ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 1082
31 Οκτωβρίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 830/1999)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσφυγή κατά παραλείψεως απάντησης σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος ― Η απαγόρευση ταυτόχρονης προώθησης ζητήματος απάντησης στο αίτημα και ζητήματος αποτελέσματος στο αίτημα.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Τίτλος της προσφυγής ― Αυτεπάγγελτη διόρθωση του τίτλου με διάταγμα του Δικαστηρίου.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 29 του Συντάγματος ― Η υποχρέωση απάντησης της διοίκησης σε αιτήματα των διοικουμένων ― Αίτημα που υποβλήθηκε σε αναρμόδια αρχή ― Περιστάσεις στοιχειοθέτησης της παράλειψης απάντησης στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της παράλειψης της διοίκησης να απαντήσει σε αίτημά του για επαναφορά του στο βαθμό του δόκιμου έφεδρου αξιωματικού από τον οποίο είχε εκπέσει συνεπεία ποινικής δίωξης, εναντίον του η οποία όμως τελικά αποσύρθηκε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη παράλειψη, αποφάσισε ότι:
1. Με την προσφυγή προσβάλλεται μόνο η παράλειψη της Δημοκρατίας, κατά παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, να επιληφθεί του αιτήματος ή παραπόνου του αιτητή και να του απαντήσει ταχέως, και όχι η οποιαδήποτε παράλειψη από μέρους της Δημοκρατίας να ικανοποιήσει το ουσιαστικό αίτημα. Επομένως δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης της αντίρρησης της Δημοκρατίας περί ταυτόχρονης προώθησης ζητήματος απάντησης στο αίτημα και ζητήματος αποτελέσματος στο αίτημα. Που βέβαια δεν επιτρέπεται.
2. Η αρμοδιότητα, καθώς είναι σαφές, ανήκε στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στο οποίο θα έπρεπε εξ αρχής να είχε απευθυνθεί το αίτημα, αλλά και στο οποίο θα έπρεπε μετά να είχε παραπεμφεί, γιατί εάν ο παραλήπτης δεν είναι η αρμόδια αρχή, τότε αυτός τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή. Πάντως, ό,τι έγινε δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία του ζητήματος ως τοποθέτηση της διοίκησης έναντι του διοικουμένου. Ας σημειωθεί ότι η προσφυγή, όπως καταχωρήθηκε, στρεφόταν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Άμυνας. Επομένως, για σκοπούς τάξης ο τίτλος χρειαζόταν τροποποίηση στην οποία το Δικαστήριο προέβη αυτεπάγγελτα αφού δεν επηρεαζόταν δυσμενώς είτε διάδικος - που ήταν και παραμένει η Δημοκρατία - είτε το συμφέρον της δικαιοσύνης
3. Η μη προσβολή της πράξης υποβιβασμού του αιτητή δεν του στερούσε τη δυνατότητα να απευθυνθεί προς την αρμόδια αρχή με αίτημα τη λήψη νέας απόφασης. Το κατά πόσο ένα τέτοιο διάβημα θα απέληγε σε εκτελεστή απόφαση ώστε να είναι η ίδια προσβλητή με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι άλλο ζήτημα. Εξαρτάται από το πώς θα αντίκρυζε την περίπτωση η αρμόδια αρχή η οποία διατηρεί τη δυνατότητα, ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε να βεβαιώσει την προηγούμενή της απόφαση είτε να προβεί στην έκδοση νέας εκτελεστής.
Το αντικείμενο πάντως εδώ του αιτήματος ανήκε στη δικαιοδοσία την οποία καθορίζει το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος αφού ήταν από εκείνα σε σχέση με τα οποία η αρμόδια διοικητική αρχή εκδίδει εκτελεστές αποφάσεις κατά την άσκηση της διοικητικής της λειτουργίας στο τομέα δημοσίου δικαίου.
Το ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής περιόρισε τη χρονική έκταση της παράλειψης της διοίκησης με αναφορά στη δεύτερη αποσταλείσα επιστολή ημερ. 15 Νοεμβρίου 1994, η οποία σηματοδοτεί την αφετηρία του αιτήματος, χωρίς να περιλάβει και το διάστημα μεταξύ της πρώτης και δεύτερης επιστολής δεν μπορεί να σημαίνει εγκατάλειψη του δικαιώματος για απάντηση στη δεύτερη επιστολή, ένεκα της μη διεκδίκησης του ίδιου δικαίωματος σε σχέση και με την πρώτη. Έπειτα, σε ό,τι αφορά την έκταση της καθυστέρησης με βάση μόνο τη δεύτερη επιστολή, είναι προφανές ότι εκβαίνει, με οποιοδήποτε μέτρο, τα λογικά όρια.
4. Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Κηρύσσεται, βάσει του Άρθρου 146.4(γ) του Συντάγματος, ότι δεν θα έπρεπε να είχε προκύψει η προσβαλλόμενη παράλειψη της μη απάντησης στο γραπτό αίτημα του αιτητή ημερ. 15 Νοεμβρίου 1994 και ότι παν το παραληφθέν θα έπρεπε να είχε εκτελεσθεί. Αυτή η διατύπωση στηρίζεται στην ερμηνεία της παραγράφου 4(γ) του Άρθρου 146 την οποία έδωσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη Hannis Djirkalli v. Republic, 1 R.S.C.C. 36.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kyriakides v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66,
Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου v. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434,
Christodoulou v. Republic 1 R.S.C.C. 1,
Pang. Enosis Epist. Chimikon v. M. Education (1983) 3 C.L.R. 745,
Djirkalli v. Republic, 1 R.S.C.C. 36.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της συνεχιζόμενης παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να επιληφθούν και να απαντήσουν στην αίτηση και το παράπονο που υπέβαλε στις 15/11/94, διά της οποίας ζητούσε την επαναφορά του στο βαθμό του αξιωματικού και/ή ΔΕΑ, αναδρομική προαγωγή στους βαθμούς που θα έπρεπε να προαχθεί ως έφεδρος αξιωματικός και να βαθμολογηθεί η διαγωγή του ως αρίστη, καθώς και δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οτιδήποτε παραλείπεται εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση σχετικώς με την εν λόγω αίτηση και/ή παράπονο του παρανόμως παραλείπεται και θα πρέπει να διενεργηθεί.
Αλ. Ιωαννίδης για Γ. Γ. Γεωργιάδη, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής ζητεί με την προσφυγή του ως θεραπεία:
"Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη των Καθ' ων η Αίτηση να επιληφθούν και/ή απαντήσουν στην αίτηση και/ή παράπονο που υπέβαλε ο Αιτητής στις 15/11/94, διά της οποίας ζητεί την επαναφορά του στο βαθμό του αξιωματικού και/ή ΔΕΑ, αναδρομική προαγωγή στους βαθμούς που θα έπρεπε να προαχθεί ως έφεδρος αξιωματικός και να βαθμολογηθεί η διαγωγή του ως αρίστη, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο,τιδήποτε παραλείπεται εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση σχετικώς με την εν λόγω αίτηση και/ή παράπονο του Αιτητή, παρανόμως παραλείπεται και θα πρέπει να διενεργηθεί."
Καθώς διευκρίνησε ο συνήγορος του αιτητή, με την προσφυγή προσβάλλεται μόνο η παράλειψη της Δημοκρατίας, κατά παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, να επιληφθεί του αιτήματος ή παραπόνου του αιτητή και να του απαντήσει ταχέως, και όχι η οποιαδήποτε παράλειψη από μέρους της Δημοκρατίας να ικανοποιήσει το ουσιαστικό αίτημα. Κατά την άποψή μου η διατύπωση της ζητηθείσας θεραπείας, επιεικώς αντικρυζόμενη, παρέχει τη δυνατότητα για σύζευξη οπότε με πυρήνα την πρώτη παράγραφο θεραπείας μπορεί να αποδοθεί τέτοια ερμηνεία. Προτιμώ εν προκειμένω αυτή την επιεική προσέγγιση. Επομένως δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθώ με την αντίρρηση της Δημοκρατίας περί ταυτόχρονης προώθησης ζητήματος απάντησης στο αίτημα και ζητήματος αποτελέσματος στο αίτημα. Που βέβαια δεν επιτρέπεται γιατί, όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη Phedias Kyriakides v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, στη σελ. 77:
"Where, however, a person who has not received a reply as provided under Article 29, has proceeded under Article 146 in respect of the substance of the matter for which a reply had been sought then it cannot be said that such a person continues any longer to have 'any existing legitimate interest', as provided by paragraph 2 of Article 146, unless as a result of such failure itself he has suffered some material detriment which would entitle him to a claim for relief under paragraph 6 of Article 146 after obtaining a judgment of this Court under paragraph 4 of the same Article."
Το ιστορικό της περίπτωσης συνοψίζεται με τα εξής. Στις 12 Ιουλίου 1976 ο αιτητής κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά για εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Επιλέγηκε υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός στο Όπλο Μηχανικού, στάληκε σε Στρατιωτική Σχολή στην Ελλάδα για εκπαίδευση και στις 24 Δεκεμβρίου 1976, μετά τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης, τοποθετήθηκε στο 70 Τάγμα Μηχανικού. Στις 10 Απριλίου 1977, κατόπιν γνωμάτευσης της Επιτροπής Εξετάσεως Σωματικής Ικανότητας, ο αιτητής απολύθηκε με εξάμηνη αναστολή ως "πάσχων εκ διαταραχών συμπεριφοράς επί ανωρίμου προσωπικότητας". Παρόλον τούτο, στις 5 Μαΐου 1977 προήχθη από το Υπουργικό Συμβούλιο σε Δόκιμο Έφεδρο Ανθυπολοχαγό (ΔΕΑ) δυνάμει απόφασης Αρ. 15.756, ημερ. 21 Απριλίου 1977. Εν συνεχεία όμως, εντός του Μαΐου 1977, υποβλήθηκε στο ΓΕΕΦ έκθεση διενεργεθείσας στρατιωτικής ανάκρισης σύμφωνα με την οποία προέκυπτε ζήτημα ποινικής ευθύνης του αιτητή για άσεμνες πράξεις κατά τον παρελθόντα Μάρτιο σε δύο στρατιώτες της μονάδος του. Κατ' ακολουθίαν το ΓΕΕΦ εισηγήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών και Άμυνας την ποινική δίωξη του αιτητή και την επαναφορά του, λόγω ακαταλληλότητας του ως αξιωματικού, στην τάξη στρατιώτη. Κατόπιν πρότασης του αρμόδιου Υπουργού, το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε, στις 9 Ιουνίου 1977, την απόφαση Αρ. 15.917 ".... όπως ακυρώση την διά της Αποφάσεως Αρ. 15.756 προαγωγήν εις Δόκιμον Έφεδρον Ανθυπολοχαγόν του Γεωργαλλίδη Χριστοφόρου του Γεωργίου, ΑΣΜ 11957 του 70 ΤΜΧ και όπως ούτος μεταφερθεί εις την τάξιν του στρατιώτου". Παράλληλα, καταχωρήθηκε εναντίον του αιτητή - όπως και των δύο εμπλεκομένων στρατιωτών - ποινική υπόθεση. Την οποία όμως ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε στις 29 Αυγούστου 1977 κατόπιν που λήφθηκε απάντηση μη παραδοχής. Καθώς ο εισαγγελέας εξήγησε στο Στρατιωτικό Δικαστήριο, αυτό γινόταν για λόγους υγείας του αιτητή. Επομένως η υπόθεση απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή του αιτητή. Με τη λήξη της εξάμηνης αναστολής, ο αιτητής συνέχισε τη θητεία του, ως οπλίτης πλέον, τοποθετημένος σε άλλες μονάδες και, αφού τη συμπλήρωσε, απολύθηκε στις 12 Μαρτίου 1979.
Λίγες ημέρες πριν από την απόλυσή του ο αιτητής, με επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών και Άμυνας ημερ. 6 Μαρτίου 1979, παρακάλεσε όπως γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για αποκατάστασή του στον απωλεσθέντα βαθμό και για την καταχώριση, στο απολυτήριό του, διαγωγής κοσμιωτάτης. Το Υπουργείο έστειλε στον αιτητή επιστολή ημερ. 8 Μαρτίου 1979 με την οποία τον πληροφορούσε ότι είχε ληφθεί η δική του επιστολή και ότι παραπέμφθηκε "εις ΓΕΕΦ/1ον Επιτελικόν Γραφείον εις την αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει το θιγόμενο ζήτημα προς εξέτασιν".
Στην πραγματικότητα η αρμοδιότητα, καθώς είναι σαφές, ανήκε στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στο οποίο θα έπρεπε εξ αρχής να είχε απευθυνθεί το αίτημα, αλλά και στο οποίο θα έπρεπε μετά να είχε παραπεμφεί, γιατί "εάν ο παραλήπτης δεν είναι η αρμόδια αρχή, τότε αυτός τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή": βλ. Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, στη σελ. 447. Πάντως, ό,τι έγινε δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία του ζητήματος ως τοποθέτηση της διοίκησης έναντι του διοικουμένου. Ας σημειωθεί ότι η προσφυγή, όπως καταχωρήθηκε, στρεφόταν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Άμυνας. Επομένως, για σκοπούς τάξης ο τίτλος χρειαζόταν τροποποίηση στην οποία προέβηκα αυτεπάγγελτα αφού, κατά τη γνώμη μου, δεν επηρεζόταν δυσμενώς είτε διάδικος - που ήταν και παραμένει η Δημοκρατία - είτε το συμφέρον της δικαιοσύνης( και εξέδωσα σχετικό διάταγμα σύμφωνα με την πρακτική που εγκαινίασε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη Christodoulou v. Republic 1 R.S.C.C. 1.
Παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να δοθεί απάντηση στον αιτητή. Ο οποίος επανήλθε με επιστολή του δικηγόρου του, ημερ. 15 Νοεμβρίου 1994, προς τον Υπουργό Άμυνας. Το Υπουργείο τον πληροφόρησε και πάλι ότι το αίτημα είχε διαβιβαστεί στο αρμόδιο γραφείο του ΓΕΕΦ για εξέταση και ότι θα επικοινωνούσε ξανά μαζί του "μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης του θέματος". Το οποίο, υπενθυμίζω, εκκρεμούσε για διάστημα πέραν των δεκαπέντε ετών. Έκτοτε ο αιτητής ζητούσε, με επιστολές του δικηγόρου του, απάντηση. Δεν του δόθηκε όμως ποτέ. Η Δημοκρατία ανέφερε ότι:
"Στο δικηγόρο του Αιτητή δε δόθηκε ακόμα τελική απάντηση, λόγω του ότι το θέμα της αποκατάστασης Εφέδρων Αξιωματικών που είχαν μεταφερθεί στην τάξη του οπλίτη, για διάφορα ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους στην Εθνική Φρουρά, είναι πολύ σοβαρό και ευρύτερο, γιατί υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, που μετά από σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είχαν μεταφερθεί στην τάξη του οπλίτη."
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται γιατί (α) δεν προσέβαλε την πράξη υποβιβασμού του την οποία γνώριζε το αργότερο από τις 6 Μαρτίου 1979 που έστειλε την πρώτη επιστολή και έτσι η προσβολή της πράξης κατέστη εκπρόθεσμη· (β) η παράλειψη της Δημοκρατίας να απαντήσει στη δεύτερη επιστολή, ημερ. 15 Νοεμβρίου 1994, δεν του παρέχει έννομο συμφέρον προσβολής αφού η εν λόγω επιστολή δεν αποτελούσε παρά μόνο υπενθύμιση ή επανάληψη της πρώτης· και (γ) το αντικείμενο του αιτήματος ή παραπόνου του αιτητή δεν αφορά εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη ώστε να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Έχω την άποψη ότι η μη προσβολή της πράξης υποβιβασμού του αιτητή δεν του στερούσε τη δυνατότητα να απευθυνθεί προς την αρμόδια αρχή με αίτημα τη λήψη νέας απόφασης. Μου φαίνεται πως δεν επρόκειτο για ζήτημα κλειστό σε σχέση με το οποίο η διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να δώσει κάποια απάντηση ή να επαναλάβει - βλ. Pang. Enosis Epist. Chimikon v. M. Education (1983) 3 C.L.R. 745 - όπως άλλωστε αναγνώρισε και η ίδια η διοίκηση με τις επιστολές της με τις οποίες πληροφορούσε τον αιτητή ότι το θέμα θα εξεταζόταν. Το κατά πόσο ένα τέτοιο διάβημα θα απέληγε σε εκτελεστή απόφαση ώστε να είναι η ίδια προσβλητή με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι άλλο ζήτημα. Εξαρτάται από το πώς θα αντίκρυζε την περίπτωση η αρμόδια αρχή η οποία διατηρεί τη δυνατότητα, ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε να βεβαιώσει την προηγούμενή της απόφαση είτε να προβεί στην έκδοση νέας εκτελεστής.
Το αντικείμενο πάντως εδώ του αιτήματος ανήκε στη δικαιοδοσία την οποία καθορίζει το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος αφού ήταν από εκείνα σε σχέση με τα οποία η αρμόδια διοικητική αρχή εκδίδει εκτελεστές αποφάσεις κατά την άσκηση της διοικητικής της λειτουργίας στο τομέα δημοσίου δικαίου. Στη Phedias Kyriakides v. Republic (ανωτέρω) λέχθηκαν σχετικά τα εξής (στη σελ. 77):
"In the opinion of the Court paragraph 2 of Article 29 gives, inter alia, an aggrieved person a right of recourse to a competent court in respect of the failure to furnish him with a reply in accordance with paragraph 1 of such Article. It is clear that, where the competent public authority, which has failed to reply as above, is one of those referred to in paragraph 1 of Article 146, then this Court is the competent court in question and proceedings lie before it under Article 146 in respect of such failure itself to reply."
Το ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής περιόρισε τη χρονική έκταση της παράλειψης της διοίκησης με αναφορά στη δεύτερη αποσταλείσα επιστολή ημερ. 15 Νοεμβρίου 1994, η οποία σηματοδοτεί την αφετηρία του αιτήματος, χωρίς να περιλάβει και το διάστημα μεταξύ της πρώτης και δεύτερης επιστολής δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να σημαίνει εγκατάλειψη του δικαιώματος για απάντηση στη δεύτερη επιστολή ένεκα της μη διεκδίκησης του ίδιου δικαίωματος σε σχέση και με την πρώτη. Έπειτα, σε ό,τι αφορά την έκταση της καθυστέρησης με βάση μόνο τη δεύτερη επιστολή, είναι νομίζω προφανές ότι εκβαίνει, με οποιοδήποτε μέτρο, τα λογικά όρια.
Σημειώνω, τέλος, ότι το αίτημα το οποίο ο αιτητής υπέβαλε, καλύπτεται από το Άρθρο 29.1 του Συντάγματος από την άποψη ότι δεν έχει "την έννοια των αιτήσεων που ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, για να τύχει κάποιας άδειας, όπως π.χ. άδεια οικοδομής, ανόρυξης φρέατος, λατόμευσης, κ.λ.π.", και που βρίσκονται έξω από τη σφαίρα του Άρθρου 29: βλ. Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (ανωτέρω).
Καταλήγω λοιπόν ότι εν προκειμένω η Δημοκρατία παρέλειψε να εκπληρώσει τη συνταγματική υποχρέωση απάντησης βάσει του Άρθρου 29 του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Κηρύσσεται, βάσει του Άρθρου 146.4(γ) του Συντάγματος, ότι δεν θα έπρεπε να είχε προκύψει η προσβαλλόμενη παράλειψη της μη απάντησης στο γραπτό αίτημα του αιτητή ημερ. 15 Νοεμβρίου 1994 και ότι παν το παραληφθέν θα έπρεπε να είχε εκτελεσθεί. Αυτή η διατύπωση στηρίζεται στην ερμηνεία της παραγράφου 4(γ) του Άρθρου 146 την οποία έδωσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη Hannis Djirkalli v. Republic 1 R.S.C.C. 36.
Διαταγή ως ανωτέρω.