταντίνου, Π. Μιχαηλίδου, Α. Χαρίτωνος, Π. Λουκαΐδου. Το στοιχείο αυτό αφορά πάλιν την προηγούμενη θέση Γραφέα 2ης τάξης. Δεν προσμετρά όμως υπέρ τους δεδομένου που δεν απέδειξαν ισότητα στο κριτήριο της αξίας και των προσόντων. Αντίθετα, φαίνεται να υπάρχει κάποια υπεροχή των ενδιαφερόμενων προσώπων.
Το απόσπασμα της εισήγησης του Διευθυντή, που αναφέρεται στην ενδιαφερόμενη Μ. Αλούπα έχει ως εξής:
"Η Αλούπα Μελινέ, παρά το γεγονός ότι οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις της για τα έτη 1991-1995 θεωρήθηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ως άκυρες, τα προηγούμενα χρόνια στις Εκθέσεις της αξιολογείτο ως εξαίρετη. Έχω συγκεντρώσει πληροφορίες από το περιβάλλον εργασίας της και για τα έτη που δεν
Προκύπτει από το κείμενο αυτό ότι ο Διευθυντής είχε υπόψη του ποία ήταν η τύχη των εκθέσεων των ετών 1991-1995 της ενδιαφερόμενης, αλλά διαπίστωσε (από τα αντικειμενικά δεδομένα) ότι είχε βαθμολογηθεί ως εξαίρετη για τα προηγούμενα χρόνια. Οι πληροφορίες που πήρε ο Διευθυντής απλώς επιβεβαιώνουν "ότι πρόκειται για αξιόπιστη και αποδοτική υπάλληλο, πρόθυμη για συνεχή προσφορά εργασίας". Δε νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο, όπως εισηγήθηκαν οι αιτήτριες, ο Διευθυντής "λαμβάνει υπόψη του τις άκυρες εκθέσεις ή υποκαθιστά το περιεχόμενο τους".
Η αιτήτρια στην προσφ. 453/97 παραπονείται ότι ο Διευθυντής δεν αναφέρει στην εισήγηση του τους λόγους για τους οποίους δε συστήθηκε. Όπως, όμως έχει λεχθεί στη Καψοσιδέρης ν.Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, 175:
"Η ονομαστική αναφορά στους υποψηφίους δεν κρίνεται απαραίτητη, αφού από τη διατύπωση του σχετικού αποσπάσματος των πρακτικών φαίνεται ότι ο Διευθυντής προέβη σε ανάλυση των δεδομένων και σύγκριση των υποψηφίων."
Διαπιστώνεται και εδώ από το πρακτικό πως έγινε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων, οπόταν δεν χρειαζόταν να μνημονευθεί ειδικά το όνομα της αιτήτριας.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε δικαιολογείται πιστεύω το συμπέρασμα μου ότι η σύσταση δεν πάσχει από τις πλημμέλειες που της προσάπτονται.
Το τελευταίο επιχείρημα των αιτητριών αφορά την αιτιολογία της επίδικης πράξης διότι στηρίχθηκε σε παράνομη σύσταση. Είναι δε αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας. Το σχετικό πρακτικό της 29/1/97 δείχνει ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη και σε δική της διερεύνηση των στοιχείων και αιτιολογημένα κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου καμιά από τις αιτήτριες δεν έχει ισχυριστεί ότι είναι έκδηλα υπέρτερη των ενδιαφερομένων.
Οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. Οι προσφυγές απορρίπτονται. Με έξοδα σε βάρος των αιτητριών.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ