ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λύωνας Γεώργιος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2038
Γεωργιάδου Kατερίνα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2480
Xριστοδουλίδου Κρυστάλλω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 626
Σταυρινίδης Παναγιώτης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 145
Κυπερούντας Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1222
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 4 ΑΑΔ 963
4 Οκτωβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1107/1998)
ΚΟΥΛΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1172/1998)
1. ΣΟΦΙΑ ΛΑΜΠΙΤΣΗ,
2. ΘΕΟΦΑΝΩ ΓΡΥΠΑΡΗ,
Αιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1107/1998, 1172/1998)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Χρόνος που διατίθεται στον Προϊστάμενο να μελετήσει τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων και να διαβουλευθεί με τους άμεσα Προϊσταμένους τους για σκοπούς συστάσεων ― Κρίθηκε επαρκής ― Δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των διαβουλεύσεων του Προϊσταμένου στα πρακτικά ― Όρια αναθεωρητικού ελέγχου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αντίθεση των κρίσεων του Διευθυντή επί της αξίας των υποψηφίων προς την εικόνα του, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις εκθέσεις αξιολόγησης ― Συνέπειες.
Οι αιτήτριες προσέφυγαν κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Ανώτερους Νοσηλευτικούς Λειτουργούς, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι λογικό το συμπέρασμα ότι υπήρξε αρκετός χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας της έναρξης της πρώτης διαδικασίας και της ημερομηνίας λήψης της επίδικης απόφασης, έτσι ώστε ο Διευθυντής να λάβει πληροφορίες από τους διάφορους προϊσταμένους και να διαμορφώσει τις συστάσεις του. Είχε δε την ευκαιρία να το πράξει και κατά την προετοιμασία του για τις συστάσεις στις διαδικασίες που προηγήθηκαν της παρούσης. Η νομιμότητα των συστάσεων δεν μπορεί να πληγεί σε αυτή τη βάση.
2. Ούτε και ο ισχυρισμός ότι οι διαβουλεύσεις έπρεπε να καταγραφούν είναι βάσιμος. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, η καταγραφή τους δεν είναι απαραίτητη. Ούτε και ελέγχεται δικαστικά ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται. Είναι δε νόμιμο να ζητηθούν πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων στα πλαίσια υποβολής συστάσεων.
3. Ο Διευθυντής θεώρησε ότι οι συστηθέντες υπερτερούσαν, στις ιδιότητες που ανέφερε, των άλλων υποψηφίων που δεν συστήθηκαν. Οι ιδιότητες που κατά την κρίση του Διευθυντή διέκριναν τους συστηθέντες, εμπίπτουν στα στοιχεία αξιολόγησης των υποψηφίων, στις εκθέσεις αξιολόγησης τους. Οι ιδιότητες αυτές είναι η συνέπεια και αποτελεσματικότητα στην εργασία, ενδιαφέρον για τους ασθενείς (ακόμα και εκτός ωραρίου εργασίας), σωστή αξιοποίηση του χρόνου προς όφελος της υπηρεσίας, συνεργασία/σχέσεις με προϊσταμένους/συναδέλφους και το κοινό, και σε ορισμένες περιπτώσεις προγραμματισμός εργασίας.
Όλα αυτά όμως εμπίπτουν στα στοιχεία αξιολόγησης, όπως εκτίθενται και επεξηγούνται στα έντυπα αξιολόγησης. Και όπως επίσης προκύπτει από τις εκθέσεις αξιολόγησης, τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία τουλάχιστον κατά τα τελευταία δύο χρόνια για τα οποία κατατέθηκαν οι αξιολογήσεις όλων των υποψηφίων. Συνεπώς, η διαπίστωση του Διευθυντή ότι τα συστηθέντα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν των αιτητριών στα στοιχεία και ιδιότητες που ανέφερε έρχεται σ' αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζουν οι εκθέσεις αξιολόγησης των υποψηφίων. Και συνιστά ανάπλαση της εικόνας των υποψηφίων.
Τα ίδια ισχύουν και για τις παρατηρήσεις του Διευθυντή αναφορικά με την αρχαιότητα ορισμένων υποψηφίων. Και την υπεροχή των αναφερθέντων ενδιαφερόμενων μερών σε αξία σε σύγκριση με αυτούς. Ο Διευθυντής αναφέρθηκε ονομαστικά στα ενδιαφερόμενα μέρη 1-6, που υστερούν σε αρχαιότητα της αιτήτριας στην προσ. 1107/98 κατά 15 περίπου μήνες στην προτελευταία τους θέση. Δεν επαληθεύεται η διαπίστωσή του ότι αυτοί υπερέχουν σε αξία της αιτήτριας, έστω και οριακά όπως αναφέρει, αφού οι αξιολογήσεις τους, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, είναι απόλυτα ίσες κατά τα τελευταία χρόνια.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργιάδου v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480,
Ραχματούλινα v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 916/96, ημερ. 9/9/99,
Λύωνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 2038,
Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,
Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,
Κυπερούντας v. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1222.
Προσφυγές.
Προσφυγές από τις αιτήτριες κατά της προαγωγής εννέα ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες και στις δύο προσφυγές.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Κ. Κούσιος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Ζαχαρουδιού.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Οι προσφυγές αυτές συνεκδικάστηκαν, μαζί με άλλες (1158/98, 1159/98 και 1160/98), κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου για την καθής η αίτηση, στο οποίο συγκατατέθηκαν οι δικηγόροι των αιτητριών. Προβλήθηκε ως λόγος συνένωσης τους ότι στρέφονταν κατά της ίδιας διοικητικής πράξης και περαιτέρω ότι παρουσίαζαν τα ίδια νομικά και πραγματικά στοιχεία. Κατά τη μελέτη όμως των υποθέσεων για την έκδοση της απόφασης διαπιστώθηκε ότι με τις προσφυγές 1158, 1159 και 1160/98 προσβάλλονταν, μαζί με τη διοικητική πράξη που προσβάλλουν οι παρούσες προσφυγές και αριθμός άλλων ξεχωριστών διοικητικών πράξεων. Γιαυτό έκρινα σκόπιμο να τις αποσυνδέσω από τις παρούσες. Θα επικεντρωθώ επομένως στα στοιχεία που αφορούν μόνο τις δύο αυτές υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να προάξει στη θέση Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας από 1/9/98, τα ενδιαφερόμενα μέρη, που είναι συνολικά 9.
Με την προσφυγή αρ. 1107/98 προσβάλλεται η προαγωγή των (1) Αναστασίας Κωνσταντίνου, (2) Γιαννούλας Μαχλουζαρίδου, (3) Μαρίας Ανδρέου, (4) Αρίστης Καμαρίτου, (5) Μιχάλη Ζαχαρουδιού, (6) Ελένης Κουλουτέρη, (7) Ευγενίας Νεάρχου, (8) Μαρίας Νίκου και (9) Μαρίας Πισσουρίου. Με την προσφ. αρ. 1172/98 προσβάλλεται η προαγωγή των (1) Αρίστης Καμαρίτου, (2) Μιχάλη Ζαχαρουδιού και (3) Ελένης Κουλουτέρη, που είναι ενδιαφερόμενα μέρη 4, 5 και 6 στην προσφυγή αρ. 1107/98.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις προσφυγές είναι τα ακόλουθα: Στις 3/7/98 υποβλήθηκε, από την αρμόδια αρχή, πρόταση για την πλήρωση 28 κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (η θέση). Η θέση είναι προαγωγής και η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία της, ημερ. 9/7/98, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος σε μεταγενέστερη ημερομηνία, στην οποία να κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.
Το θέμα εξετάστηκε από την Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της, ημερ. 13/7/98. Κρίθηκε κατ' αρχήν ότι προάξιμοι ήταν 78 συνολικά υποψήφιοι. Όμως δεν έλαβε υπόψη αριθμό υποψηφίων (20 συνολικά), που επιλέγηκαν προηγουμένως, κατά την ίδια ημερομηνία, για προαγωγή στην ίδια θέση, με βάση άλλες ξεχωριστές διαδικασίες. Έτσι οι υποψήφιοι που τελικά προκρίθηκαν για τις επίδικες προαγωγές ήταν συνολικά 58. Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε επίσης το περιεχόμενο επιστολών ομάδας Νοσηλευτικών Λειτουργών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι αιτήτριες στην προσφυγή 1172/98. Ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, που προσήλθε στη συνεδρία και ενημερώθηκε για τις πιο πάνω αποφάσεις της Ε.Δ.Υ., σύστησε για προαγωγή 28 υποψηφίους, ανάμεσα στους οποίους και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια, αφού εξέτασε τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε για προαγωγή τους συστηθέντες από το Διευθυντή. Κατά τη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερ. 26/8/98, ορίστηκε ως ημερομηνία ισχύος των προαγωγών η 1/9/98. Οι προαγωγές δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2/10/98.
Οι κύριοι ισχυρισμοί των αιτητριών αφορούν τη σύσταση του Διευθυντή. Υποστηρίζουν ότι πάσχει γιατί έγινε χωρίς πραγματική μελέτη των φακέλων αφού ο Διευθυντής δεν μπορούσε να μελετήσει τόσους φακέλους (180) μέσα στον ελάχιστο χρόνο που είχε στη διάθεση του. Περαιτέρω, δεν είναι γνωστό με ποιούς και πόσους προϊσταμένους διαβουλεύθηκε για τη διαμόρφωση της σύστασης του και μάλιστα προτού να γνωρίζει καν ποίοι ήταν οι υποψήφιοι. Οι διαβουλεύσεις, επίσης, δεν καταγράφονται, ούτε και αποτελούν ίσο μέτρο κρίσης αφού ο κάθε προϊστάμενος γνώριζε μόνο τους δικούς του υποψηφίους. Υπέβαλαν, περαιτέρω, ότι οι συστάσεις βασίστηκαν και σε εξωγενή στοιχεία κρίσης, στα δε στοιχεία για τα οποία οι υποψήφιοι βαθμολογούνται, οι αιτήτριες, που κρίθηκαν εξαίρετες, δεν υστερούν των ενδιαφερομένων μερών. Η σύσταση είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ισοδυναμεί με ανάπλαση της εικόνας των υποψηφίων από το Διευθυντή, σ' αντίθεση με τη νομολογία μας. Και ότι η υπεροχή των αιτητριών σε αρχαιότητα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, αφού αυτές δεν υστερούσαν σε άλλα κριτήρια.
Αναφορικά με την απόφαση της Ε.Δ.Υ., οι αιτήτριες υπέβαλαν ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, ότι η Ε.Δ.Υ. επισφράγισε απλώς την πάσχουσα σύσταση και ότι απέτυχε να επιλέξει τους καταλληλότερους υποψηφίους.
Το παράπονο των αιτητριών για την προχειρότητα των συστάσεων δεν ευσταθεί. Όπως εκτέθηκε προηγουμένως, οι υποψήφιοι για τις 28 κενές θέσεις στην παρούσα διαδικασία ήταν μόνο 58, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη υποψήφιοι που είχαν ήδη επιλεγεί για προαγωγή, κατά την ίδια ημερομηνία, με βάση άλλες ξεχωριστές διαδικασίες. Δεν θα γίνει πληρέστερη αναφορά, στην παρούσα, στις διαδικασίες εκείνες. Είναι όμως γεγονός, ότι οι διαδικασίες για την πλήρωση άλλων 20 όμοιων θέσεων, είχαν αρχίσει πολύ πριν την παρούσα. Συγκεκριμένα, η πρώτη από αυτές ξεκίνησε στις 8/10/97 (για 6 κενές θέσεις). Και τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν υποψήφιοι σε όλες τις διαδικασίες. Επομένως είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι υπήρξε αρκετός χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας της έναρξης της πρώτης διαδικασίας και της ημερομηνίας λήψης της επίδικης απόφασης, έτσι ώστε ο Διευθυντής να λάβει πληροφορίες από τους διάφορους προϊσταμένους και να διαμορφώσει τις συστάσεις του. Είχε δε την ευκαιρία να το πράξει και κατά την προετοιμασία του για τις συστάσεις στις διαδικασίες που προηγήθηκαν της παρούσης. Η νομιμότητα των συστάσεων δεν μπορεί να πληγεί με βάση τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος και απορρίπτεται.
Ούτε και ο ισχυρισμός ότι οι διαβουλεύσεις έπρεπε να καταγραφούν είναι βάσιμος. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, η καταγραφή τους δεν είναι απαραίτητη. Ούτε και ελέγχεται δικαστικά ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται: Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) A.A.Δ. 2480, Τατιάνα Ραχματούλινα ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 916/96, ημερ. 9/9/99. Είναι δε νόμιμο να ζητηθούν πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων στα πλαίσια υποβολής συστάσεων: Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2038 (απόφαση Ολομέλειας). Συνεπώς και οι ισχυρισμοί επί των θεμάτων αυτών απορρίπτονται.
Οι συστάσεις του Διευθυντή βασίστηκαν στα τρία νομοθετημένα κριτήρια, το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων και τις διαβουλεύσεις του με τους άμεσα προϊσταμένους τους, και ονόμασε αυτούς που σύστησε. Ακολούθως αναφέρθηκε στον κάθε συστηθέντα ξεχωριστά και εξέθεσε τις ιδιότητες, που κατά την άποψη του τους ξεχώριζαν. Και είπε ότι:
"Στις ιδιότητες και ικανότητες που έχω αναφέρει οι συστηνόμενοι υπερτερούν των άλλων μη συστηνομένων υποψηφίων."
Στο τέλος ο Διευθυντής πρόσθεσε:
"Συστήνοντας τους πιο πάνω, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη ότι αυτοί υστερούν σε αρχαιότητα έναντι ορισμένων υποψηφίων. Στις πλείστες όμως περιπτώσεις η διαφορά στην αρχαιότητα οφείλεται στην ημερομηνία γέννησης. Περιπλέον, οι συστηθέντες, σε σύγκριση με τους εν λόγω υποψηφίους, υπερέχουν έστω και οριακά, σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς και στις ιδιότητες που ανέφερα πιο πάνω. Σ' ό,τι αφορά τους συστηθέντες Κωνσταντίνου Αναστασία, Ανδρέου, Μαχλουζαρίδου, Καμαρίτου, Ζαχαρουδιού και Κουλουτέρη, των οποίων η διαφορά σε αρχαιότητα έναντι ορισμένων υποψηφίων οφείλεται στην προηγούμενή τους θέση, συνίσταται σε 15 περίπου μήνες και ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, αυτοί υπερέχουν, έστω και οριακά, σε αξία των εν λόγω υποψηφίων, καθώς και στις ιδιότητες που ανέφερα πιο πάνω. Τα ίδια ισχύουν και στη σύγκριση των Καμαρίτου, Ζαχαρουδιού και Κουλουτέρη με μερικούς υποψηφίους των οποίων η υπεροχή σε αρχαιότητα οφείλεται είτε στην ημερομηνία πρώτου διορισμού τους είτε στην ημερομηνία γέννησής τους."
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω αποσπάσματα, ο Διευθυντής θεώρησε ότι οι συστηθέντες υπερτερούσαν, στις ιδιότητες που ανέφερε, των άλλων υποψηφίων που δεν συστήθηκαν. Οι ιδιότητες που κατά την κρίση του Διευθυντή διέκριναν τους συστηθέντες, εμπίπτουν στα στοιχεία αξιολόγησης των υποψηφίων, στις εκθέσεις αξιολόγησης τους. Οι ιδιότητες αυτές είναι η συνέπεια και αποτελεσματικότητα στην εργασία, ενδιαφέρον για τους ασθενείς (ακόμα και εκτός ωραρίου εργασίας), σωστή αξιοποίηση του χρόνου προς όφελος της υπηρεσίας, συνεργασία/σχέσεις με προϊσταμένους/συναδέλφους και το κοινό, και σε ορισμένες περιπτώσεις προγραμματισμός εργασίας.
Όλα αυτά όμως εμπίπτουν στα στοιχεία αξιολόγησης, όπως εκτίθενται και επεξηγούνται στα έντυπα αξιολόγησης. Και όπως επίσης προκύπτει από τις εκθέσεις αξιολόγησης, τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία τουλάχιστον κατά τα τελευταία δύο χρόνια για τα οποία κατατέθηκαν οι αξιολογήσεις όλων των υποψηφίων. Συνεπώς, η διαπίστωση του Διευθυντή ότι τα συστηθέντα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν των αιτητριών στα στοιχεία και ιδιότητες που ανέφερε έρχεται σ' αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζουν οι εκθέσεις αξιολόγησης των υποψηφίων. Και συνιστά ανάπλαση της εικόνας των υποψηφίων.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 626:
"Πάντως, δεν μπορεί το όποιο περιθώριο παρέχεται κατά περίπτωση, ενόψει των πιο πάνω, ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας των διαφορών που αναδεικνύουν οι εκθέσεις, να αναβαθμιστεί και σε δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει. Και ακριβώς έχουμε εν προκειμένω τέτοια κρίση, εκ των υστέρων και βέβαια πάλιν υποκειμενική, στηριγμένη σε πληροφορίες και σε προσωπική διαχρονική γνώση, αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών."
Βλέπε επίσης Δρ. Παναγιώτης Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 145 και Χριστόδουλος Κυπερούντας ν. Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1222. Το παραπάνω απόσπασμα εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
Τα ίδια ισχύουν και για τις παρατηρήσεις του Διευθυντή στο τελευταίο απόσπασμα από τη σύσταση του, που παρατέθηκε πιο πάνω αναφορικά με την αρχαιότητα ορισμένων υποψηφίων. Και την υπεροχή των αναφερθέντων ενδιαφερόμενων μερών σε αξία σε σύγκριση με αυτούς. Ο Διευθυντής αναφέρθηκε ονομαστικά στα ενδιαφερόμενα μέρη 1-6, που υστερούν σε αρχαιότητα της αιτήτριας στην προσ. 1107/98 κατά 15 περίπου μήνες στην προτελευταία τους θέση. Δεν επαληθεύεται η διαπίστωση του ότι αυτοί υπερέχουν σε αξία της αιτήτριας, έστω και οριακά όπως αναφέρει, αφού οι αξιολογήσεις τους, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, είναι απόλυτα ίσες κατά τα τελευταία χρόνια.
Θεωρώ περιττό να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο. Η σύσταση πάσχει, και συνεπώς και η απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία βασίστηκε σ' αυτήν και επαναλαμβάνει, στην ουσία, την τελευταία παράγραφο της σύστασης.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.
Έχω μια επισήμανση που ήθελα να κάμω από καιρό. Αφορμή μου δίνει η εξαίρετη βαθμολογία των εμπλεκομένων εδώ. Δεν την αμφισβητώ. Όμως από τις υποθέσεις προαγωγών που κατακλύζουν τα δικαστήρια, τουλάχιστον από την πείρα μου, προκύπτει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, χαρακτηρίζονται "εξαίρετοι". Αυτό όμως προσκρούει στη λογική των πραγμάτων, όπως διαφαίνεται μέσα από την κοινή εμπειρία. Σε άλλους τομείς, την επιστήμη, τα επαγγέλματα, τα σχολεία, οι άριστοι είναι ολιγάριθμοι. Είχα πάντα την απορία - και την αμφιβολία - αν εμείς εδώ αποτελούμε φαινόμενο ή το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων, όπως και των ημικρατικών, υπαλλήλων, χρήζει αναθεώρησης και αυστηρότερης ιδιαίτερα εφαρμογής. Θα ήταν καλό αν ο προβληματισμός αυτός μπορούσε να απασχολήσει τους ιθύνοντες. Είναι σημαντικό ζήτημα για να μείνει ανερεύνητο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.