ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 1239
Πιερίδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2614
Καϊσερλίδης Ιάκωβος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1261
Παπαπέτρου Eυγενία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 139
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 33/1990 - Ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος του 1990
Ν. 8/1961 - Ο περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμος του 1961
Ν. 97(I)/1997 - Ο περί Συντάξεων Νόμοι του 1997
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 4 ΑΑΔ 874
19 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1182/1998)
Συντάξεις ― Καθορισμός των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων αξιωματικού του Στρατού της Δημοκρατίας μετά από τον τερματισμό των υπηρεσιών του για λόγους δημοσίου συμφέροντος του 1980 και την ανάκληση της απόφασης του τερματισμού κατά το 1993 χωρίς αναδρομική ισχύ ― Κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής τα Άρθρα 14(η) και 13(2) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(I)/97) ― Υιοθέτηση σχετικών νομολογιακών πορισμάτων ― Ειδικά το ζήτημα κατά πόσο ο αξιωματικός εδικαιούτο σε συνυπολογισμό των προσαυξήσεων του μισθού που θα ελάμβανε εάν παρέμενε εν υπηρεσία από το 1980 έως το 1993.
(Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καϊσερλίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1261,
Παπαπέτρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 A.A.Δ. 139,
Γρηγορίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4(Β) Α.Α.Δ. 1239,
Πιερίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2614.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά του ύψους του ποσού της σύνταξης η οποία του αναγνωρίστηκε ότι εδικαιούτο.
Α. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 22.4.93 (αρ. 39.204), μεταξύ άλλων, ανακλήθηκε, "από σήμερα" όπως καθορίστηκε, η απόφασή του ημερομηνίας 31.1.80 (αρ. 18.768) με την οποία ο αιτητής, που ήταν λοχαγός στον Κυπριακό Στρατό, απολύθηκε προς το δημόσιο συμφέρον. Οι λοχαγοί αφυπηρετούν υποχρεωτικά στα 54 τους χρόνια. Ο αιτητής θα συμπλήρωνε το όριο στις 20.12.93 και δεν του ανατέθηκαν καθήκοντα αφού του χορηγήθηκε η άδεια ανάπαυσης που είχε σε πίστη του. Το ζήτημα που εγείρεται αφορά στα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.
Με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 22.9.97 προς τον Υπουργό Οικονομικών και 26.10.97 προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διεκδίκησε σύνταξη. Λήφθηκε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, αναγνωρίστηκε πως εδικαιούτο σε σύνταξη, αυτή υπολογίστηκε από το Γενικό Λογιστήριο και ο αιτητής εισέπραξε ορισμένο ποσό. Με την παρούσα προσβάλει τον καθορισμό που έγινε. Όπως υποστηρίζει, η σύνταξή του θα έπρεπε να ήταν ψηλότερη. Με δεύτερο αίτημα ζητά δήλωση περί το ανεφάρμοστο ορισμένων νόμων στην περίπτωσή του, που ξεφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ποιός είναι ο νόμος που διέπει το θέμα θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση της ουσίας αναφορικά με το πρώτο αίτημα.
Είναι ο πρώτος ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση πως ο αιτητής δεν νομιμοποιείται. Αυτό γιατί, όπως λέγουν, με την επιστολή των δικηγόρων του είχε ζητήσει ο ίδιος μειωμένα συνταξιοδοτικά ωφελήματα τα οποία και στη συνέχεια, με την είσπραξη του ποσού που καθορίστηκε, αποδέκτηκε. Μου φαίνεται ότι ενυπάρχει είδος αντίφασης σ' αυτή τη θέση γιατί ή άποψη ουσίας των καθ' ων η αίτηση συνίσταται στο ότι δεν είναι "μειωμένη" η σύνταξη που καθορίστηκε αλλά πλήρης, σύμφωνα με το Νόμο. Επίσης, η εισήγηση έγινε χωρίς αναφορά στη βιβλιογραφία αναφορικά με την οποία η σύνταξη αποτελεί δημόσιο δικαίωμα που δεν είναι δεκτικό παραίτησης. (Βλ. Χρίστου Γ. Φθενάκη, Σύστημα Υπαλληλικού Δικαίου 1984, Τόμος Β, σελ. 81, Α.Ι. Τάχος, Δημόσιο Υπαλληλικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 208, Παπαχατζής Σύστημα του Ισχύοντος εν Ελλάδι Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 407 και 411.) Δεν έχει όμως η εισήγηση και πραγματικό υπόβαθρο για να δικαιολογείται η επέκταση στη θεωρία. Στις επιστολές γίνεται αναφορά σε "μειωμένη" σύνταξη που κατά την αντίληψη του αιτητή δόθηκε σε άλλους χωρίς όμως αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να επιτρέπει συγκρίσεις ή αντικειμενική αποτίμηση. Περαιτέρω, σε τελική ανάλυση, διεκδικήθηκε ό,τι εθεωρείτο ως νόμιμο δικαίωμα, και ο προσβαλλόμενος καθορισμός δεν έχει αντιστοιχία προς ό,τι ζητήθηκε ώστε να δικαιολογείται η άποψη ότι πήρε όσα ζήτησε. Ο αιτητής ζήτησε κατ' ελάχιστον όσα δόθηκαν σε άλλους κατ' επίκληση διακριτικής εξουσίας που εκλάμβανε ότι είχε το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 5 του Ν. 80/81 και ο καθορισμός έγινε ως θέμα δεσμίως ρυθμιζόμενο. Τελικά δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιόν μου αναφορικά με την πληρότητα της γνώσης που είχε ο αιτητής όταν εισέπραξε το ποσό που καθορίστηκε. Θα προχωρήσω, επομένως, στην ουσία της υπόθεσης.
Είχε παρατηρηθεί κάποια σύγχυση σε σχέση με το κατά πόσο ο αιτητής είχε συμπληρώσει την ηλικία της αφυπηρέτησης πριν την ανακλητική απόφαση και χρειάστηκαν συμπληρωματικές αγορεύσεις για ανασκευή των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν. Τα σημεία που εγείρονται, όπως αυτά διευκρινίστηκαν, είναι δύο. Το πρώτο αφορά στην επίδραση που θα ήταν νόμιμο να ασκήσουν στον καθορισμό της σύνταξης τα χρόνια που μεσολάβησαν από την απόλυση του αιτητή ως την ανάκλησή της. Κατά τον αιτητή αυτά θα πρέπει να μετρήσουν ως συντάξιμη υπηρεσία. Το δεύτερο είναι ξεχωριστό και αφορά στη μισθολογική βάση πάνω στην οποία θα έπρεπε να υπολογιστεί η σύνταξη. Ο αιτητής υποστηρίζει πως θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο μισθός λοχαγού, με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, έστω αφαιρουμένων όσων μεσολάβησαν από την απόλυσή του ως την ανάκλησή της, κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του στις 31.12.93. Ποιό ήταν ακριβώς το κατ' ισχυρισμό λάθος, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, δεν έχει προσδιοριστεί με αναφορά σε ιδιαίτερα συγκριτικά στοιχεία. Επικαλείται όμως ο αιτητής εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του για μισθούς που διεκδίκησε, για την περίοδο που άρχιζε από την ανάκληση της απόλυσής του, με την αγωγή αρ. 4173/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Το πρώτο θέμα
Ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος του 1961 (Ν. 8/61, όπως τροποποιήθηκε) δεν περιείχε πρόνοια για συνταξιοδοτικά ωφελήματα σε περίπτωση όπως αυτή του αιτητή. Με το άρθρο 5 του τροποποιητικού Νόμου 80/81 δόθηκε σχετική διακριτική εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και αυτός, όπως και ολόκληρος ο Νόμος 8/61, καταργήθηκε με τον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο του 1990 (Ν. 33/90). Προβλέφθηκε συναφώς με το άρθρο 18(1) πως, εκτός αν γίνει διαφορετική πρόνοια με Κανονισμούς, για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311. Το Κεφ. 311 τροποποιήθηκε από το Ν.17(Ι)/94 με την προσθήκη του άρθρου 7Δ και αυτό περιλήφθηκε ως άρθρο 14(η) στο νέο περί Συντάξεων Νόμο του 1997 (Ν.97(Ι)/97). Ο αιτητής ανέπτυξε επιχειρήματα ενόψει αυτής της εξέλιξης και παραθέτω το άρθρο 14(η):
"Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου η οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης."
Η εισήγηση του αιτητή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ούτε το άρθρο 7Δ ούτε το άρθρο 14(η) καλύπτουν την περίπτωση του αφού αυτός είχε απολυθεί κατ' επίκληση του άρθρου 6 του Ν. 8/61 και όχι δυνάμει του Νόμου που αναφέρεται στο άρθρο. Επομένως ο αποκλεισμός, από το άρθρο, της περιόδου κατά την οποία βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, δεν τον αφορά. Κατ' επέκταση η αναφερθείσα περίοδος θα έπρεπε να είχε συνυπολογιστεί προς καθορισμό των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.
Έχω το ευεργέτημα δυο αποφάσεων συναδέλφων μου πάνω στο ίδιο θέμα. Στην πρώτη (Ιάκωβος Καϊσερλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 A.A.Δ. 1261, ο Αρτεμίδης Δ. έκρινε πως ο ισχυρισμός περί το ανεφάρμοστο του άρθρου 14(η) ήταν απαράδεκτος γιατί, αν ήταν ορθός, στην πραγματικότητα θα οδηγούσε σε χειροτέρευση της θέσης του αιτητή. Ήταν δυνάμει του άρθρου εκείνου και μόνο που του παραχωρήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα και δεν ήταν νοητό να διεκδικήσει περισσότερα με την εισήγηση πως δεν τον καλύπτει. Στη δεύτερη (Ευγενία Παπαπέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 A.A.Δ. 139), ο Χατζηχαμπής Δ., ερμηνεύοντας την πρώτη διαφώνησε με την άποψη πως ο αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος. Απάντησε το ερώτημα ως προς το άρθρο 14(η) και έκρινε πως, πράγματι, δεν κάλυπτε τον αιτητή. Η απόλυσή του δεν είχε γίνει κατ' επίκληση του Νόμου που αναφέρεται στο άρθρο 14(η) και, πάντως, ο αιτητής σε εκείνη την υπόθεση δεν είχε επαναπροσληφθεί. Δεν βοήθησε όμως τον αιτητή η αποδοχή της εισήγησης του σε σχέση με το ανεφάρμοστο του άρθρου 14(η). Φάνηκε, ουσιαστικά, πως το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 14(η) ήταν ακαδημαϊκής σημασίας. Η αφαίρεσή του από την εικόνα δεν καλυτέρευε τη θέση του αιτητή. Το άρθρο 13(2) του Ν. 97(Ι)/97 απέκλειε τη διεκδίκηση του αιτητή. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Χατζηχαμπή Δ. με την παρατήρηση πως και στην απόφαση του Αρτεμίδη Δ. ενυπάρχει η κρίση πως δεν θα υπήρχε σε καμιά περίπτωση νομικό έρεισμα στις διεκδικήσεις του αιτητή.
"Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν εβασίσθη μόνο στο άρθρο 14(η). Εβασίσθη και στο άρθρο 13(2), για το οποίο δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν ισχύει και το οποίο ισχύει δυνάμει του άρθρου 18(1) του Νόμου 33/90, αλλά και εφ'όσον η απόφαση απόλυσης του κ. Παπαπέτρου ανεκλήθη. Το άρθρο 13(2) ρητά εξαιρεί από τον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο λειτουργός ήταν εκτός της υπηρεσίας. Εφ' όσον η απόφαση για απόλυση του κ. Παπαπέτρου ίσχυε μέχρι του θανάτου του, ο κ. Παπαπέτρου ήταν εκτός υπηρεσίας από τις 31.1.1980 μέχρι και του θανάτου του, και έτσι η εν λόγω περίοδος δεν μπορούσε να περιληφθεί στον υπολογισμό της συντάξιμης υπηρεσίας του. Μόνο αν η απόφαση ανάκλησης της απόλυσης του ενεργούσε αναδρομικά θα μπορούσε ενδεχόμενα να υποστηριχθεί (που δεν το αποφασίζω) ότι δεν ήταν εκτός υπηρεσίας. Η απόφαση εκείνη όμως ρητά διατυπώθηκε ώστε να ισχύει από την ημερομηνία λήψης της, και έτσι σαφώς δεν είχε αναδρομική ισχύ. Για το λόγο αυτό, δεν μπορώ να δω πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να θεωρηθεί τρωτή."
Συμφωνώ με τις προσεγγίσεις αυτές. Στην παρούσα υπόθεση η απόλυση του αιτητή ίσχυε ως το 1993 αφού η ανάκλησή της τότε, έγινε "από σήμερα". Παρεμβάλλω πως στις επιπτώσεις ακύρωσης απόλυσης, συνεπώς αναδρομικής, πάνω σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στη Γρηγόρης Ανδροκλή Γρηγορίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4(B) A.A.Δ. 1239. Κατά το μεσοδιάστημα δεν είχε δεσμό με την υπηρεσία και δεν θα ήταν δυνατό, μάλιστα χωρίς νομοθετική πρόνοια, να συνυπολογιστεί η περίοδος. Το δε άρθρο 13(2) του Ν. 97(Ι)/97 το αποκλείει και ρητά. (Βλ. και το άρθρο 15(3) του Πίνακα στον περί Συντάξεων Νόμο, Κεφ. 311). Το άρθρο 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, στο οποίο επίσης αναφέρθηκε ο αιτητής παρέχει διακριτική εξουσία και, πάντως, δεν ίσχυε στην περίπτωση του αιτητή, όταν αυτός απολύθηκε.
Το δεύτερο θέμα
Είναι η εισήγηση του αιτητή ότι ενώ μετά την ανάκληση τοποθετήθηκε ορθά στην κλίμακα Α10, το ποσό που καθορίστηκε δεν αντιστοιχεί προς αυτή. Όπως αντιλαμβάνεται το θέμα, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματά του υπολογίστηκαν ως εάν να είχε αφυπηρετήσει το 1980. Ενώ θα έπρεπε να συνυπολογιστούν στη βάση του μισθού του λοχαγού κατά το χρόνο της ανάκλησης ή της συνταξιοδότησής του.
Δεν ενδιαφέρουν εδώ οι αριθμητικοί υπολογισμοί, ως χρηματική διαφορά πλέον στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Οι καθ' ων η αίτηση αναγνώρισαν και έδωσαν στον αιτητή συνταξιοδοτικά ωφελήματα πάνω στη βάση του μισθού του 1980 αλλά προστέθηκαν σ' αυτόν οι γενικές αυξήσεις και το τιμαριθμικό επίδομα, ως το 1993. Ό,τι δεν του αναγνωρίστηκε ήταν οι προσαυξήσεις που θα έπαιρνε αν τελούσε, μεταξύ του 1980 - 1993, σε πραγματική υπηρεσία. Δεν αντετάχθη οτιδήποτε σ' αυτά και, πάνω σ' αυτή τη βάση, ως την προσδιοριστική, την οποία οι καθ' ων η αίτηση δέχονται και, όπως αναφέρουν, χρησιμοποίησαν, οι ισχυρισμοί του αιτητή, κατά το μεγαλύτερό τους μέρος, απολήγουν χωρίς υπόβαθρο. Ως προς το θέμα των προσαυξήσεων κατά το μεσοδιάστημα, οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν την απόφασή μου στη Δώρος Πιερίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2614. Είχε και σε εκείνη την περίπτωση απολυθεί ο αιτητής με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 31.1.80 και, όταν επανήλθε στην υπηρεσία μετά την ανάκληση, έθεσε θέμα αναφορικά με την βαθμίδα της κλίμακας της θέσης που κατείχε, στην οποία θα έπρεπε να τοποθετηθεί. Έκρινα πως θα εδικαιούτο σε προσαυξήσεις "αν τις κέρδιζε με σύγχρονη υπηρεσία όπως και οι συνάδελφοί του". Επίσης ότι "με δοσμένο τον τερματισμό των υπηρεσιών του το 1980 και το γεγονός ότι η ανάκληση ορίστηκε να ισχύει για το μέλλον, αυτές οι προσαυξήσεις θα ήταν πρόσθετες και εύλογα κρίθηκε πως δεν έπρεπε να του παραχωρηθούν". Υιοθετώ ολόκληρο το σκεπτικό εκείνης της απόφασης και καταλήγω ότι ήταν και εν προκειμένω, ορθή κατ' αναλογία η προσέγγιση των καθ'ων η αίτηση. Το ζήτημα της αγωγής 4173/96 και της εκ συμφώνου απόφασης που εκδόθηκε, δεν αγγίζει το επίδικο ζήτημα. Όχι μόνο γιατί δεν προκύπτει από τους συσχετισμούς που θα ήταν δυνατό να γίνουν ποιά ήταν η βάση του υπολογισμού του ποσού που επιδικάστηκε (ο αιτητής ζητούσε £11.201 και συμφωνήθηκε να επιδικαστούν £5.615) αλλά και γιατί δεν θεωρώ ότι παρέχει το υπόβαθρο για την επίλυση ενός ζητήματος δημοσίου δικαίου όπως το εγερθέν.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.