ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 1069
25 Οκτωβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. GAY FLAIR CO. LTD.,
2. ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ.,
Αιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 210/1998)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα ― Περιστάσεις της μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση οικειοθελούς πληρωμής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και εκ των υστέρων αναζήτησή του.
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή ο οποίος αποδέχθηκε και ολοκλήρωσε οικειοθελώς την καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών.
Φορολογία ― Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών ― Καταβολή του φόρου πριν από τη μεταβίβαση του οικείου ακινήτου ― Η αποδοχή της από τη διοίκηση δεν αντίκειται στο νόμο αφού αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις επιταγές του Άρθρου 12 του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου.
Οι αιτητές (εκπρόσωπος των αιτητών 4.2 ενεργούσε ως διευθυντής και παραλήπτης των αιτητών αρ. 1) αξίωσαν την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός τους για επιστροφή του ποσού φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που οι ίδιοι υπολόγισαν και κατέβαλαν στη Δημοκρατία αναφορικά με διάθεση ακινήτου της αιτήτριας αρ. 1 εταιρείας στα Λατσιά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι ο φόρος καταβλήθηκε "υπό διαμαρτυρία" και με "πλήρη επιφύλαξη δικαιωμάτων". Δεν έχει αποδειχθεί ο ισχυρισμός αυτός. Αντίθετα όλα δείχνουν ότι ο φόρος καταβλήθηκε οικειοθελώς. Το ζήτημα ότι η αιτήτρια αναγκάστηκε να πληρώσει τέθηκε εκ των υστέρων. Και δοθέντος ότι το Άρθρο 12 του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου ορίζει ότι ο διαθέτης της περιουσίας υποβάλλει στο Διευθυντή δήλωση σε ένα μήνα από τη διάθεση της περιουσίας και εν πάση περιπτώσει πριν από τη μεταβίβαση και καταβάλλει το ποσό του φόρου όπως το υπολόγισε, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Τμήμα παρανόμησε διότι δέχθηκε πληρωμή, η οποία και έγινε εκούσια, σύμφωνα με τις επιταγές του Άρθρου 12.
Το στοιχείο όμως που έχει καταλυτικές συνέπειες στο δικαίωμα των αιτητριών να ζητήσουν θεραπεία είναι ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, υπήρξε με τον τρόπο που ενήργησαν οι αιτήτριες αποδοχή εκτελεστής πράξης, που εξυπακούει απεμπόληση του δικαιώματος προσφυγής τους σύμφωνα με το Άρθρο 146.2.
Οι αιτήτριες δεν έχουν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν πράξη που η αιτήτρια αποδέχθηκε και ολοκλήρωσε. Η εκ των υστέρων ανακίνηση του θέματος δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα του συμβάντος. Το ζήτημα του έννομου συμφέροντος δε συζητήθηκε, αλλά είναι τόσο θεμελιακό που το Δικαστήριο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, εξετάζει αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, ευσταθεί η προδικαστική ένσταση ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή πράξη. Ό,τι αναφέρεται στην επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή δε φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκτελεστής απόφασης αλλά κατά κύριον λόγο τις απόψεις του Τμήματος για το νομικό ζήτημα της δυνατότητας επιστροφής του καταβληθέντος ήδη από 14/2/97 φόρου κεφαλαιουχικών κερδών. Ήταν με άλλα λόγια πληροφοριακού χαρακτήρα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Κυθραιώτη (1992) 3 Α.Α.Δ. 21,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Αρχιεπισκοπής Κύπρου, (1999) 1 Α.Α.Δ. 342,
Papadopoulou a.o. v. Cyprus Broadcasting Corporation (1987) 3 C.L.R. 1685.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τις αιτήτριες κατά της επιβολής και πληρωμής φόρου μεταβίβασης ακινήτου πριν από τη μεταβίβαση του κτήματος - εργοστασίου της αιτήτριας 1 στο χωριό Λατσιά προς όφελος της αιτήτριας 2.
Τ. Παπαδόπουλος, για τις Αιτήτριες.
Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια 1 (αιτήτρια) είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Η περιουσία της υπέκειτο σε κυμαινόμενη επιβάρυνση προς όφελος της Λαϊκής Τράπεζας, αιτήτριας 2 (η Τράπεζα). Με βάση τους όρους της επιβάρυνσης αυτής η Τράπεζα διόρισε την ελέγκτρια κα Ανδρούλα Πήττα ως Διευθύντρια και Παραλήπτρια της αιτήτριας (η Παραλήπτρια). Περαιτέρω, η αιτήτρια, για εξασφάλιση των υποχρεώσεων της προς την Τράπεζα, υποθήκευσε εργοστάσιο της στο χωριό Λατσιά προς όφελος της τελευταίας.
Η αιτήτρια πώλησε, στις 13/1/97, μέσω της Παραλήπτριας, που ενήργησε στο προκείμενο υπό την ιδιότητα της αυτή, το παραπάνω ακίνητο για ποσό £526.000. Με την υπογραφή της συμφωνίας πληρώθηκε ποσό £10.000. Το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης συμφωνήθηκε να πληρωθεί την ημέρα μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου [(παραγ. 1(α) και (β)]. Ας σημειωθεί ότι η αιτήτρια ανέλαβε ρητά να πληρώσει όλους τους φόρους που αφορούσαν το ακίνητο συμπεριλαμβανομένου του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών (φ.κ.κ.). Σχετική είναι η παράγρ. 6 του πωλητηρίου εγγράφου (παράρτημα Α στην ένσταση).
Όντως, η Παραλήπτρια υπέβαλε Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας, στο καθορισμένο για το σκοπό αυτό έντυπο, στις 3/2/97 (Παράρτημα Β του ιδίου δικογράφου). Και στις 14/2/97 κατέβαλε στο δημόσιο το ποσό των £27.151 (απόδειξη της αυτής ημερομηνίας επισυνάπτεται στην ένσταση ως Παράρτημα Γ), που ήταν το ποσό του φόρου, όπως η ίδια το υπολόγισε.
Στις 19/3/97 η Παραλήπτρια πληροφόρησε γραπτώς τον Έφορο (Παράρτημα Ε) ότι μέχρι τότε της καταβλήθηκε μόνο η προκαταβολή, η οποία δεν αρκούσε για να ικανοποιήσει τα προνομιακά χρέη της αιτήτριας· ότι πληρώθηκε ο φ.κ.κ.. και ότι ήταν ανάγκη να εκδώσει το σχετικό πιστοποιητικό για να επιτευχθεί η μεταβίβαση στο Κτηματολόγιο. Στη συνέχεια παραπονέθηκε ότι:
"Ως εκ τούτου, οι φοροθέτες που χειρίστηκαν την υπόθεση έχουν αρνηθεί να μας δώσουν την εν λόγω πιστοποίηση, ισχυριζόμενοι ότι πρέπει να προβούμε πρώτα σε πληρωμή των φορολογιών που θα εκδοθούν ως εξισωτική κατάσταση που εκπίπτει με την πώληση του ακινήτου."
Είναι η θέση της αιτήτριας, ουσιαστικά, ότι εξαναγκάστηκε να πληρώσει το φόρο λόγω της εμμονής των λειτουργών του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, οι οποίοι χειρίστηκαν την υπόθεση, να πληρωθεί ο φόρος πριν από τη μεταβίβαση του κτήματος, ενέργεια που ήταν παράνομη, όπως συμβούλευσε ο φορολογικός της σύμβουλος κ. Α. Γρηγορίου. Επομένως, έπρεπε να επιστραφεί το ποσό του φόρου. Σχετικές είναι οι επιστολές-παραστάσεις της αιτήτριας προς τον Έφορο ημερ. 8/10/97, 16/10/97 και 10/11/97 (Παραρτήματα Α, Β και Γ αντίστοιχα της προσφυγής). Και η επιστολή-γνωμάτευση του κ. Γρηγορίου προς την αιτήτρια ημερ. 6/10/97 (μέρος του Παραρτήματος Α), επίσης οι επιστολές του προς τον Έφορο ημερ. 8/12/97 και 5/1/98 (Παραρτήματα Δ και Ε αντίστοιχα στην προσφυγή).
Η γνωμάτευση στηρίχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Κυθραιώτη (1992) 3 Α.Α.Δ. 21 και την υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αρ. 9606/93, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 13/11/97, όπου διατάχθηκε η επιστροφή £245.060, ποσού φόρου που πληρώθηκε υπό παρόμοιες συνθήκες. Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι και οι αγορεύσεις των αιτητριών είχαν επίκεντρο τις αποφάσεις αυτές.
Η πρώτη απόφαση Αρχιεπισκοπή Κύπρου, ανωτέρω, πράγματι αναφέρει ότι δεν απαγορεύεται η μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας χωρίς την καταβολή του φόρου. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, της οποίας προηγήθηκε ακύρωση της διοικητικής απόφασης, που εφεσιβλήθηκε, ανατράπηκε: βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 A.A.Δ. 342.
Η ουσία της απάντησης που έδωσε ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, η οποία και προσβάλλεται, είναι ότι ο φόρος σ' αυτήν την περίπτωση πληρώθηκε πριν τη μεταβίβαση με βάση το άρθρ. 12(1) του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου· και ότι, κατά το άρθρ. 19, τέτοιος φόρος επιστρέφεται μόνον εφόσο αποδειχθεί ότι το ποσό που καταβλήθηκε υπερβαίνει το ποσό του νομίμως επιβαλλόμενου φόρου. Έτσι, θα ήταν παράνομη η επιστροφή φόρου, που νόμιμα επιβλήθηκε και εισπράχθηκε: βλ. επιστολή ημερ. 18/12/97 (Παράρτημα Στ στην προσφυγή).
Ακολούθησε η προσφυγή με το ακόλουθο αίτημα θεραπείας:
"Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση η οποία περιέχεται σ' επιστολή των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 18/12/1997 (αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα "ΣΤ"), η οποία λήφθηκε από τις Αιτήτριες ή/και έλαβαν γνώση της οι Αιτήτριες μετά την 22/12/1997, και με την οποία οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν το αίτημα των Αιτητριών, για επιστροφή ποσού £27.151,00 που απαιτήθηκαν ή/και επεβλήθηκαν ως φόροι κεφαλαιουχικών κερδών για το ακίνητο της υπ' αρ. εγγραφής F322, Φ/Σχ. ΧΧΧ/31 W1, αρ. τεμ. F332, στα Λατσιά, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος."
Στηριζόμενος στο παραπάνω ιστορικό της υπόθεσης, η δικηγόρος της Δημοκρατίας ήγειρε δυο προδικαστικές ενστάσεις: (1) ότι η επιστολή της 18/12/97 δεν περιείχε εκτελεστή διοικητική πράξη· και (2) η φύση της διαφοράς είναι χρηματική και επομένως το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να της επιληφθεί. Είναι η εισήγηση της - τονίστηκε ιδιαίτερα και κατά τις διευκρινίσεις - ότι η αυτοφορολόγηση της αιτήτριας έγινε ανεπιφύλακτα, όπως ανεπιφύλακτα καταβλήθηκε ο φόρος. Έτσι, η παραπάνω επιστολή δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, τα οποία επηρέασαν δυσμενώς την αιτήτρια. Απλώς ο Αναπληρωτής Διευθυντής απάντησε, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 29 του Συντάγματος, που καθιερώνουν την υποχρέωση της διοίκησης να απαντά μέσα σε προθεσμία 30 ημερών σε έγγραφες αιτήσεις ή παράπονα των πολιτών, στο αίτημα που υποβλήθηκε. Στην καλύτερη περίπτωση για τις αιτήτριες "η απόφαση στην επιστολή έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως".
Σε απάντηση λέχθηκε ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής δεν ικανοποιήθηκε με τις θέσεις των αιτητριών, όπως τις εξέφρασε ο σύμβουλος τους κ. Α. Γρηγορίου με την επιστολή του ημερομηνίας 8/12/97, που απέληγε σε αίτημα για επιστροφή του φόρου. Ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρ. 12, όπως λανθασμένα δεν ενεργοποίησε το άρθρ. 19 για επιστροφή του φόρου. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν, με την απόφαση, που περιείχε η επιστολή του Εφόρου, ημερ. 18/12/97 έννομα αποτελέσματα. Ενώ υπάρχουν σ' αυτές όλα τα συστατικά στοιχεία της εκτελεστής πράξης, η οποία και προσβλήθηκε παραδεκτώς.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε, στην αγόρευση του, αντιλαμβανόμενος προφανώς τη σημασία και τις επιπτώσεις του θέματος, ότι ο φόρος καταβλήθηκε "υπό διαμαρτυρία" και με "πλήρη επιφύλαξη δικαιωμάτων". Δεν έχει αποδειχθεί ο ισχυρισμός αυτός. Αντίθετα όλα δείχνουν ότι ο φόρος καταβλήθηκε οικειοθελώς. Το ζήτημα ότι η αιτήτρια αναγκάστηκε να πληρώσει τέθηκε εκ των υστέρων. Και δοθέντος ότι το άρθρ. 12 ορίζει ότι ο διαθέτης της περιουσίας υποβάλλει στο Διευθυντή δήλωση σε ένα μήνα από τη διάθεση της περιουσίας και εν πάση περιπτώσει πριν από τη μεταβίβαση και καταβάλλει το ποσό του φόρου όπως το υπολόγισε, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Τμήμα παρανόμησε διότι δέχθηκε πληρωμή, η οποία και έγινε εκούσια, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρ. 12.
Το στοιχείο όμως που έχει καταλυτικές συνέπειες στο δικαίωμα των αιτητριών να ζητήσουν θεραπεία είναι ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, υπήρξε με τον τρόπο που ενήργησαν οι αιτήτριες αποδοχή εκτελεστής πράξης, που εξυπακούει απεμπόληση του δικαιώματος προσφυγής τους σύμφωνα με το άρθρ. 146.2.
Στην απόφαση της Ολομέλειας Papadopoulou & Another v. Cyprus Broadcasting Corporation (1987) 3 C.L.R. 1685, στις σελ. 1690-1691 λέχθηκε από το Στυλιανίδη Δ. (όπως ήταν τότε):
"For more than 20 years this Court repeatedly held that voluntary and unreserved acceptance of an administrative act or decision deprives the person concerned of a legitimate interest entitling him to file a recourse for an annulment under Article 146.2 of the Constitution. The acceptance may be expressed or implied. It must be free and voluntary, which it is not if it has been brought about by pressure of the prejudicial consequences of non-acceptance. (See Paschali v. Republic (1966) 3 C.L.R 593, at pp. 603-604; Piperis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 295 ...)"
Υπό τις συνθήκες κρίνω πως οι αιτήτριες δεν έχουν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν πράξη που η αιτήτρια αποδέχθηκε και ολοκλήρωσε. Η εκ των υστέρων ανακίνηση του θέματος δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα του συμβάντος. Το ζήτημα του έννομου συμφέροντος δε συζητήθηκε, αλλά είναι τόσο θεμελιακό που το Δικαστήριο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, εξετάζει αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, βρίσκω να ευσταθεί η προδικαστική ένσταση ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή πράξη. Ό,τι αναφέρεται στην επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή δε φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που επισημαίνουν τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, (1929-1959) σελ. 236-237, στα οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος των αιτητριών. Η επιστολή περιείχε κατά κύριον λόγο τις απόψεις του Τμήματος για το νομικό ζήτημα της δυνατότητας επιστροφής του καταβληθέντος ήδη από 14/2/97 φ.κ.κ. Ήταν με άλλα λόγια πληροφοριακού χαρακτήρα.
Θα μπορούσα στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι η παραπάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε και ότι στο Εφετείο ανατράπηκε. Αξίζει να αναφερθώ στο σκεπτικό, που προδιέγραψε και το αποτέλεσμα της έφεσης:
"Το γεγονός και μόνο ότι η επιστροφή του καταβληθέντος ποσού στην εφεσίβλητη θα αναβιώσει τη φορολογική υποχρέωση για την καταβολή ίσου ποσού στο δημόσιο, καθιστά τη διεκδικούμενη ζημία πλασματική και όχι ουσιαστική. Το ίδιο ποσό θα ήταν υπόχρεη να καταβάλει αυθημερόν η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου στο δημόσιο, για την εκπλήρωση της οφειλής προς την πολιτεία ......"
........................................................................................................
Άλλη προσέγγιση θα απέληγε σε ανισορροπία μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές της επιείκειας, στις οποίες βασίζεται το Άρθρο 146.6. Ούτε θα μπορούσε να γίνουν δεκτές, στο πλαίσιο αυτής της συνταγματικής διάταξης, διεκδικήσεις δικαιωμάτων ανεξάρτητα από την εκπλήρωση αντίστοιχων υποχρεώσεων. Ο διαχωρισμός τους θα απέληγε στην απόδοση ως ζημίας ποσού, το οποίο ο διοικούμενος είναι υπόχρεος να καταβάλει στο δημόσιο και δεν το πράττει. Τέτοια αξίωση δε θα μπορούσε να γίνει δεκτή με το μέτρο της επιείκειας."
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των αιτητριών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.