ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 1046
20 Οκτωβρίου, 2000
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
F.P.P. FISH PROCESSING LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1053/1998)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Μη δημοσιευτέες πράξεις ― Έναρξη διαδρομής της προθεσμίας ο χρόνος που έλαβε γνώση της πράξης ο προσφεύγων ― Η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικουμένου.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 8(2) των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων (Ν.4(I)/95, Ν.109(I)/95, Ν.14(I)/97 και Ν.11(I)/98) αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της ισότητας.
Φορολογία ― Φορολογικές απαλλαγές ― Το βάρος διεκδίκησής τους το φέρει ο διοικούμενος.
Τελωνεία ― Άρθρα 3 και 2 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67) ― Ερμηνεία ― Η δυνατότητα του Διευθυντή Τελωνείων να εξουσιοδοτεί άλλα πρόσωπα να εξασκούν εκ μέρους του ορισμένα καθήκοντα της δικής του αρμοδιότητας.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη και αναρμοδιότητα ― Περιστάσεις της μη στοιχειοθέτησής τους στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της σε βάρος τους επιβολής φόρου κατανάλωσης αναφορικά με τρόφιμα που εισήγαγαν και στη συνέχεια μεταποιούσαν προβάλλοντας μεταξύ άλλων ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων επί των οποίων στηρίχθηκε η επίδικη πράξη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Εφόσον δεν εχει δημοσιευτεί η απόφαση σύμφωνα με το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος, το κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας των 75 ημερών θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο, με βάση τα στοιχεία του φακέλου, ο προσφεύγων έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξης.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει στο φάκελο τεκμηριωμένη ένδειξη ως προς την ακριβή ημερομηνία που οι αιτητές έλαβαν γνώση της απόφασης. Αυτό που προκύπτει είναι ότι η επιστολή ημερ. 9.9.98 στάληκε στους αιτητές μέσω κανονικού ταχυδρομείου και συνεπώς εύλογα τεκμαίρεται ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της επιστολής σε χρόνο μεταγενέστερο της 9.9.1998 και όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, σε περίπτωση αμφιβολίας, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου.
2. Η αντισυνταγματικότητα νόμου είναι θέμα νομικό το οποίο, πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα. Το βάρος απόδειξης της αντισυνταγματικότητας του νόμου το φέρει ο αιτητής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτητές πρέπει να αποδείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις του Άρθρου 8(2) των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ότι υπάρχουν αυθαίρετες διακρίσεις σε όμοιες καταστάσεις.
Όσον αφορά τον εισαγωγικό δασμό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός επιβαρύνει μια πρώτη ύλη ή ένα μη επεξεργασμένο προϊόν, ενώ ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται σε τελικό ή επεξεργασμένο προϊόν που τυγχάνει να έχει ως πρώτη ύλη ένα μη επεξεργασμένο προϊόν που φορολογήθηκε ως είχε, σε κάποιο προηγούμενο στάδιο.
Η επιβολή της επίμαχης φορολογίας πάνω στον κατεψυγμένο και μεταποιημένο σολομό δεν είναι κατ' ανάγκη δυσμενέστερη από την περίπτωση επιβολής φορολογίας για εισαγωγή καπνιστού σολομού όπου ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται πριν ή και ανεξάρτητα από την επιβολή του εισαγωγικού δασμού. Ο λόγος είναι ότι τα δύο προϊόντα (καπνιστός και κατεψυγμένος) είναι ανόμοια και με διαφορετική τιμολογιακή αξία. Οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης της παραβίασης της συνταγματικής αρχής για ισότητα και δεν έχουν αποδείξει ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν αυθαίρετες διακρίσεις σ' όμοιες καταστάσεις.
3. Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η έρευνα στην οποία προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση ήταν ανεπαρκής με αποτέλεσμα να εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Είναι γεγονός ότι στην επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερομηνίας 24.6.98 προς τους καθ' ων η αίτηση γίνεται αναφορά σε πωλήσεις καπνιστού σολομού προς τις Κυπριακές Αερογραμμές. Ωστόσο δεν φαίνεται ότι είχαν επισυναφθεί στην επιστολή ή ότι είχαν διαβιβαστεί με άλλο τρόπο στους καθ' ων η αίτηση τα αντίστοιχα πιστοποιητικά ατέλειας από τις Κυπριακές Αερογραμμές, προκειμένου να επωφεληθούν οι αιτητές οποιαδήποτε επιστροφή ή μείωση του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης.
Το βάρος απόδειξης των διεκδικούμενων απαλλαγών το φέρει ο διοικούμενος. Σαφώς δεν αποτελεί ευθύνη της Διοίκησης η συγκέντρωση στοιχείων που δυνατό να τεκμηριώνουν την απαλλαγή. Ωστόσο επισημαίνεται πως οι καθ' ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 9.9.98 σχετικά με τις πωλήσεις καπνιστού σολομού στις Κυπριακές Αερογραμμές, αναφέρουν ότι σε περίπτωση παρουσίασης πιστοποιητικών ατέλειας, θα προέβαιναν στην αναπροσαρμογή του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο ισχυρισμός των αιτητών περί ανεπαρκούς έρευνας ή πλάνης κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αβάσιμος.
4. Τέλος, είναι η εισήγηση των αιτητών ότι η απόφαση πάρθηκε από αναρμόδιο όργανο καθότι αρμόδιο όργανο να επιβάλλει εισαγωγικούς δασμούς και φόρους κατανάλωσης είναι μόνο ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων.
Είναι πρόδηλο από τα Άρθρα 3 και 2 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67) ότι ο Διευθυντής Τελωνείων μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλα πρόσωπα να εξασκούν εκ μέρους του ορισμένα καθήκοντα της δικής του αρμοδιότητας. Συνεπώς απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Neophytou v. Republic (1964) 3 C.L.R. 280,
Kritiotis v. The Municipality of Paphos a.ο. (1986) 3 C.L.R. 322.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόφασης ημερ. 9/9/98 με την οποία καθορίστηκε ως οφειλόμενος από αυτή φόρος κατανάλωσης το ποσό των £103.212,13 για την περίοδο μεταξύ 1/1/95 - 30/5/98 και κατά των προνοιών των νόμων αναφορικά με την επιβολή φόρου κατανάλωσης (excise duty) 20% ad valorem επί του καπνιστού σολoμού, τον οποίο κατασκεύαζε, ως αντισυνταγματικών.
Γ. Κορφιώτης, για τους Αιτητές.
Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
"Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων και/ή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού να καθορίσει τον Φόρο κατανάλωσης που οφείλει η Αιτήτρια σε £103.212,13 για την περίοδο 1.1.95 - 30.5.98 και να αξιώσει την πληρωμή του όπως η απόφαση προκύπτει από την επιστολή του Τμήματος Τελωνείων και/ή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού ημερ. 9.9.98 που λήφθηκε από την Αιτήτρια στις 15.9.98 είναι άκυρη και στερείται παντός νομικού ή άλλου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Νόμοι 4(I)/95, 109(Ι)/95, 14(Ι)/97, και 11(Ι)/98 και/ή οι πρόνοιες τους καθ' όσον αφορά την επιβολή Φόρου κατανάλωσης (EXCISE DUTY) 20% ad valorem επί του καπνιστού σολομού τόσον του εισαγόμενου όσον και του παραγόμενου στην Κύπρο είναι Αντισυνταγματικές."
Οι αιτητές εισάγουν από το εξωτερικό, κυρίως από τη Νορβηγία, φρέσκα/κατεψυγμένα ψάρια. Από το 1994 ασχολούνται με τη βιομηχανική μεταποίηση των ψαριών που εισάγουν, κυρίως σε καπνιστά προϊόντα.
Για την παραγωγή ενός κιλού καπνιστού σολομού απαιτούνται 1,756 κιλά φρέσκου ή κατεψυγμένου σολομού δηλαδή, υπάρχει απώλεια βάρους, 43,05%. Αυτό διαπιστώθηκε ύστερα από σχετικό πείραμα των αιτητών που έγινε από 27.11.96 μέχρι 29.11.96 στην παρουσία τελωνειακών λειτουργών.
Οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 2.12.96 πληροφόρησαν το Διευθυντή Τελωνείων ότι κατά την παραγωγή καπνιστού σολομού παρατηρείται η συγκεκριμένη απώλεια βάρους και επισημαίνουν ότι κατά τη διάθεση/παράδοση συγκεκριμένης ποσότητας καπνιστού σολομού στις Κυπριακές Αερογραμμές, στο πιστοποιητικό που εκδίδεται αναγράφεται μόνο το βάρος του καπνιστού σολομού ως τελικού προϊόντος. Με την επιστολή τους οι αιτητες ζήτησαν όπως το τελωνείο αναγνωρίσει, στη βάση συγκεκριμένου μαθηματικού υπολογισμού, την απώλεια βάρους που προκύπτει κατά τη μεταποιητική διαδικασία και τους επιτραπεί η εισαγωγή ίσης ποσότητας προς την απώλεια φρέσκου ή κατεψυγμένου σολομού χωρίς την επιβολή οποιασδήποτε επιβάρυνσης.
Ο Αναπληρωτής Διευθυντής Τελωνείων μ' επιστολή του ημερομηνίας 13.2.98 απάντησε στους αιτητές στα διάφορα ερωτήματα που είχαν εγερθεί προηγουμένως αναφορικά με την επιβολή φόρου κατανάλωσης στον καπνιστό σολομό που παρασκεύαζαν. Συγκεκριμένα, καθόριζε τον τρόπο και διαδικασία υπολογισμού και καταβολής του φόρου κατανάλωσης. Καθόσον αφορά τις εξαγωγές και παραδόσεις καπνιστού σολομού σε δικαιούχα πρόσωπα "π.χ. Κυπριακές Αερογραμμές" σημείωσε ότι δεν "επιβαρύνονται φόρο κατανάλωσης και στις περιπτώσεις αυτές επιστρέφεται ο εισαγωγικός φόρος που πληρώθηκε στις πρώτες ύλες κατά την εισαγωγή τους σύμφωνα με το άρθρο 12 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου". Υπέδειξε επίσης την ανάγκη τήρησης βιβλίου παραγωγής στο οποίο θα "καταχωρούνται όλες οι πρώτες ύλες που θα χρησιμοποιούνται, με αναφορά στα παραστατικά έγγραφα που αφορούν απόκτησή τους καθώς επίσης και οι ποσότητες τελικού προϊόντος που έχει παραχθεί".
Στη συνέχεια, Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός με επιστολή του ημερομηνίας 31.3.98 προς τους αιτητές, ζητούσε την καταβολή του φόρου κατανάλωσης καθώς και την παρουσίαση στοιχείων για πωλήσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια. Ακολούθησε η διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 30.4.98 με την οποία το Τελωνείο καλούσε τους αιτητές όπως μέχρι τις 15 Μαΐου 1998 ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι αιτητές με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 24.6.98 πληροφόρησαν το Διευθυντή Τελωνείων για τις πωλήσεις που πραγματοποίησαν για τα έτη 1995, 1996, 1997 μέχρι 30.5.98 αναφέροντας συνάμα ότι στις πωλήσεις αυτές περιλαμβάνονταν και παραδόσεις προς τις Κυπριακές Αερογραμμές. Παραθέτω το περιεχόμενο της επιστολής.
"Ενεργούμεν κατ' εντολήν των πελατών μας F.P.P. FISH PROCESSING LTD και αναφερόμενοι στην αλληλογραφία που διεξήχθηκε μεταξύ του Τμήματος σας και των πελατών μας, καθώς και στις συναντήσεις που έγιναν σχετικά με το πιο πάνω θέμα, επιθυμούμεν να σας πληροφορήσουμε τα πιο κάτω:
(α) Οι πελάτες μας άρχισαν την παραγωγή καπνιστού σολομού το τέλος του 1994. Η ποσότητα που παρήχθηκε το έτος 1994 ήταν πολύ μικρή. Όπως και προφορικά σας έχουμε ενημερώσει τα στοιχεία για το έτος 1994 έχουν αποθηκευτεί με άλλα έγγραφα και χρειάζεται κάποιος χρόνος για να εξευρεθούν ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η αποστολή σ' εσάς των πληροφοριών που ζητάτε.
(β) Το έτος 1995 έγιναν πωλήσεις καπνιστού σολομού συνολικής αξίας £109.794,64. Το συνολικό βάρος ήτο 10012 κιλά και πωλήθηκε σε διάφορες συσκευασίες. Το ίδιο έτος πωλήθηκαν προς τις Κυπριακές Αερογραμμές 148,27 κιλά στην τιμή των £1.414,83. Η ποσότητα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην ποσότητα των 10012 κιλών.
(γ) Το έτος 1996 έγιναν πωλήσεις καπνιστού σολομού συνολικής αξίας £169.489,21. Το συνολικό βάρος ήτο 13219,65 κιλά και πωλήθηκε σε διάφορες συσκευασίες. Το ίδιο έτος πωλήθηκαν προς τις Κυπριακές Αερογραμμές 321,97 κιλά στην τιμή των £2.897,73. Η ποσότητα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην ποσότητα των 13219,65 κιλών.
(δ) Το έτος 1997 έγιναν πωλήσεις καπνιστού σολομού συνολικής αξίας £216.791,00. Το συνολικό βάρος ήτο 16653,45 κιλά και πωλήθηκε σε διάφορες συσκευασίες. Το ίδιο έτος πωλήθηκαν προς τις Κυπριακές Αερογραμμές 180,36 κιλά στην τιμή των £1.623,15. Η ποσότητα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην ποσότητα των 16653,45 κιλών.
(ε) Μέχρι 30/5/98 έγιναν πωλήσεις καπνιστού σολομού συνολικής αξίας £19985,89. Το συνολικό βάρος ήτο 4060,45 κιλά και πωλήθηκε σε διάφορες συσκευασίες.
(στ) Η παραγωγή καπνιστού σολομού είναι περίπου 56,95% του βάρους του ωμού σολομού που χρησιμοποιείται.
(ζ) Οι πελάτες μας είναι στη διάθεσή σας για να σας εφοδιάσουν με οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ή πληροφορίες που θα θέλατε να έχετε. Επίσης είναι έτοιμοι να θέσουν στην διάθεσή σας για επιθεώρηση όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που δυνατόν λογικά να απαιτηθούν από το τμήμα σας.
Σημειώστε ότι οι πελάτες μας επιφυλάσσουν όλα τα δικαιώματα τους αναφορικά με την Συνταγματικότητα του σχετικού νόμου και κανονισμών βάσει των οποίων επιβάλλονται οι φόροι κατανάλωσης στον καπνιστό σολομό."
Στη συνέχεια, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων με επιστολή του 7.8.1998 έδωσε οδηγίες στον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λευκωσίας να προβεί στις πιο κάτω ενέργειες σχετικά με την επιβολή φόρου κατανάλωσης για τον καπνιστό σολομό που κατασκευάζουν οι αιτητές:
"α) Να εισπραχθεί ο φόρος κατανάλωσης που αναλογεί στο σύνολο των πωλήσεων με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του Τμήματος που δυνατόν να προκύψουν ως αποτέλεσμα του ελέγχου που θα ακολουθήσει και αφού αφαιρεθούν οι παραδόσεις προς τις Κυπριακές Αερογραμμές για τις οποίες να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραχώρησης απαλλαγής εάν και εφόσο προσκομιστούν πιστοποιητικά ατέλειας και βεβαιωθεί από την εταιρεία η παραλαβή των ποσοτήτων που θα καλύπτουν.
β) Να γίνει επιλεκτικός έλεγχος των πωλήσεων ενός έτους, κατά προτίμηση του 1997, σε αντιπαραβολή και με τις εισαγωγές σολομού, για εξακρίβωση της ορθότητας της δήλωσής τους. Πέραν του ελέγχου αυτού, να ζητηθούν οι ελεγμένοι λογαριασμοί που υποβλήθηκαν από την εταιρεία στον Έφορο Φόρου Εισοδήματος για όλα τα έτη.
γ) Όσον αφορά τις πωλήσεις για το έτος 1994, αν δεν υπάρχουν στοιχεία διαθέσιμα, να ζητηθεί απ την εταιρεία να δηλώσει τις πωλήσεις που υπολογίζει ότι έχει πραγματοποιήσει εκείνη την περίοδο και αν από τον έλεγχο που θα γίνει, εξακριβωθεί η ορθότητα της δήλωσης αναφορικά με τις πωλήσεις γα τα έτη 1995, 1996, 1997 και 1998 τότε να γίνει αποδεκτή και η δήλωση για τις πωλήσεις του 1994."
Στη συνέχεια, ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός με επιστολή του ημερομηνίας 9.9.98 κάλεσε τους αιτητές να καταβάλουν το ποσό των ΛΚ 103.212.13 που αντιπροσωπεύει φόρο κατανάλωσης και αναλογεί στις πωλήσεις καπνιστού σολομού. Το περιεχόμενο της επιστολής παρατίθεται:
"Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που μου διαβίβασε με επιστολή του το δικηγορικό γραφείο που συνεργάζεστε θα πρέπει εντός δεκαπέντε ημερών από σήμερα να καταβληθεί ο φόρος κατανάλωσης στο γραφείο μου που ανέρχεται στο ποσό των £103.212.15 όπως φαίνεται πιο κάτω:
έτος αξία χονδρικής συντελεστής φόρος
πώλησης φ. κατανάλωσης κατανάλωσης
____ ____________ ______________ ____________
£ £
1995 109794,64 20% 21958,92
1996 109489,21 20% 33897,84
1997 216791,00 20% 43358,20
1998 (1/1-30/5/98) 19985,89 20% 3997,17
__________
£103212,13
=========
Επίσης εντός της ίδιας προθεσμίας θα πρέπει να μου καταβάλετε το φόρο κατανάλωσης για τις περιόδους 1.6.1998 μέχρι 31.8.98.
Σας πληροφορώ επίσης ότι για να αφαιρεθεί από το πιο πάνω ποσό ο φόρος κατανάλωσης για τις πωλήσεις σας στις Κυπριακές Αερογραμμές θα πρέπει να μου παρουσιάσετε πιστοποιητικά ατελείας.
Αναφορικά με μελλοντικές πωλήσεις και ο τρόπος πληρωμής του φόρου κατανάλωσης η επιστολή του Διευθυντή Τμήμα Τελωνείων είναι σχετική. (Αρ. Φακ. 12.19.08 ημ. 13.2.98)."
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης και ζητούν την ακύρωσή της.
Η Δημοκρατία προβάλλει ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με την επιστολή ημερ. 9.9.98 ενώ η προσφυγή κατατέθηκε στις 26.11.98
Οι αιτητές αντιτάσσουν πως έλαβαν γνώση της απόφασης όχι πριν την 15.9.98 ημερομηνία κατά την οποία είχε αποσταλεί μέσω κανονικού ταχυδρομείου η επιστολή ημερ. 9.9.98, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Εφόσον δεν εχει δημοσιευτεί η απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 146.3 του Συντάγματος, το κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας των 75 ημερών θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο, με βάση τα στοιχεία του φακέλου, ο προσφεύγων έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξης.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει στο φάκελο τεκμηριωμένη ένδειξη ως προς την ακριβή ημερομηνία που οι αιτητές έλαβαν γνώση της απόφασης. Αυτό που προκύπτει είναι ότι η επιστολή ημερ. 9.9.98 στάληκε στους αιτητές μέσω κανονικού ταχυδρομείου και συνεπώς εύλογα τεκμαίρεται ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της επιστολής σε χρόνο μεταγενέστερο της 9.9.1998 και όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, σε περίπτωση αμφιβολίας, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου βλ. Costas Neophytou v. The Republic (1964) 3 C.L.R. 280. Οι καθ' ων η αίτηση που επικαλούνται το εκπρόθεσμο της προσφυγής φέρουν και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους βλ. Kritiotis v. The Municipality of Paphos and Οthers (1986) 3 C.L.R. 322, 346. Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να αποδείξουν ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
Η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση για επιβολή φόρου κατανάλωσης ύψους 20% επί της αξίας του καπνιστού σολομού λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 15 του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 8 των περί Τελωνειακών Δασμών φόρων Καταναλώσεως Νόμων 4(I)/95, 109(I)/95, 14(I)/97 και 11(I)/98.
Το άρθρο 8(2) των πιο πάνω νόμων προνοεί:
"(2) Οταν με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης κατ' αξία, η φορολογητέα αξία-
(α) Στην περίπτωση εισαγόμενων εμπορευμάτων, είναι η δασμολογητέα αξία όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 159 των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων· και
(β) στην περίπτωση εμπορευμάτων επιτόπιας παραγωγής ή κατασκευής, είναι η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή πώλησης για εμπορεύματα που παραδίδονται από το εργοστάσιο ή τον τόπο παραγωγής:
Νοείται ότι για τους σκοπούς καθορισμού της πραγματικά πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής πώλησης εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του άρθρου 159 των περί Τελωνείων και φόρων Καταναλώσεως Νόμων και της Συμφωνίας για Εφαρμογή του Αρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου.
Στο άρθρο 159(1) του νόμου 82/67 (όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του νόμου 98/89) προνοείται:
159.-(1) Διά τους σκοπούς οιασδήποτε εκάστοτε τελούσης εν ισχύι νομοθετικής πράξεως, δυνάμει της οποίας επιβάλλεται δασμός επί εμπορευμάτων κατ' εκτίμησιν της αξίας τούτων, η αξία παντός εισαγομένου εμπορεύματος καθορίζεται βάσει των διατάξεων της Συμφωνίας διά την Εφαρμογήν του Αρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου αυτής (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως "η Συμφωνία").
Το άρθρο 1 της Συμφωνίας για εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, προνοεί ότι η τελωνειακή αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων είναι η "συναλλακτική αξία, δηλαδή η πραγματική πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εμπορεύματα όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής κατόπιν προσαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 ...".
Προκύπτει πως με βάση το άρθρο 8(2) των Νόμων (ανωτέρω) το ύψος του φόρου κατανάλωσης για τον μεν εισαγόμενο καπνιστό σολομό, καθορίζεται με βάση την τιμή του τιμολογίου που εκδίδεται από τον πωλητή προς τον εισαγωγέα, ενώ για τον επιτοπίως παρασκευαζόμενο καπνιστό σολομό, το ύψος του φόρου κατανάλωσης καθορίζεται με βάση την τελική τιμή πώλησης που έχει διαμορφωθεί με βάση την τιμολογιακή αξία του κατεψυγμένου σολομού, τον εισαγωγικό δασμό και τα έξοδα μεταποίησής του.
Είναι η θέση των αιτητών ότι στην περίπτωση επιτόπιας κατασκευής καπνιστού σολομού, επιβάλλεται διπλή φορολογία εφόσον, για να παρασκευαστεί επιτόπια ο καπνιστός σολομός έχει εισαχθεί ως φρέσκος ή κατεψυγμένος και για την εισαγωγή του έχει πληρωθεί εισαγωγικός δασμός. Ωστόσο, ο κατασκευαστής καπνιστού σολομού επιτοπίως υπόκειται σε φόρο κατανάλωσης και πάνω στο ποσό που έχει ήδη επιβληθεί ως εισαγωγικός δασμός. Εισηγούνται οι αιτητές ότι με την επιβολή φόρου κατανάλωσης και επί του ποσού που επιβλήθηκε ως εισαγωγικός δασμός όπως στην υπό εξέταση περίπτωση, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας που προστατεύει το άρθρο 28(1) του Συντάγματος και προκαλείται δυσμενής διάκριση των αιτητών καθώς και συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ή και ευνοϊκές συνθήκες στους πολίτες οι οποίοι εισάγουν απ' ευθείας τον καπνιστό σολομό. Στην περίπτωση του εισαγόμενου καπνιστού σολομού, ο φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται και επιβάλλεται στην αξία του τιμολογίου, προτού επιβληθεί ο εισαγωγικός δασμός με αποτέλεσμα, οι εισαγωγείς καπνιστού σολομού να βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση από εκείνους που εισάγουν το φρέσκο ή κατεψυγμένο σολομό και υποβάλλονται στη δαπάνη μεταποίησής του σε καπνιστό και ακολούθως στα έξοδα διάθεσης του προϊόντος στην κυπριακή αγορά.
Οι καθ' ων η αίτηση αντικρούουν τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της ισότητας και υποστηρίζουν πως δεν μπορεί να λέγεται ότι επιβάλλεται διπλή φορολογία καθότι, η μεν πρώτη φορολογία, αποτελεί φορολογία πάνω σε μη επεξεργασμένο προϊόν και επιβάλλεται υπό μορφή εισαγωγικού δασμού, η δε δεύτερη, επιβάλλεται στο τελικό προϊόν.
Η αντισυνταγματικότητα νόμου είναι θέμα νομικό το οποίο, πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα. Το βάρος απόδειξης της αντισυνταγματικότητας του νόμου το φέρει ο αιτητής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτητές πρέπει να αποδείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 8(2) αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ότι υπάρχουν "αυθαίρετες διακρίσεις σε όμοιες καταστάσεις".
Ο κατεψυγμένος σολομός που εισάγεται για επιτόπια επεξεργασία, επιβαρύνεται με δασμό κατά την εισαγωγή του. Μετά από την επεξεργασία που υφίσταται και τη διαμόρφωση της τελικής τιμής στην οποία θα πωληθεί, υπολογίζεται ο φόρος κατανάλωσης ο οποίος συμπεριλαμβάνει και τον αρχικό εισαγωγικό δασμό που επιβλήθηκε στον κατεψυγμένο σολομό. Η διαμόρφωση της τελικής τιμής πώλησης έγινε με βάση την τιμολογιακή αξία του κατεψυγμένου σολομού, τον εισαγωγικό δασμό και το κόστος μεταποίησης. Για να είναι η φορολογία διπλή, αυτή θα πρέπει να επιβάλλεται πάνω στο ίδιο προϊόν υπό τις ίδιες συνθήκες.
Όσον αφορά τον εισαγωγικό δασμό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός επιβαρύνει μια πρώτη ύλη ή ένα μη επεξεργασμένο προϊόν, ενώ ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται σε τελικό ή επεξεργασμένο προϊόν που τυγχάνει να έχει ως πρώτη ύλη ένα μη επεξεργασμένο προϊόν που φορολογήθηκε ως είχε, σε κάποιο προηγούμενο στάδιο.
Κατά το δικαστικό έλεγχο της παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας γίνεται αποδεκτό πως ο νομοθέτης μπορεί να "ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, παίρνοντας υπ' όψη του τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, και στηριζόμενος πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως για την οποία εκάστοτε πρόκειται". Περαιτέρω, η νομολογία έχει υποδείξει ότι σε ζητήματα φορολογίας, ο νομοθέτης έχει μεγάλη ευχέρεια στο να καθορίζει κριτήρια τα οποία στην κρίση του είναι λογικά για τη φορολογική πολιτική. Ωστόσο, υποδεικνύεται πως "πρέπει όμως κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρυθμίσεως, να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου ξένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων που παρέχονται από υφιστάμενο γενικώτερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 2925/83, 2912/80 κ.ά.)." Βλ. Το Σύνταγμα Τριμηνιαία Επιθεώρηση Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξεως, ΕΤΟΣ Ι 1984 / Ιανουάριος - Μάρτιος / Τεύχος 10 σελ. 79.
Έχω τη γνώμη πως η επιβολή της επίμαχης φορολογίας πάνω στον κατεψυγμένο και μεταποιημένο σολομό δεν είναι κατ' ανάγκη δυσμενέστερη από την περίπτωση επιβολής φορολογίας για εισαγωγή καπνιστού σολομού όπου ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται πριν ή και ανεξάρτητα από την επιβολή του εισαγωγικού δασμού. Ο λόγος είναι ότι τα δύο προϊόντα (καπνιστός και κατεψυγμένος) είναι ανόμοια και με διαφορετική τιμολογιακή αξία.
Καταλήγω ότι οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης της παραβίασης της συνταγματικής αρχής για ισότητα και δεν έχουν αποδείξει ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν αυθαίρετες διακρίσεις σ' όμοιες καταστάσεις.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η έρευνα στην οποία προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση ήταν ανεπαρκής με αποτέλεσμα να εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Διατείνονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη στοιχεία που είχαν υποβληθεί με αποτέλεσμα να μην αφαιρεθούν ο εισαγωγικός δασμός και φόρος κατανάλωσης αναφορικά με τις ποσότητες καπνιστού σολομού που είχαν πωληθεί στις κυπριακές αερογραμμές και αυτό, κατά παράβαση των προνοιών των άρθρων 9 και 12 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 109(1)/95, Κλάση ΙΙ του 5ου Πίνακα του ιδίου νόμου όπου προνοείται ότι οι κυπριακές αερογραμμές μπορούν να τύχουν απαλλαγής από εισαγωγικούς δασμούς και φόρους κατανάλωσης.
Είναι γεγονός ότι στην επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερομηνίας 24.6.98 προς τους καθ' ων η αίτηση γίνεται αναφορά σε πωλήσεις καπνιστού σολομού προς τις Κυπριακές Αερογραμμές. Ωστόσο δεν φαίνεται ότι είχαν επισυναφθεί στην επιστολή ή ότι είχαν διαβιβαστεί με άλλο τρόπο στους καθ' ων η αίτηση τα αντίστοιχα πιστοποιητικά ατέλειας από τις Κυπριακές Αερογραμμές προκειμένου να επωφεληθούν οι αιτητές οποιαδήποτε επιστροφή ή μείωση του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης.
Το βάρος απόδειξης των διεκδικούμενων απαλλαγών το φέρει ο διοικούμενος. Σαφώς δεν αποτελεί ευθύνη της Διοίκησης η συγκέντρωση στοιχείων που δυνατό να τεκμηριώνουν την απαλλαγή. Ωστόσο επισημαίνεται πως οι καθ' ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 9.9.98 σχετικά με τις πωλήσεις καπνιστού σολομού στις Κυπριακές Αερογραμμές αναφέρουν ότι σε περίπτωση παρουσίασης πιστοποιητικών ατέλειας, θα προέβαιναν στην αναπροσαρμογή του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο ισχυρισμός των αιτητών περί ανεπαρκούς έρευνας ή πλάνης κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αβάσιμος.
Τέλος, είναι η εισήγηση των αιτητών ότι η απόφαση πάρθηκε από αναρμόδιο όργανο καθότι αρμόδιο όργανο να επιβάλλει εισαγωγικούς δασμούς και φόρους κατανάλωσης είναι μόνο ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων. Ισχυρίζονται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιβολή του φόρου έγινε από άτομο "το οποίο δεν είχε καμιά εξουσιοδότηση να πράττει ως έπραξε αφού ήταν κατώτερος υπάλληλος του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία και κανονισμούς".
Το Άρθρο 3 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67 προνοεί τα πιο κάτω:
"3.-(1) Του Τμήματος Τελωνείων προΐσταται Διευθυντής, όστις είναι δημόσιος υπάλληλος εν τη μονίμω υπηρεσία της Δημοκρατίας.
(2) Υπό την γενικήν εποπτείαν του Υπουργού, ο Διευθυντής υπέχει καθήκον όπως εισπράττη, λογοδοτή και άλλως διαχειρίζηται τας εκ δασμών και φόρων καταναλώσεως δημοσιας προσόδους.
(3) Δυνατόν να ανατεθώσι καθήκοντα Βοηθού Διευθυντού του Τμήματος Τελωνείων εις δημόσιον υπάλληλον εν τη μονίμω υπηρεσία της Δημοκρατίας, όστις θα βοηθή τον Διευθυντήν εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του.
(4) Ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήση δημοσίους υπαλλήλους και να διορίση ή εξουσιοδοτήσει έτερα πρόσωπα προς ενάσκησιν ωρισμένων καθηκόντων αναφορικώς προς παραχωρηθείσαν αυτώ αρμοδιότητα· τα καθήκοντα των προσώπων τούτων, οι όροι ασκήσεως των καθηκόντων, η καταβλητέα αυτοίς αντιμισθία και λοιπά επιδόματα (πλην της περιπτώσεως των δημοσίων υπαλλήλων) καθορίζονται υπό του Διευθυντού, τη εγκρίσει του Υπουργού· ο Διευθυντής δύναται να αναστείλη ή ανακαλέση πάσαν ούτω παρασχεθείσαν εξουσιοδότησιν."
Στο άρθρο 2 του Νόμου δίδεται η ερμηνεία του όρου "παραχωρηθείσα αρμοδιότης". "Παραχωρηθείσα αρμοδιότης" σημαίνει οιονδήποτε θέμα, αναφορικώς προς ό, δυνάμει νομοθετικής τινός διατάξεως, ο Διευθυντής εκάστοτε υποχρεούται εις την εκτέλεσιν οιουδήποτε καθήκοντος".
Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω άρθρα ότι ο Διευθυντής Τελωνείων μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλα πρόσωπα να εξασκούν εκ μέρους του ορισμένα καθήκοντα της δικής του αρμοδιότητας. Συνεπώς απορρίπτω τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας.
Η αιτήτρια εταιρεία έχει αποτύχει στη στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν με αποτέλεσμα τη μη θεμελίωση λόγου ακυρότητας και ως εκ τούτου την απόρριψη της προσφυγής.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.