ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 819
14 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 818/1997)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Άρνηση συμμετοχής στη διαδικασία των συνεντεύξεων ισοδυναμεί με απόσυρση της υποψηφιότητας του υπαλλήλου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες διαπιστώθηκε άρνηση συμμετοχής της αιτήτριας στις συνεντεύξεις στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Η αιτήτρια προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αμφισβητώντας την εγκυρότητα του αποκλεισμού της από τη διαδικαία πλήρωσης των επιδίκων θέσεων με το αιτιολογικό ότι αρνήθηκε να συμμετάσχει στις προσωπικές συνεντεύξεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Ο υποψήφιος σε περίπτωση μη προσέλευσής του σε συνέντευξη, παύει να είναι υποψήφιος. Η Επιτροπή επιλέγει τους καταλληλότερους από τους υποψήφιους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο, αφού ασκήσει και την εξουσία που της παρέχει το Άρθρο 35Β(10)(β) για παροχή πρόσθετων μονάδων, η εξουσία όμως αυτή ασκείται σε σχέση με λειτουργούς που εξακολουθούν να είναι υποψήφιοι.
Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και η ιδιότητα του υποψήφιου έχει ως θεμέλιο της υποβολή υποψηφιότητας. Η υποβολή υποψηφιότητας, αλλά και η απόσυρσή της είναι προνόμιο του υπάλληλου.
Η διατύπωση του σχετικού πρακτικού είναι καθαρή. Η αιτήτρια αρνήθηκε επίμονα να συμμετάσχει στη διαδικασία των συνεντεύξεων. Τόνισε δε ότι θα μπορούσε να συμμετάσχει μόνο για να συζητήσει το θέμα της ένστασής της. Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε μέρος στη διαδικασία της συνέντευξης και απλά αρνήθηκε να απαντήσει σε οιανδήποτε ερώτηση. Με την πράξη της αυτή ουσιαστικά απέσυρε την υποψηφιότητά της και ορθά η Επιτροπή την απέκλεισε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου v. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2458,
Pourgourides v. Republic (Νο.2) (1988) 3 C.L.R. 1443,
Κουππάρη v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στις θέσεις Βοηθών Διευθυντών Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, από 1/9/97.
Μ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια.
Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H αιτήτρια είναι καθηγήτρια Φυσικής και διδάσκει σε σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης. Αξιώνει ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στις θέσεις Βοηθών Διευθυντών Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από 1.9.1997, προαγωγές που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.8.1997.
Μετά την προκήρυξη των θέσεων από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") διαβιβάστηκαν στο Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, υπό την ιδιότητα του ως Προέδρου της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατάλογος όλων των αιτητών και οι φάκελοι των υπηρεσιακών τους εκθέσεων. Μετά την υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν στη συνεδρία της ημερ. 2.5.1997 και αφού κατάρτισε τον τελικό κατάλογο, κάλεσε τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στις 5.5.1997 για όλους τους υποψήφιους, πλην της αιτήτριας που ζήτησε αναβολή μέχρι την εξέταση της ένστασης που υπέβαλε για τη βαθμολογία της.
Στις 21.5.1997 όταν η αιτήτρια προσήλθε ξανά ενώπιον της Επιτροπής για προσωπική συνέντευξη, δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει στη διαδικασία των συνεντεύξεων εφ' όσον η Επιτροπή δεν είχε απαντήσει στην ένστασή της. Η Επιτροπή αποφάσισε να την καλέσει να προσέλθει σε προσωπική συνέντευξη για μια ακόμα φορά στις 26.5.1997.
Στη συνεδρία της ημερ. 26.5.1997 η αιτήτρια επέμεινε και πάλι στη θέση της ότι αρνείται να συμμετάσχει στη διαδικασία των συνεντεύξεων. Δήλωσε ότι θα μπορούσε να συμμετάσχει μόνο για να συζητηθεί το θέμα της ένστασής της, τονίζοντας ότι τη διαδικασία δεν μπορεί να καθορίζει η Επιτροπή και όχι ο υποψήφιος. Προειδοποίηση του Προέδρου της Επιτροπής ότι η συμμετοχή στη συνέντευξη είναι νομοθετημένο κριτήριο και αποτελεί απαραίτητο μέρος της διαδικασίας για τις προαγωγές, δεν είχε αποτέλεσμα.
Μετά την αποχώρηση της αιτήτριας η Επιτροπή προχώρησε σε αξιολόγηση των λοιπών υποψήφιων και επιλογή των ενδιαφερομένων μερών. Την απόφαση αυτή αξιώνει να ακυρώσει η αιτήτρια.
Είναι η θέση της ότι αφού προσήλθε για συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διαδικασία προαγωγής, αλλά αρνήθηκε μόνο να συμμετάσχει με τον τρόπο που ήθελαν να διεξαχθεί η συνέντευξη οι καθ' ων η αίτηση. Ισχυρίζεται ότι η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε και η Επιτροπή μπορούσε να καθοδηγηθεί για να αποφασίσει περί του αριθμού των επιπρόσθετων μονάδων που τυχόν θα της παραχωρούνταν, ανεξάρτητα από τη μη συμμετοχή της στη συνέντευξη.
Αντίθετα οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι όπως προκύπτει από το άρθρο 35Β των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1996, η συνέντευξη είναι επιτακτική. Αφού λοιπόν η αιτήτρια αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διαδικασία, έστω κι αν προσήλθε ενώπιον της Επιτροπής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε μέρος στη συνέντευξη και συνεπώς ορθά η Επιτροπή θεώρησε τη στάση της ως απόσυρση της υποψηφιότητάς της.
Κατά τις διευκρινίσεις η αιτήτρια περιόρισε τους λόγους προσφυγής στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα αποκλείστηκε από υποψήφια. Τελικά υποστηρίζει ότι είναι μόνο θέμα ερμηνείας αν η προσέλευσή της στη συνέντευξη, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή σ' αυτή αποτελεί λόγο αποκλεισμού, ή αν η Επιτροπή θα έπρεπε να την βαθμολογήσει με μηδέν και να προχωρήσει στην αξιολόγησή της. Η διάκριση έχει σημασία γιατί επειδή η αιτήτρια προηγείτο με μεγάλη διαφορά όλων των άλλων, ακόμα κι αν δεν ελάμβανε οποιεσδήποτε επιπλέον μονάδες από τη συνέντευξη, οι μονάδες της ήταν αρκετές για να προβιβαστεί.
Το θέμα έχει αντιμετωπισθεί από τη νομολογία προηγουμένως. Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (1995) 4 A.A.Δ. 2458, προσφυγή που επίσης καταχώρησε η αιτήτρια και ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα, αφού υιοθετείται η υπόθεση Pourgourides v. Republic (Nο. 2) (1988) 3 C.L.R. 1443, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο υποψήφιος σε περίπτωση μη προσέλευσής του σε συνέντευξη, παύει να είναι υποψήφιος. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι η Επιτροπή επιλέγει τους καταλληλότερους από τους υποψήφιους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο, αφού ασκήσει και την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 35Β(10)(β) για παροχή πρόσθετων μονάδων, η εξουσία όμως αυτή ασκείται σε σχέση με λειτουργούς που εξακολουθούν να είναι υποψήφιοι.
Απαντώντας το Δικαστήριο στο διαζευκτικό ισχυρισμό της αιτήτριας ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση είναι ανεπίδεκτα παραίτησης, επισημαίνεται ότι η εισήγηση παραγνωρίζει πως η θέση, όπως και στην παρούσα περίπτωση, ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και ότι η ιδιότητα του υποψήφιου είχε ως θεμέλιο της υποβολή υποψηφιότητας. Η υποβολή υποψηφιότητας, αλλά και η απόσυρσή της είναι προνόμιο του υπάλληλου (βλέπε επίσης Κουππάρη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 500).
Η διατύπωση του σχετικού πρακτικού είναι καθαρή. Η αιτήτρια αρνήθηκε επίμονα να συμμετάσχει στη διαδικασία των συνεντεύξεων. Τόνισε δε ότι θα μπορούσε να συμμετάσχει μόνο για να συζητήσει το θέμα της ένστασής της. Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε μέρος στη διαδικασία της συνέντευξης και απλά αρνήθηκε να απαντήσει σε οιανδήποτε ερώτηση. Με την πράξη της αυτή ουσιαστικά απέσυρε την υποψηφιότητά της και ορθά η Επιτροπή την απέκλεισε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.