ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 634
4 Ιουλίου, 2000
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1211/1999)
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ.1494/1999)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.1211/1999, 1494/1999)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Η μόνη διαπιστωθείσα πλημμέλεια από το ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν η απουσία αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψηφίων όσον αφορά την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση ― Συνέπειες κατά την επανεξέταση ειδικά σε σχέση με τη σύσταση του Διευθυντή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Και όταν η αιτιολογία της δεν απαιτείται, ελέγχεται δικαστικά εφόσον δόθηκε ― Περιστάσεις της ακυρότητας της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές προσέβαλαν με τις δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές την κατ' επανεξέταση (μετά από ακύρωση) αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στην πρώτου διορισμού και προαγωγής θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Α΄, Τελωνεία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η σύσταση του προηγούμενου Διευθυντή είχε συναρτηθεί με την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από το Διευθυντή. Η ακυρωτική απόφαση δεν έθιξε το κύρος ή την εγκυρότητα της σύστασης του προηγούμενου Διευθυντή ή της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης από το Διευθυντή. Η ακυρωτική απόφαση δεν έθιξε το κύρος ή την εγκυρότητα της προφορικής εξέτασης. Η μόνη διαπιστωθείσα πλημμέλεια από το ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν η απουσία αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψηφίων όσον αφορά την απόδοση τους στην προφορική εξέταση.
Στην παρούσα υπόθεση οι συστάσεις του προηγούμενου Διευθυντή δεν ήταν παράνομες. Δεν είχαν θιγεί με οποιοδήποτε τρόπο από το ακυρωτικό δεδικασμένο. Έπεται πως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου και - κατά συνέπεια - με τρόπο αντίθετο προς το νόμο εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
2. Η σύσταση του Διευθυντή φέρει ορισμένη αιτιολογία. Επομένως η νομιμότητα της υπόκειται εις τον έλεγχο του Δικαστηρίου.
Ο Διευθυντής δεν γνώριζε τους υποψηφίους και έκαμε αναπαραγωγή των στοιχείων του φακέλου. Σε τέτοια περίπτωση η σύστασή του δεν πρόσθεσε οτιδήποτε σε όσα θα μπορούσαν να εντοπιστούν στο φάκελο. Για το λόγο αυτό η σημασία της ήταν μηδαμινή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 777/96, 841/96, 901/96, 921/96 & 922/96, ημερ. 14/6/99,
Λύωνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 2038,
Δημοκρατία v. Πιτσιλλίδη (1990) 3(Στ) Α.Α.Δ. 4330,
Αργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,
Χ"Λούκα κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπoθ. Αρ. 669/96, 779/96, ημερ. 18/12/98,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,
Κωνσταντινίδη v. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 219/98, ημερ. 18/2/99,
Πολυκάρπου v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2140,
Παπαϊωάννου v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,
Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,
Ioannidou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1283.
Προσφυγές.
Συνεκδικαζόμενες προσφυγές από τους αιτητές κατά της προαγωγής έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Α΄, Τελωνεία, κατόπιν επανεξέτασης, από 15/8/96.
Α. Παπαντωνίου, για την Αιτήτρια στην Yπόθεση Aρ. 1211/99.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην Yπόθεση Aρ. 1494/99.
Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Αλ. Λυκούργου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Mέρος Αρ.1.
Σ. Ανδρέου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Αρ. 2 και Aρ. 5.
Γ. Χ''Μιχαήλ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αρ. 3.
Ν. Κλεάνθους για Μ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Mέρος Αρ.4.
Δ. Χριστοδούλου για Μ. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αρ. 6.
Cur. adv. vult.
KAΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της απόφασης (η προσβαλλόμενη απόφαση) της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) ημερ. 13.8.99 με την οποία προήγαγε τους 1. Κυριάκο Σταύρου, 2. Ευθύμιο Ευθυμίου, 3. Ιωάννη Τσαγγάρη, 4. Χριστάκη Α. Χριστούδη, 5. Αδάμο Κούτρα, 6. Γρηγόρη Νικολάου (τα Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Α, Τελωνεία (η επίδικη θέση) αναδρομικά από την 15.8.96.
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές.
Με προηγούμενη απόφαση της (η πρώτη απόφαση), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 30.8.96, η Ε.Δ.Υ. προήγαγε την αιτήτρια στην προσφυγή 1211/99 και τα Ε.Μ. 2, 3, 4, 5 και 6 στην παρούσα προσφυγή στην επίδικη θέση. Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώθηκε με απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 14.6.99 (η ακυρωτική απόφαση) μετά από προσφυγές που άσκησαν ο αιτητής στην προσφυγή 1494/99 το Ε.Μ.1 στην παρούσα προσφυγή και δύο άλλοι αιτητές (βλ. Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 777/96, 841/96, 901/96, 921/96 και 922/96/14.6.99). Ο μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν η μη αιτιολόγηση της αξιολόγησης της Ε.Δ.Υ. όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Η αιτιολογία για την αξιολόγηση απαιτείται από το άρθρο 34(10)* του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (N.1/90). Κρίθηκε ότι η αιτιολόγηση της αξιολόγησης με στήλες δεν αποτελεί έγκυρη αιτιολόγηση.
Μετά την ακυρωτική απόφαση η Επιτροπή επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης κατά τη συνεδρία της με ημερ. 13.8.99, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (βλ. πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 13.8.99). Για σκοπούς επανεξέτασης η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να λάβει υπόψη τους υποψηφίους οι οποίοι λήφθηκαν υπόψη και είχαν προσέλθει στην ενώπιον της προφορική εξέταση κατά την αρχική εξέταση του θέματος.
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ενημέρωσε το Διευθυντή Τελωνείων (ο Διευθυντής) για τα πιο πάνω και τον κάλεσε να υποβάλει σύσταση με βάση τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο.
Παραθέτω τη σύσταση του Διευθυντή.
«Προκειμένου να προβώ σε συστάσεις μελέτησα το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, τους Φακέλους των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και έλαβα υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Σημείωσα τη σχετικότητα της πείρας των υποψηφίων με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, τα προσόντα τους, την απόδοση στην εργασία και το μέγεθος της πείρας των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, διότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήμουν Διευθυντής ούτε και πήρα μέρος στη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων. Με βάση τα πιο πάνω συστήνω για τη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Α΄ τους:»
Ακολούθησαν τα ονόματα των 6 Ε.Μ..
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η Ε.Δ.Υ. έβαλε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων και τις συστάσεις του Διευθυντή.
Σ' ό,τι αφορά τους υποψηφίους δημόσιους υπαλλήλους, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών τους Φακέλων, τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, καθώς και την αρχαιότητα τους, στην οποία όμως έδωσε περιορισμένη βαρύτητα, δεδομένου ότι οι υπό πλήρωση θέσεις είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και διεκδικούνται και από υποψηφίους που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Έκρινε ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Α΄, Τμήμα Τελωνείων, αναδρομικά από 15.8.96.
Επιλέγοντας τους Ευθυμίου, Νικολάου, Τσαγκάρη και Χριστούδη, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι αυτοί αξιολογήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την απόδοση τους στην ενώπιον της προφορική εξέταση στα ψηλότερα επίπεδα, ως "Εξαίρετοι" και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή. Η Ε.Δ.Υ. σημείωνε ότι αυτοί κατείχαν την αμέσως κατώτερη της υπό πλήρωση θέσης, δηλαδή τη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης αξίας, από την 1.7.92 και είχαν πείρα και άμεση γνώση του αντικειμένου της ανώτερης θέσης, γεγονός που θα τους βοηθούσε να ασκήσουν τα καθήκοντα της θέσης άμεσα, αποτελεσματικότερα και επαρκέστερα.
Σ' ό,τι αφορά τους Σταύρου και Κούτρα, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτοί είχαν αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική επιτροπή για την απόδοση τους στην ενώπιον της προφορική εξέταση στο επίπεδο του "Πάρα πολύ καλός", δεν υστέρησαν δηλαδή ουδενός από αυτούς που δεν επιλέγονται, και, περιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή. Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι και αυτοί κατείχαν την αμέσως κατώτερη της υπό πλήρωση θέσης, δηλαδή τη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, από την 1.7.92 και είχαν πείρα και άμεση γνώση του αντικειμένου της ανώτερης θέσης, γεγονός που θα τους βοηθούσε να ασκήσουν τα καθήκοντα της θέσης άμεσα, αποτελεσματικότερα και επαρκέστερα.
Επιλέγοντας τους πιο πάνω η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις αξιολογήσεις μεταξύ των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όμως αυτές κρίνονται οριακές και δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη γενική υπεροχή των έξι επιλεγέντων.
Λόγοι ακύρωσης - Προσφυγή 1211/99.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας στην προσφυγή 1211/99 υπέβαλε ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης η Ε.Δ.Υ. παράνομα και σε αντίθεση με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την επανεξέταση κάλεσε το νέο Διευθυντή του Τμήματος για να κάμει συστάσεις χωρίς να πάσχει η σύσταση του προηγούμενου Διευθυντή αλλά ούτε και η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Από την άλλη οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Ε.Δ.Υ. και των Ε.Μ. υποστήριξαν ότι εύλογα η Ε.Δ.Υ. ζήτησε τη διενέργεια νέας σύστασης από τον Διευθυντή, ο οποίος στο μεταξύ άλλαξε, καθότι η διενεργηθείσα πρώτη σύσταση από τον παλαιό Διευθυντή έλαβε υπόψη της και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση. Όμως, η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης, επειδή στο μεταξύ η σύνθεση του διορίζοντος οργάνου άλλαξε, με αποτέλεσμα και η γενόμενη σύσταση του παλαιού διευθυντή, η οποία στηρίκτηκε μεταξύ των άλλων και στη διενεργηθείσα ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση, να μην μπορούσε να ληφθεί υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης. Για το λόγο αυτό η Ε.Δ.Υ., ορθά κάλεσε τον νέο Διευθυντή προκειμένου ο τελευταίος να προβεί σε νέα σύσταση με βάση τα νομικά και πραγματικά δεδομένα του ουσιώδους χρόνου, αφού σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύσταση που κρίθηκε παράνομη ή που βασίστηκε σε στοιχεία που κρίθηκαν παράνομα στην ακυρωτική απόφαση ή όταν τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίστηκε η αρχική σύσταση άλλαξαν, δεν λαμβάνεται υπόψη και καλείται εκ νέου είτε ο ίδιος είτε ο νέος Διευθυντής (αν στο μεταξύ άλλαξε ο παλιός) για σύσταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου (βλ. Γεώργιος Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2038 (Ολομέλεια), Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη (1990) 3(Στ) A.A.Δ. 4330 (πλειοψηφία), Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 387-389, Φρόσω Χ''Λούκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 669/96, 779/96/18.12.98.)
Οι πιο πάνω θέσεις καθιστούν απαραίτητη την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με την αρχική σύσταση του Διευθυντή η οποία έγινε στα πλαίσια λήψης της πρώτης απόφασης της Ε.Δ.Υ. η οποία ακυρώθηκε.
Μετά την προφορική εξέταση ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση με χαρακτηρισμούς π.χ. "εξαίρετος", "καλός", "πολύ καλός" χωρίς να αιτιολογήσει την αξιολόγηση. Στη συνέχεια το σχετικό πρακτικό αναφέρει τα ακόλουθα:
«Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τους Ευθυμίου Ευθύμιο, Κούτρα Αδάμο, Νικολάου Γρηγόριο, Παπαντωνίου Αννα, Τσαγκάρη Ιωάννη και Χριστούδη Χριστάκη.»
Παρατηρώ: Ο προηγούμενος Διευθυντής σύστησε για προαγωγή 5 από τα Ε.Μ. στην παρούσα προσφυγή και την αιτήτρια στην προσφυγή 1211/99. Δεν σύστησε το Ε.Μ.1 Κυριάκο Σταύρου. Ο νέος Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα 6 Ε.Μ. στις παρούσες προσφυγές.
(2) Δύο από τους συστηθέντες από τον προηγούμενο Διευθυντή υποψήφιοι είχαν αξιολογηθεί με το βαθμό "Εξαίρετος" στην προφορική εξέταση και τέσσερις με το βαθμό "σχεδόν εξαίρετος". Οι μη συστηθέντες είχαν χαμηλότερη βαθμολογία.
Από τα όσα αναφέρονται στην παράγρ.(2) πιο πάνω προκύπτει ότι η σύσταση του προηγούμενου Διευθυντή είχε συναρτηθεί με την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από το Διευθυντή. Διαπιστώνω, όμως, ότι η ακυρωτική απόφαση δεν έθιξε το κύρος ή την εγκυρότητα της σύστασης του προηγούμενου Διευθυντή ή της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης από το Διευθυντή. Διαπιστώνω, επίσης, ότι η ακυρωτική απόφαση δεν έθιξε το κύρος ή την εγκυρότητα της προφορικής εξέτασης. Η μόνη διαπιστωθείσα πλημμέλεια από το ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν η απουσία αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψηφίων όσον αφορά την απόδοση τους στην προφορική εξέταση.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα εξεταστεί υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων μου και της πλημμέλειας της αρχικής απόφασης η οποία οδήγησε στην ακυρωτική απόφαση.
Στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 517, αμφισβητήθηκε η εξουσία της Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει η ίδια μετά από ακυρωτική απόφαση το θέμα της προαγωγής της εφεσείουσας, χωρίς να το επαναπέμψει στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Μετά από ακυρωτική απόφαση η Διοίκηση οφείλει από τη μια να προβεί στην έκδοση νέας πράξης σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της ακυρωθείσας και από την άλλη να συμμορφωθεί 'προς τα κριθέντα υπό της ακυρωτικής αποφάσεως μη επαναλαμβάνουσα την νομικήν πλημμέλειαν της ακυρωθείσας'. (βλ. Δήμητρας Κοντογιώργα- Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων έναντι της Διοικήσεως (ανατύπωση) 1988" σελ.81-82).
Σύμφωνα με την ευπαίδευτη συγγραφέα - σελ. 83 - η υποχρέωση της διοίκησης να 'επιχειρήση οπωσδήποτε πράξιν εις αντικατάστασιν της ακυρωθείσης, είτε ταυτόσημον είτε μη, είναι απλή λογική συνέπεια', ανάμεσα σ' άλλα, και του αξιώματος ότι το 'ακυρωτικόν δεδικασμένον καλύπτει μόνον τα κριθέντα σημεία δικαίου υπό του δικαστού: Ήτοι, τον λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξις και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβει η Διοίκησις κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως'.
Θεωρούμε ότι η απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας σε ό,τι αφορά την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνάρτηση με το λόγο για τον οποίο είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. διακρίνουν την παρούσα υπόθεση από την Τζιακουρή-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 223 (απόφαση διευρυμένης Ολομέλειας). Κρίνουμε λοιπόν πως δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.»
Σε σχέση με το ειδικό θέμα της κλήσης του Διευθυντή να υποβάλλει συστάσεις μετά από ακυρωτική απόφαση στην Κωνσταντινίδη ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Aρ. 219/98, ημερ. 18.2.99, έθεσα το θέμα ως εξής:
«Στις υποθέσεις Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2038 και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη κ.ά. (1990) 3(Στ) A.A.Δ. 4330, κρίθηκε πως κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης ορθά κλήθηκε ο εν υπηρεσία Προϊστάμενος του Τμήματος για να εκφράσει απόψεις και να προβεί σε συστάσεις αναφορικά με τους υποψήφιους εφόσο αυτές που έκαμε κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Προϊστάμενος, που στο μεταξύ είχε αφυπηρετήσει, κρίθηκαν ουσιαστικά ως ανύπαρκτες λόγω ουσιώδους νομικού ελαττώματος (βλ. και Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 387 και Ελευθερίου ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1992) 4(Γ) A.A.Δ. 2437, απόφαση Αρτεμίδη, Δ.). Η αρχή που προκύπτει από τις αποφάσεις στις πιο πάνω υποθέσεις είναι τούτη: Η κλήση του Διευθυντή για να προβεί σε συστάσεις μετά από ακυρωτική απόφαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις όπου οι προηγούμενες συστάσεις ήταν παράνομες ή άκυρες ή ανύπαρκτες. Αυτή η αρχή συνάδει με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με την οποία το νομικό και πραγματικό καθεστώς των πράξεων που εκδίδονται 'εις εκτέλεσιν ακυρωτικής αποφάσεως είναι το της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως'. Προκειμένου δε για ακύρωση διορισμού οφείλει η διοίκηση κατά τη νέα πλήρωση της θέσης να ενεργήσει 'επί τη βάσει του κατά την έκδοσιν του ακυρωθέντος διορισμού υφιστάμενου νομικού και πραγματικού καθεστώτος' (βλ. Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως (ανατύπωση) 1988", σελ. 244 και 247).»
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση του Χρυσοστομή, Δ., στην Πολυκάρπου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2140, στην οποία μετά από εκτενή επισκόπηση της σχετικής νομολογίας λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Από την πιο πάνω νομολογία γίνεται καθαρό πως η Διοίκηση όταν επανεξετάζει ακυρωθείσα πράξη, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα πράξη και η νέα έρευνα που θα διεξαχθεί για τη λήψη της νέας απόφασης, πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια του πιο πάνω αναφερόμενου πραγματικού και νομικού καθεστώτος.
Στην προκειμένη περίπτωση, μέρος του πραγματικού καθεστώτος, που υφίστατο κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση της Επιτροπής, ήταν και οι τότε συστάσεις του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή λανθασμένα κάλεσε εκ νέου, κατά την επανεξέταση, το Βοηθό Γενικό Ελεγκτή για να προβεί σε νέες συστάσεις και ορθά αποφάσισε, μετά από ορθή γνωμοδότηση της Γενικής Εισαγγελίας, να αγνοήσει τη νέα σύσταση του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή, που αντεστράφη και υποστήριζε τον αιτητή.»
Στην παρούσα υπόθεση οι συστάσεις του προηγούμενου Διευθυντή δεν ήταν παράνομες. Δεν είχαν θιγεί με οποιοδήπτοε τρόπο από το ακυρωτικό δεδικασμένο. Έπεται πως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου (βλ. Λύωνας και Βασιλείου, πιο πάνω) και - κατά συνέπεια - με τρόπο αντίθετο προς το νόμο εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό η προσφυγή 1211/99 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή 1494/99.
Ο αιτητής στην πιο πάνω προσφυγή δεν έχει προβάλει τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ο οποίος έχει οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Έχει υποστηρίξει ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει:
(α) Λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
(β) Γιατί αναπαρήγαγε απλώς τα στοιχεία των φακέλων εφόσον ο Διευθυντής δεν γνώριζε τους υποψηφίους.
(γ) Δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της άλλης πλευράς - ο συνήγορος της Ε.Δ.Υ. και οι συνήγοροι των Ε.Μ. - πρότειναν ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και οι συστάσεις του Διευθυντή δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες, όπως και δεν είναι αιτιολογημένες (βλ. άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90).
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αντέταξε ότι εφόσον ο Διευθυντής έχει επιλέξει να δώσει αιτιολογία αυτή ελέγχεται δικαστικά. Έκαμε αναφορά στις υποθέσεις Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 721 και Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 833 και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ.189).
Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ακυρωθεί για τους λόγους που επικαλείται η αιτήτρια στην προσφυγή 1211/99 και εφόσον κατά την επανεξέταση ο αιτητής στην 1494/99 θα είναι και πάλι υποψήφιος ίσως θα ήταν αχρείαστη η εξέταση των λόγων ακύρωσης που έχει προβάλει ο αιτητής στην προσφυγή 1494/99.
Παρά ταύτα θα πρέπει να εξεταστεί σε συντομία η εγκυρότητα των λόγων ακύρωσης που έχει προβάλει ο αιτητής γιατί το αποτέλεσμα της εξέτασης είναι ζήτημα που επηρεάζει το θέμα των εξόδων.
Θεωρώ ότι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή είναι ορθή. Βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Η σύσταση του Διευθυντή φέρει ορισμένη αιτιολογία. Επομένως η νομιμότητα της υπόκειται εις τον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω) σελ.189).
Έρεισμα στη νομολογία βρίσκουν και οι λόγοι ακύρωσης που σχετίζονται με τη νομιμότητα της σύστασης. Ο Διευθυντής δεν γνώριζε τους υποψηφίους και έκαμε αναπαραγωγή των στοιχείων του φακέλου. Σε τέτοια περίπτωση η σύσταση του δεν πρόσθεσε οτιδήποτε σε όσα θα μπορούσαν να εντοπιστούν στο φάκελο. Για το λόγο αυτό η σημασία της ήταν μηδαμινή (βλ. Παπαϊωάννου (πιο πάνω) σελ. 720 και Ιoannidou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1283).
Aυτή η κατάληξη είναι ικανή να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλόμενης απόφασης και για το λόγο που επικαλείται ο αιτητής στην προσφυγή 1494/99.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα £350 στην κάθε μια από τις δύο προσφυγές.
Καμιά διαταγή για τα έξοδα των Ε.Μ..
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.