ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 174/99
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
P. J. Construction Ltd., από τη Λευκωσία
Αιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθού η αίτηση
----------------------------
Ημερομηνία:
25 Ιανουαρίου, 2001Για την αιτήτρια: Δ. Κακουλλής
Για τον καθού η αίτηση: Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα (κα), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι εργοληπτική εταιρεία. Έχει το σχήμα εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Διευθυντής της - θα φανεί γιατί το αναφέρω - είναι ο κ. Γ. Παπαναστασίου από το Στρόβολο. Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ο Διευθυντής), που κοινοποιήθηκε στην εταιρεία με επιστολή ημερ. 4/12/98. Με αυτή ζητήθηκε από την εταιρεία η καταβολή εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την ασφαλιστέα απασχόληση του Ζ. Καλογήρου. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι εργοδοτήθηκε από την αιτήτρια για την περίοδο από 4/9/97 μέχρι 31/10/97 και από 1/2/98 μέχρι 31/7/98. Προηγήθηκε γραπτό παράπονο του κ. Καλογήρου ονομαστικά κατά της εταιρείας ότι δεν κατέβαλε τις εισφορές για την περίοδο εκείνη.
Το παράπονο ερευνήθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λευκωσίας. Λήφθηκαν καταθέσεις από τον κ. Καλογήρου και άλλο πρόσωπο, τον κ. Λ. Καδή, που επίσης υπέβαλε καταγγελία κατά της αιτήτριας, ισχυριζόμενος ότι αυτή παρέλειψε να πληρώσει εισφορές για την περίοδο που τον απασχόλησε, η οποία συμπίπτει ουσιαστικά με εκείνη του κ. Καλογήρου. Η έρευνα περατώθηκε με κατάθεση από τον προμνησθέντα κ. Παπαναστασίου, ο οποίος ανέφερε σ' αυτήν ότι η εταιρεία του ανέλαβε ανακαίνιση οικοδομής στο Στρόβολο. Ανέθεσε δε υπεργολαβικά ορισμένες εργασίες στον κ. Καλογήρου για το συμφωνηθέν ποσό των £1.600. Ο κ. Καλογήρου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εργοδοτούσε τον άλλο παραπονούμενο Λ. Καδή.
Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι η Δημοκρατία απέσυρε προδικαστική της ένσταση, η οποία αφορούσε τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης. Συγκεκριμένα ότι δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Κατά τη γνώμη μου ορθά έπραξε. Δε θα ευσταθούσε, υπό τις συνθήκες και περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, ενόψει και των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη η απόφαση Ιωάννου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 493, 497:
"Ο νόμος συναρτά την καταβολή εισφορών με την υποχρέωση για ασφάλιση, και καθιστά το Διευθυντή κριτή της ύπαρξης υποχρέωσης τουλάχιστο στην περίπτωση που η υποχρέωση αμφισβητείται. Κάθε απόφαση του Διευθυντή για την υπαγωγή προσώπου στις διατάξεις του νόμου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε δικαστική αναθεώρηση. Η εκτίμηση αυτή είναι συνέπεια των επιπτώσεων που ενέχει η απόφαση στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του επηρεαζομένου, οπόταν γεννάται αντίστοιχο δικαίωμα για την αναθεώρηση της απόφασης βάσει των διατάξεων του άρθρου 146.1........"
Βασική προϋπόθεση για την ευθύνη του εργοδότη να καταβάλει εισφορές είναι η υπό του εργοδοτούμενου παροχή εξηρτημένης εργασίας. Με άλλα λόγια πρέπει να υφίσταται μεταξύ τους η σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Τα εφαρμοζόμενα κριτήρια έχουν εξετασθεί και καθιερωθεί από τη νομολογία: μια τελευταία απόφαση της Ολομέλειας, που ασχολήθηκε με το θέμα αυτό είναι η Α.Ε. 2048 Τsapaco Catering Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 22/10/98, στην οποία γίνεται αναφορά εκτός από την κυπριακή και στην αγγλική νομολογία επί του θέματος.
Αυτό που προκύπτει από τις αποφάσεις είναι ότι βασική προϋπόθεση υπαγωγής στην κρατική ασφάλιση είναι η παροχή εξηρτημένης εργασίας. Ο χαρακτήρας αυτός της εργασίας κρίνεται με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε περίπτωσης, από το αν εκείνος που προσφέρει την εργασία του τελεί, κατά την εκτέλεση της, υπό την καθοδήγηση του εργοδότη. Σε μια τέτοια περίπτωση η εργασία θεωρείται εξηρτημένη. Με συνέπεια την ύπαρξη ευθύνης του εργοδότη προς καταβολή εισφορών. Αν αντίθετα το συγκεκριμένο πρόσωπο ενεργεί ελεύθερα, όπως συμβαίνει με ένα υπεργολάβο, η εργασία δεν είναι εξηρτημένη και δεν υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Πρέπει να έχουμε υπόψη, εξετάζοντας την υπόθεση, ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 76(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 41/80, όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ των θεμάτων που μπορεί να επιλύσει ο Διευθυντής είναι τα παρακάτω, που περιλαμβάνουν και την παρούσα διένεξη:
"76.(1) Εάν ήθελε προκύψει οιονδήποτε των ακολούθων ζητημάτων, ήτοι -
(α) εάν οιαδήποτε απασχόλησις ή κατηγορία απασχολήσεως είναι ή θα καταστή ασφαλιστέα
(β) εάν πρόσωπόν τι είναι ή ήτο μισθωτόν.
(γ) εάν πρόσωπόν τι είναι ή ήτο αυτοτελώς εργαζόμενον
.(δ) ποίος είναι ή ήτο ο εργοδότης μισθωτού τινός.
(ε) εάν δυνάμει του άρθρου 4, του άρθρου 12 ή του άρθρου 15 είναι καταβλητέαι εισφοραί υπό προσώπου τινός ή αναφορικώς προς τούτο
................................... ..................................
τούτο επιλύεται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, υπό του Διευθυντού.
(2) .............................................."
Η ουσία της αγόρευσης του κ. Κακουλλή είναι ότι η αιτήτρια δεν εμπλέκεται καθόλου στην κρινόμενη υπόθεση. Ουδέποτε εργοδότησε η ίδια τον κ. Καλογήρου, ο οποίος στην κατάθεση του παραδέχεται ότι τον προσέλαβε ο κ. Παπαναστασίου εναντίον του οποίου στρέφει το παράπονο του στην κατάθεση του. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά επισημαίνεται ότι υπάρχει και η γραπτή καταγγελία του, η οποία έγινε ρητά εναντίον της αιτήτριας (Παράρτημα Α της ένστασης
).Ανεξάρτητα όμως από αυτό, δεν αποτελεί προϋπόθεση, από οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή κανονισμού, η προγενέστερη καταγγελία των θιγομένων. Το θέμα μπορεί να ανακινήσει αυτεπάγγελτα, ασκώντας τις σχετικές αρμοδιότητες του, ο Διευθυντής. Περαιτέρω, ο εν λόγω Παπαναστασίου παραδέχεται στην κατάθεση του ότι έχει τη θέση διευθυντή της εταιρείας. Ακόμη υπάρχουν στο φάκελο οι αποδείξεις πληρωμής χρημάτων, στις οποίες αναγράφεται το όνομα του κ. Καλογήρου, οι οποίες υπογράφονται εκ μέρους της εταιρείας. Ότι υφίσταται σχέση μεταξύ του προμνησθέντος και της εταιρείας προκύπτει αβίαστα από την παραδοχή του διευθυντή της εταιρείας. Μόνο που πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο Καλογήρου δεν εργοδοτήθηκε ως υπάλληλος της εταιρείας, αλλά ως ανεξάρτητος υπεργολάβος.
Καταλήγω ότι υπήρχε ενώπιον του Εφόρου μαρτυρία, προερχόμενη και από τους δύο εργαζόμενους, από την οποία μπορούσε να αχθεί στην επίδικη απόφαση. Ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι δεν προσκομίστηκε και οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία που να υποστηρίζει την εκδοχή της αιτήτριας περί υπεργολαβίας. Τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκα είναι μεταξύ άλλων: (α) ότι η εταιρεία προμήθευε τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσε ο προμνησθείς, (β) ότι αυτός είχε τακτικό ωράριο, και (γ) ότι πληρωνόταν για υπερωρίες πέραν της εβδομαδιαίας αμοιβής του.
Η επίδικη απόφαση ήταν, υπό τις συνθήκες αυτές, λογικά εφικτή.
Επικρίθηκε επίσης η απόφαση και για έλλειψη αιτιολογίας. Η μομφή είναι αβάσιμη. Δόθηκε επαρκής αιτιολογία της απόφασης στην επιστολή ημερ. 4/12/98, (παράρτημα Γ), η οποία μάλιστα θεμελιώνεται από τα στοιχεία του φακέλου:
"Η πιο πάνω απόφαση μας υποστηρίζεται από τα εξής δεδομένα:
1. Ελέγχατε και εποπτεύατε την εργασία που εκτελούσε ο κ. Καλογήρου,
2. Διαθέτατε τα μέσα και τα εργαλεία για την εργασία του,
3. Υπήρχε ωράριο εργασίας και καθορισμένος μισθός,
4. Δεν υπήρχε μεταξύ σας γραπτή συμφωνία για συνεταιρική ή εργολαβική εργασία,
5. Από τον κ. Καλογήρου παρεχόταν γενικά εξηρτημένη εργασία η οποία δημιουργούσε μεταξύ σας σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου."
Μπορεί να λεχθεί ως κατακλείδα ότι κανένας από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης δεν έχει θεμελιωθεί. Γιαυτό και απορρίπτω την αίτηση. Με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Σ. Νικήτας,
9;Δ.
/Κασ