ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 1115
8 Νοεμβρίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡIΑ Ξ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/ Η
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
ΤΟΥΛΑ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/ Η
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 407/1997, 472/1997)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσβολή με την ίδια προσφυγή περισσοτέρων του ενός διορισμών ― Παραδεκτή εφόσον οι διορισμοί διενεργήθηκαν με την ίδια διοικητική πράξη.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Εξέταση λόγων ακυρώσεως που δεν έχουν περιληφθεί στο δικόγραφο της Αίτησης ― Η περίπτωση εξέτασης λόγου που ανάγεται στη δημόσια τάξη και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.
Έννομο Συμφέρον ― Αιτήτριας να προσβάλλει την σύνθεση Επιτροπής αξιολόγησης για διορισμό στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, όταν και η ίδια είχε περιληφθεί στον κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων τον οποίο κατήρτισε η συγκεκριμένη Επιτροπή.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Διορισμοί ― Συμβούλιο Προσλήψεων ― Άρθρο 13Α(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και Καν. 5, 6 και 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) ― Περιστάσεις παραβίασης του νομοθετικού πλαισίου στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Οι αιτήτριες προσέβαλαν τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στις εξειδικευμένες θέσεις Εγκληματολόγου/Κοινωνιολόγου/Ψυχολόγου (βαθμός Υπαστυνόμου).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία για την πλήρωση των τριών θέσεων και ο διορισμός του ενός ΕΜ σ' αυτές έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερομηνίας 27.1.97, η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό. Αυτό που διαφέρει είναι η ημερομηνία έναρξης του διορισμού και η ημερομηνία δημοσίευσης στις Εβδομαδιαίες Διαταγές όσον αφορά το διορισμό του εν λόγω ΕΜ. Το γεγονός αυτό, αφού διορίστηκε με την ίδια προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει σημασία.
2. Το θέμα της νόμιμης συγκρότησης και της αρμοδιότητας της Επιτροπής, του Συμβουλίου Προσλήψεων κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς, ως γνωμοδοτήσαντος οργάνου, ανάγεται στη δημόσια τάξη και εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Η αιτήτρια στην υπ. αρ. 472/97, παρόλον ότι περιλήφθηκε στον κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων που κατήρτισε η Επιτροπή, αναμφίβολα επηρεάστηκε από τη διαδικασία, αφού η Επιτροπή βαθμολόγησε τους υποψήφιους και δεν κατήρτισε πίνακα επιτυχόντων όπως απαιτούσαν ο Νόμος και οι Κανονισμοί, αλλά κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων.
3. Ο διορισμός στις επίδικες θέσεις διέπεται από το Άρθρο 13Α(1) και (9) του Νόμου και τους Κανονισμούς 5, 6 και 10 (Κ.Δ.Π. 51/89). Το ίδιο άρθρο στο εδάφιο (9) ορίζει ότι πριν από κάθε πρόσληψη ο Αρχηγός ζητά τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσλήψεων το οποίο, όπως προβλέπεται, "θα συσταθεί για το σκοπό αυτό, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του οποίου ήθελαν καθοριστεί με Κανονισμούς . . . .". Ο Κανονισμός 5(1) καθιδρύει Συμβούλιο Προσλήψεων με καθορισμένη σύνθεση. Θα απαρτίζεται από το Διευθυντή Εκπαίδευσης και δύο άλλους Ανώτερους Αξιωματικούς τους οποίους θα διορίζει ο Αρχηγός με την έγκριση του Υπουργού. Ο Κανονισμός 5(2) καθορίζει τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων. Ο Κανονισμός 6 καθορίζει τη διαδικασία διορισμού. Οι αιτήσεις που υποβάλλονται διαβιβάζονται στο Συμβούλιο Προσλήψεων το οποίο ενεργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 5. Ο τρόπος σύστασης της Επιτροπής εν προκειμένω καθώς και η σύστασή της με ιδιαίτερους όρους εντολής, δεν μπορεί να απέληξε σε καθίδρυση του Συμβουλίου Προσλήψεων, που επιβάλλουν ο Νόμος και οι Κανονισμοί. Η Επιτροπή δεν λειτούργησε κατά τρόπο εναρμονισμένο προς τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων. Δεν κατάρτισε πίνακα επιτυχόντων αλλά κατάλογο υποψηφίων που θεωρούνται καταλληλότεροι. Η συσταθείσα Επιτροπή δεν λειτούργησε τόσο από άποψη σύνθεσης όσο και από άποψη αρμοδιότητας όπως προβλέπεται να λειτουργεί το Συμβούλιο Προσλήψεων. Συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.
Oι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Thermphase Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1996) 4 A.A.Δ. 2714,
Ιταλού v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1027,
Πασχάλη v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 421/98, ημερ. 27/9/99,
Χ''Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261,
Διογένους v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 958/97, ημερ. 12/10/00.
Προσφυγές.
Προσφυγή από την αιτήτρια (Υπ. Aρ. 407/97) εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην εξειδικευμένη θέση Κοινωνιολόγου στην Αστυνομία στο βαθμό του Υπαστυνόμου και προσφυγή από την αιτήτρια (Υπ. Aρ. 472/97) εναντίον του διορισμού του πιο πάνω ενδιαφερόμενου μέρους στην ίδια θέση και άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών στην εξειδικευμένη θέση Εγκληματολόγου / Κοινωνιολόγου / Ψυχολόγου.
Ν. Κλεάνθους για Μ. Τριανταφυλλίδη, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 407/97.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 472/97.
Μ. Φλωρέντζος με Ε. Λεωνίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Σ. Ασπρόφτας για Π. Σαρρή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 στην Υπόθεση Αρ. 472/97.
Ε. Παπακωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3, στην Υπόθεση Αρ. 407/97.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια στην προσφυγή 407/97, η οποία είναι αστυφύλακας, διεκδίκησε διορισμό στην εξειδικευμένη θέση Κοινωνιολόγου στην Αστυνομία, στο βαθμό του Υπαστυνόμου.
Η αιτήτρια στην προσφυγή 472/97 διεκδίκησε διορισμό στις εξειδικευμένες θέσεις Εγκληματολόγου/Κοινωνιολόγου/Ψυχολόγου.
Στη θέση του Κοινωνιολόγου διορίστηκε ο Στέλιος Σεργίδης, ο διορισμός του οποίου προσβάλλεται με την προσφυγή 407/97. Στη θέση του Εγκληματολόγου διορίστηκε ο Χαρίλαος Θεμιστοκλέους και στη θέση του Ψυχολόγου ο Κώστας Βέης. Με την προσφυγή 472/97 προσβάλλεται ο διορισμός και των τριών ενδιαφερόμενων μερών.
Προκηρύχθηκαν τρεις θέσεις Eγκληματολόγου/Κοινωνιολόγου/ Ψυχολόγου για τις οποίες υποβλήθηκαν 61 αιτήσεις. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την πλήρωση τους ήταν ενιαία. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας ζήτησε έγκριση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για το διορισμό Επιτροπής με κατονομαζόμενα πρόσωπα ως Πρόεδρο και Μέλη. Ταυτόχρονα καθόρισε το σκοπό της: ". . . . . . να αξιολογήσουν τις αιτήσεις, να καλέσουν σε προσωπική συνέντευξη τους αιτητές και να μου υποβάλουν τις εισηγήσεις τους."
Η συσταθείσα τριμελής Επιτροπή μελέτησε τις αιτήσεις και κάλεσε σε προφορική συνέντευξη 46 υποψήφιους οι οποίοι πληρούσαν κατά την άποψη της τα απαιτούμενα προσόντα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν οι αιτήτριες και τα ΕΜ. Στη συνέχεια η Επιτροπή κατάρτισε κατάλογο, που περιλάμβανε τους 12 καταλληλότερους για διορισμό υποψήφιους, τον οποίο υπέβαλε στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Σ' αυτόν περιλαμβάνονταν η αιτήτρια στην 472/97 και τα ΕΜ, όχι όμως η αιτήτρια στην 407/97.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας αφού μελέτησε την έκθεση της Επιτροπής αποφάσισε, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 13Α(1) του Περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, το διορισμό των ΕΜ στις θέσεις Εγκληματολόγου/Κοινωνιολόγου/Ψυχολόγου όπως πιο πάνω παρέθεσα. Οι διορισμοί εγκρίθηκαν από τον Υπουργό. Ο διορισμός των ΕΜ στις θέσεις Κοινωνιολόγου και Ψυχολόγου από 4.3.97 δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας στις 7.4.97. Ο διορισμός του ΕΜ στη θέση Εγκληματολόγου από 8.9.97 δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές στις 8.9.97.
Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν στην ένσταση τους ότι το ΕΜ Θεμιστοκλέους δεν διορίστηκε με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και συνεπώς δεν μπορεί να προσβάλλεται ο διορισμός του με την προσφυγή 472/97. Η εισήγηση αυτή δεν αναπτύχθηκε στη γραπτή αγόρευση και συνεπώς θεωρείται ότι εγκαταλείπεται. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν είναι ορθή. Όπως λέχθηκε, ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία για την πλήρωση των τριών θέσεων και ο διορισμός του ΕΜ σ' αυτές έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερομηνίας 27.1.97, η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό. Αυτό που διαφέρει είναι η ημερομηνία έναρξης του διορισμού και η ημερομηνία δημοσίευσης στις Εβδομαδιαίες Διαταγές όσο αφορά το διορισμό του πιο πάνω ΕΜ. Το γεγονός αυτό, αφού διορίστηκε με την ίδια προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει σημασία.
Η αιτήτρια στην 407/97 πρόβαλε λόγο ακύρωσης απτόμενο της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας για παράβαση του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89).
Οι καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν ότι δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει το κύρος της απόφασης του Αρχηγού αφού είχε αποκλειστεί από την Επιτροπή και συνεπώς δεν ήταν δυνατό να διοριστεί.
Ο Αρχηγός, σύμφωνα με το άρθρο 13Α(5) του Νόμου, είναι αναγκασμένος να επιλέξει αποκλειστικά από τους υποψήφιους που περιλαμβάνονται στον πίνακα που κατήρτισε το Συμβούλιο Κρίσης. Η αιτήτρια, η οποία είχε αποκλειστεί από τον κατάλογο, δεν νομιμοποιείται να αμφισβητήσει την τελική απόφαση του Αρχηγού.
Πρόβαλαν επίσης ότι δεν μπορεί να ισχυριστεί οποιοδήποτε ελάττωμα σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής που οδήγησε σε αποκοπή της αιτήτριας από την περαιτέρω διαδικασία αφού δεν περιλήφθηκε κανένας τέτοιος λόγος στην αίτηση ακύρωσης.
Τα πιο πάνω λεχθέντα είναι χωρίς σημασία διότι το θέμα της νόμιμης συγκρότησης και της αρμοδιότητας της Επιτροπής, του Συμβουλίου Προσλήψεων κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς, ως γνωμοδοτήσαντος οργάνου, ανάγεται στη δημόσια τάξη και εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 607 και Thermphase Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1996) 4 A.A.Δ. 2714).
Η αιτήτρια στην 472/97 πρόβαλε λόγους ακύρωσης απτόμενους της συγκρότησης της Επιτροπής. Ανέφερε ότι η συσταθείσα Επιτροπή ήταν μία "ad hoc Επιτροπή" στην οποία δόθηκε συγκεκριμένη εντολή, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, και δεν καθιδρύθηκε το Συμβούλιο Προσλήψεων που προνοούν ο Νόμος και οι Κανονισμοί. Η δικηγόρος της αιτήτριας στις διευκρινήσεις που έγιναν αναφέρθηκε στις αποφάσεις Ιταλού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1027 και Πασχάλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 421/98, ημερ. 27.9.99.
Δεν θα ασχοληθώ με την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση ότι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης δεν περιλήφθηκαν στην αίτηση ακύρωσης. Θα τους εξετάσω εν πάση περιπτώσει αυτεπαγγέλτως.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση πρόβαλε στη συμπληρωματική του αγόρευση ότι η αιτήτρια στην 472/97 δεν νομιμοποιείται να εγείρει τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης επειδή περιλαμβανόταν στον κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων. Η πιο πάνω εισήγηση είναι χωρίς σημασία αφού όπως λέχθηκε θα εξεταστούν από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια, παρόλον ότι περιλήφθηκε στον κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων που κατήρτισε η Επιτροπή, αναμφίβολα επηρεάστηκε από τη διαδικασία, αφού η Επιτροπή βαθμολόγησε τους υποψήφιους (βλ. Χ" Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261, 265) και δεν κατήρτισε πίνακα επιτυχόντων όπως απαιτούσαν ο Νόμος και οι Κανονισμοί, αλλά κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων.
Ο διορισμός στις επίδικες θέσεις διέπεται από το άρθρο 13Α(1) και (9) του Νόμου και τους Κανονισμούς 5, 6 και 10 (Κ.Δ.Π. 51/89).
Το Άρθρο 13(Α) εδ.(1) του Νόμου ορίζει:
"Τα μέλη της Δύναμης μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό, με την έγκριση του Υπουργού."
Το ίδιο άρθρο στο εδάφιο (9) ορίζει ότι πριν από κάθε πρόσληψη ο Αρχηγός ζητά τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσλήψεων το οποίο, όπως προβλέπεται, "θα συσταθεί για το σκοπό αυτό, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του οποίου ήθελαν καθοριστεί με Κανονισμούς . . . .".
Ο Κανονισμός 5(1) καθιδρύει Συμβούλιο Προσλήψεων με καθορισμένη σύνθεση. Θα απαρτίζεται από το Διευθυντή Εκπαίδευσης και δύο άλλους Ανώτερους Αξιωματικούς τους οποίους θα διορίζει ο Αρχηγός με την έγκριση του Υπουργού.
Ο Κανονισμός 5(2) καθορίζει τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων:
"(α) Αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτήσεων των υποψηφίων για πρόσληψη.
(β) Ορισμός ημερομηνίας εξέτασης των υποψηφίων, προφορικής ή και γραπτής, κατά την κρίση του Συμβουλίου Προσλήψεων.
(γ) Διεξαγωγή και βαθμολογία των γραπτών ή και προφορικών εξετάσεων των υποψηφίων.
(δ) Καταρτισμός πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας στις εξετάσεις και υποβολή του στον Αρχηγό."
Ο Κανονισμός 6 καθορίζει τη διαδικασία διορισμού. Οι αιτήσεις που υποβάλλονται διαβιβάζονται στο Συμβούλιο Προσλήψεων το οποίο ενεργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 5.
Ο Κανονισμός 6(4) καθορίζει:
"Ο Αρχηγός, με βάση τον πίνακα επιτυχόντων και τις απόψεις του Συμβουλίου προσλήψεων αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις και τα προσόντα των υποψηφίων, θα προβαίνει σε προσλήψεις σύμφωνα με το άρθρο 13Α του Νόμου".
Ο τρόπος σύστασης της Επτροπής καθώς και η σύσταση της με ιδιαίτερους όρους εντολής δεν μπορεί να απέληξε σε καθίδρυση του Συμβουλίου Προσλήψεων που επιβάλλουν ο Νόμος και οι Κανονισμοί. Η Επιτροπή δεν λειτούργησε κατά τρόπο εναρμονισμένο προς τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Προσλήψεων. Δεν κατάρτισε πίνακα επιτυχόντων αλλά κατάλογο υποψηφίων που θεωρούνται καταλληλότεροι.
Το ίδιο θέμα με απασχόλησε στην υπόθεση Χρίστου Διογένους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 958/97, ημερ. 12.10.00. Σ' αυτή έγινε παραπομπή στην Ιταλού (πιο πάνω). Στην υπόθεση αυτή ο Δικαστής Κωνσταντινίδης είπε:
"Εδώ εγείρεται ιδιαίτερο θέμα αναφορικά με την καθίδρυση του Συμβουλίου Προσλήψεων. Είναι ορθή η εισήγηση της αιτήτριας πως ο Νόμος και στη συνέχεια οι Κανονισμοί, όταν αναφέρονται σε Συμβούλιο Προσλήψεων που καθιδρύεται, δεν εννοούν ad hoc Συμβούλιο που θα λειτουργεί για τις ανάγκες συγκεκριμένης διαδικασίας διορισμών και με μέλη που ενδεχομένως θα αλλάζουν κατά περίπτωση. Εννοεί σώμα με διαχρονική οντότητα το οποίο θα ασκεί την οριζόμενη αρμοδιότητα του καταρτισμού καταλόγου επιτυχόντων για διορισμό. Γι' αυτό και σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(6) αυτός ο πίνακας "θα ισχύει μέχρι της συντάξεως από αυτό νέου πίνακα επιτυχόντων". Με βάση τον οποίο, όπως προβλέπει ο Κανονισμός 6(4), ο Αρχηγός "θα προβαίνει σε προσλήψεις".
Το πρόβλημα, επομένως, δεν εντοπίζεται απλώς στο όνομα και η ανωμαλία δεν θεραπεύεται ούτε από το γεγονός ότι αργότερα, σε άλλο έγγραφό του, ο Αρχηγός περιγράφει την επιτροπή ως "Συμβούλιο Προσλήψεων". Ενδεικτικά αυτής της ανωμαλίας είναι και τα πιο κάτω.
(α) Ο Αρχηγός ζήτησε έγκριση όχι για το διορισμό των δυο μελών αλλά για το διορισμό της Επιτροπής με τους κατονομαζόμενους Πρόεδρο και Μέλη. Δεν χρειαζόταν έγκριση για το διορισμό του Συμβουλίου Προσλήψεων. Η καθίδρυσή του ως διαρκούς σώματος επιβαλλόταν από το Νόμο και τους Κανονισμούς. Επιπλέον, δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα έγκρισης για το ποιός θα ήταν ο Πρόεδρος. Αυτός καθορίζεται ρητά από τον Κανονισμό 5(1).
(β) Ο Αρχηγός, ζητώντας την έγκριση για το διορισμό της Επιτροπής, καθόρισε και το σκοπό της:
"Να αξιολογήσουν τις αιτήσεις, να καλέσουν σε προσωπική συνέντευξη τους αιτητές και να μου υποβάλουν τις εισηγήσεις τους."
Αυτά δεν μπορεί να αντιστοιχηθούν προς τις ρητώς διατυπωμένες αρμοδιότητες του Συμβουλίου προσλήψεων να κρίνει σε τι είδους εξέταση θα υποβάλει τους υποψηφίους. Αυτή μπορεί να είναι γραπτή η προφορική ή και τα δύο. Περαιτέρω, ο τελικός στόχος είναι ο καταρτισμός πίνακα επιτυχόντων κατά σειρά επτιυχίας. Δεν μπορεί να απέληξε σε καθίδρυση του Συμβουλίου Προσλήψεων που επιβάλλουν ο Νόμος και οι Κανονισμοί, η σύσταση επιτροπής με ιδιαίτερους όρους εντολής."
Η συσταθείσα Επιτροπή δεν λειτούργησε τόσο από άποψη σύνθεσης όσο και από άποψη αρμοδιότητας όπως προβλέπεται να λειτουργεί το Συμβούλιο Προσλήψεων. Συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.
Εν όψει του πιο πάνω λόγου ακύρωσης δεν θα ασχοληθώ με τους λόγους που πρόβαλε η αιτήτρια στην 472/97 κατά της απόφασης του Αρχηγού.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών.
Oι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.