ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2000) 4 ΑΑΔ 185

17 Μαρτίου, 2000

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΝIΤΣΑ Π. ΠΑΝΤΕΛIΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1138/1999)

 

Φορολογία ― Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών ― Δήλωση διάθεσης περιουσίας από το διαθέτη και αυτοφορολογία ― Συμπληρωματική βεβαίωση φόρου από το Διευθυντή εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας της αυτοφορολογίας ― Άρθρο 14 των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων του 1980 και 1990 ― Ερμηνεία ― Η διάταξη τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση που το ποσό του οφειλόμενου φόρου με βάση την αυτοφορολογία είναι μηδέν.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση επιβολής συμπληρωματικής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, μετά την παρέλευση τριών μηνών από την αυτοφορολογία, κατά παράβαση κατά τους ισχυρισμούς της, του Άρθρου 14 του Ν.52/80.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η διατύπωση του Άρθρου 14 του Ν.52/80 φαίνεται σαφέσταση, αλλά και συνάδουσα προς τη λογική όσο και το υπόβαθρο του Νόμου.  Το Άρθρο 14 έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτοφορολογίας, μέσω δήλωσης διάθεσης περιουσίας, υποβληθείσας από το διαθέτη. Σε τέτοια περίπτωση, ο Διευθυντής έχει εξουσία να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου φόρου υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που ο διαθέτης υποχρεούται να καταβάλει βάσει της αυτοφορολογίας "έχει εκτιμηθεί ως έλασσον του δέοντος". Δεδομένης της υποβολής δήλωσης διάθεσης περιουσίας ως αυτοφορολογίας, ο καταβλητέος φόρος είναι ο προκύπτον από την αυτοφορολογία. Αυτό που δικαιούται να κάνει ο Διευθυντής είναι να προβεί σε "συμπληρωματική" βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου, συμπληρωματική προφανώς της προκύπτουσας από την αυτοφορολογία, στην περίπτωση που κρίνει ότι το προκύπτον από την αυτοφορολογία ποσό του φόρου "έχει εκτιμηθεί ως έλασσον του δέοντος". "Έλασσον του δέοντος" μπορεί δε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα, αυτό ακριβώς που λέγει, δηλαδή μικρότερο του ορθού. Οτιδήποτε μικρότερο του ορθού είναι "έλασσον του δέοντος". Αν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το ποσό του σύμφωνα με την αυτοφορολογία οφειλόμενου φόρου είναι μηδέν, ως εκ του ότι δεν πραγματοποιείται κέρδος, αυτό είναι έλασσον του υπό του Διευθυντού κρινομένου ως δέοντος, όπως ακριβώς και στην περίπτωση που το ποσό του σύμφωνα με την αυτοφορολογία οφειλόμενου φόρου είναι πάνω από το μηδέν, αλλά κάτω από αυτό το οποίο ο Διευθυντής θεωρεί ως ορθό. Είτε προκύπτει είτε δεν προκύπτει από την αυτοφορολογία ποσό οφειλόμενου φόρου, αν αυτό είναι λιγότερο από εκείνο που ο Διευθυντής κρίνει ως ορθό, τότε είναι "έλασσον του δέοντος". Το μηδέν, όσο και οποιοσδήποτε αριθμός, είναι έλασσον οποιουδήποτε μεγαλύτερου αριθμού. Το μηδέν είναι μάλιστα κατ' εξοχήν έλασσον οποιουδήποτε θετικού αριθμού. Αυτό φαίνεται να προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία του Άρθρου 14.

Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο Διευθυντής δεν είχε εξουσία να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση φόρου μετά την πάροδο τριών μηνών από της αυτοφορολογίας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

John Kokkalos & Sons Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1995) 4 Α.Α.Δ. 1203,

Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 110,

A. & A. Constantinou Bros Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3192,

A. & A. Constantinou Bros Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 43.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόρριψης της ένστασής της για απαλλαγή ποσού από τη διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας της.

Α. Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.

Λ. Χριστοδουλίδου - Ζανέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Η Αιτήτρια κα. Παντελίδου, από τη Γιαλούσα, ήρθε στη Λευκωσία το 1977 με την οικογένεια της. Μέχρι το 1982 έμεναν σε διαμέρισμα που ενοικίαζαν, το δε 1982 συνήψε δάνειο και αγόρασε μια παλιά οικία την οποία επέκτεινε και διόρθωσε και στην οποία κατοίκησαν. Στις 21.2.1996 πώλησε την οικία αυτή και στις 29.4.1996 υπέβαλε δήλωση διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 12 των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων του 1980 και 1990. Σε αυτή εδηλώνετο το προϊόν διάθεσης της οικίας, ανερχόμενο σε £112.500, η συνολική αναπροσαρμογή της αξίας της, ανερχόμενη σε £75.523 (και περιλαμβάνουσα £29.620 κόστος απόκτησης, £12.488 τόκους, £12.230 άλλα έξοδα και £21.185 αναπροσαρμογή λόγω πληθωρισμού), και το εκ των ανωτέρω προκύπτον κέρδος από την πώληση ανερχόμενο σε £36.977. Ακολούθως, διεκδικείτο απαλλαγή £45.000 ως εκ του ότι η οικία εχρησιμοποιείτο για ιδιοκατοίκηση, απολήγοντας σε ζημιά £8.023 που εσήμαινε ότι δεν οφείλετο οποιοσδήποτε φόρος. Στις 19.3.1997 ο Διευθυντής απέστειλε στην κα. Παντελίδου ειδοποίηση επιβολής φορολογίας στην οποία δεν απεδέχετο τα διεκδικούμενα ποσά των τόκων και των άλλων εξόδων, εμείωνε το διεκδικούμενο ποσό της αναπροσαρμογής λόγω πληθωρισμού και δεν απεδέχετο το διεκδικούμενο ποσό της απαλλαγής παρά μόνο το άλλως δικαιούμενο ποσό των £5.000. Προέκυπτε έτσι κέρδος £57.969 και πληρωτέος φόρος £11.593,80 τον οποίο και η κα. Παντελίδου εκαλείτο να καταβάλει. Η κα. Παντελίδου αντέδρασε με ένσταση ημερομηνίας 25.6.1997, επιμένοντας ότι εδικαιούτο την απαλλαγή καθ' όσον η οικία εχρησιμοποιείτο για ιδιοκατοίκηση και ισχυριζόμενη ότι εν πάση περιπτώσει δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου 52/80 ο Διευθυντής δεν εδικαιούτο να προβεί σε αναθεώρηση της αυτοφορολογίας που αφορούσε η υποβληθείσα δήλωση της καθ' όσον είχαν παρέλθει οι τρεις μήνες εντός των οποίων και μόνο είχε τέτοια εξουσία. Η ένσταση εξετάσθηκε με βάση και τα προσκομισθέντα από την κα. Παντελίδου στοιχεία και εξηγήσεις σε στήριξη της θέσης της ως προς τα ποσά που δεν είχαν γίνει αποδεκτά και ως προς τη χρήση της οικίας για ιδιοκατοίκηση. Απερρίφθη δε με επιστολή ημερομηνίας 23.6.1999 για τους ακόλουθους λόγους:

1.  Ως προς την απαίτηση για απαλλαγή των £45.000 που αφορούσαν το ότι η οικία χρησιμοποιείτο για ιδιοκατοίκηση, διότι:

α) Δεν προσκομίσθησαν στοιχεία που να δικαιολογούν τη θέση αυτή.

β) Όπως η ίδια η κα. Παντελίδου εδέχθη, η οικία είχε καταστεί επικίνδυνη για κατοίκηση.

β) Από το 1988 η κα. Παντελίδου δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας της στις φορολογικές δηλώσεις της διεύθυνση άλλη εκείνης της οικίας όπως έπραττε πριν.

2.  Ως προς το άρθρο 14, διότι το εν λόγω άρθρο είχε εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που προκύπτει καταβλητέος φόρος, που δεν ήταν η προκειμένη αφού σύμφωνα με τη δήλωση της κας. Παντελίδου δεν προέκυπτε κέρδος και φόρος αλλά ζημιά.

Την επιστολή συνόδευε ειδοποίηση επιβολής φορολογίας της ίδιας ημερομηνίας με την οποία εγίνοντο δεκτά ορισμένα από τα διεκδικούμενα έξοδα αλλά όχι η διεκδικούμενη απαλλαγή των £45.000 και προέκυπτε κέρδος £46.282 και πληρωτέος φόρος επ' αυτού £9.256,40.

Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης αυτής όσον αφορά και τα δύο εγειρόμενα θέματα. Επί του πρώτου, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα. Παντελίδου ισχυρίζεται έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά τη διακρίβωση της θέσης της κας. Παντελίδου ότι η οικία εχρησιμοποιείτο για ιδιοκατοίκηση. Το νομικό υπόβαθρο του θέματος αυτού είναι βέβαια το άρθρο 5(2) του Νόμου 52/80 το οποίο παρέχει απαλλαγή φόρου για κέρδος μέχρι £50.000 εφ' όσον αυτό "προκύπτει από τη διάθεση κύριας κατοικίας, που χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη για συνολική περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών αποκλειστικά για σκοπούς ιδιοκατοίκησης", νοουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 5(2)(iv), ότι η διάθεση της κατοικίας δεν έγινε "μετά την πάροδο τουλάχιστον ενός χρόνου από τη διακοπή της ιδιοκατοίκησης". Ο κ. Ευαγγέλου εισηγείται ότι δεν ερευνήθησαν δεόντως τα δεδομένα τα οποία κατεδείκνυαν ότι η κα. Παντελίδου ουδέποτε εγκατέλειψε την οικία και ότι αυτή ήταν όντως η κύρια κατοικία της.  Και, ουσιαστικά για τον ίδιο λόγο, ότι ο Διευθυντής τελούσε υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Επί του δεύτερου θέματος, ο κ. Ευαγγέλου εισηγείται ότι η ίδια η διατύπωση του άρθρου 14, αλλά και το πνεύμα του, δεν επιτρέπει την ερμηνεία η οποία υιοθετήθηκε από το Διευθυντή. Το άρθρο 14, έχει ως εξής:

"14. Οσάκις ο Διευθυντής κρίνη ότι το ποσόν το οποίον πρόσωπόν τι υποχρεούται να καταβάλη ως φόρον έχει εκτιμηθή ως έλασσον του δέοντος, ούτος δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας της αυτοφορολογίας και καταβολής του φόρου, να προβή εις συμπληρωματικήν βεβαίωσιν του ποσού το οποίον το τοιούτο πρόσωπον, κατά την γνώμην του, οφείλει να καταβάλη:

Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ' ας η χαμηλή φορολογία οφείλεται εις δόλον ή εσκεμμένην φοροδιαφυγήν, η τοιαύτη συμπληρωματική βεβαίωσις δύναται να γίνη καθ' οιονδήποτε χρόνον."

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ήταν εύλογα επιτρεπτή επί των ενώπιον του Διευθυντή δεδομένων, παραθέτουσα εκτενώς τη σχετική νομολογία επί των αρχών της οποίας δεν υπάρχει βέβαια αμφισβήτηση. Όσον αφορά το άρθρο 14, η κα. Χριστοδουλίδου, αναπτύσσοντας την άποψη την οποία είχε υιοθετήσει ο Διευθυντής, εισηγείται ότι προϋπόθεση της εφαρμογής του είναι η ύπαρξη φορολογητέου κέρδους και η καταβολή του επ' αυτού προκύπτοντος πληρωτέου φόρου, σύμφωνα με τη δήλωση του ιδιοκτήτη, που δεν ήταν η προκειμένη περίπτωση. Η ερμηνεία αυτή, εισηγείται, προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 14 και συνάδει προς το σκοπό του Νόμου, κάνοντας παραπομπή και στη σχετική νομολογία επί της ερμηνείας του νόμου, οι αρχές της οποίας επίσης δεν είναι υπό αμφισβήτηση.

Επιλαμβάνομαι άμεσα του θέματος που αφορά το άρθρο 14 αφού το άλλο θέμα της δέουσας έρευνας και πλάνης στην άσκηση της εξουσίας του Διευθυντή είναι επόμενο τούτου ως ακόλουθο της διαπίστωσης της κατά τα άλλα εξουσίας του Διευθυντή αν το άρθρο 14 δεν τυγχάνει εφαρμογής. Το θέμα δε αφορά όντως την ερμηνεία του άρθρου 14. Ο κανόνας της γραμματικής ερμηνείας, προκειμένου περί σαφών, επακριβών και μη αμφιλεγόμενων όρων που χρησιμοποιούνται στο νόμο, είναι βέβαια ο βασικός κανόνας ερμηνείας, και σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν επεκτείνεται πέραν της διατύπωσης την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης επέλεξε για να εκφράσει τη βούληση του. Μόνο όπου υπάρχει αμφιβολία στην ορολογία του νόμου γίνεται αναφορά σε άλλα δεδομένα τα οποία μπορούν να αποκαλύψουν την πρόθεση του νομοθέτη. Η διατύπωση του άρθρου 14 μου φαίνεται σαφέσταση, αλλά και συνάδουσα προς τη λογική όσο και το υπόβαθρο του Νόμου. Το άρθρο 14 έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτοφορολογίας μέσω δήλωσης διάθεσης περιουσίας υποβληθείσας από το διαθέτη. Σε τέτοια περίπτωση, ο Διευθυντής έχει εξουσία να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου φόρου υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που ο διαθέτης υποχρεούται να καταβάλει βάσει της αυτοφορολογίας "έχει εκτιμηθεί ως έλασσον του δέοντος". Δεδομένης της υποβολής δήλωσης διάθεσης περιουσίας ως αυτοφορολογίας, ο καταβλητέος φόρος είναι ο προκύπτον από την αυτοφορολογία. Αυτό που δικαιούται να κάνει ο Διευθυντής είναι να προβεί σε "συμπληρωματική" βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου, συμπληρωματική προφανώς της προκύπτουσας από την αυτοφορολογία, στην περίπτωση που κρίνει ότι το προκύπτον από την αυτοφορολογία ποσό του φόρου "έχει εκτιμηθεί ως έλασσον του δέοντος". "Έλασσον του δέοντος" μπορεί δε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα, αυτό ακριβώς που λέγει, δηλαδή μικρότερο του ορθού. Οτιδήποτε μικρότερο του ορθού είναι "έλασσον του δέοντος". Αν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το ποσό του σύμφωνα με την αυτοφορολογία οφειλόμενου φόρου είναι μηδέν, ως εκ του ότι δεν πραγματοποιείται κέρδος, αυτό είναι έλασσον του υπό του Διευθυντού κρινομένου ως δέοντος, όπως ακριβώς και στην περίπτωση που το ποσό του σύμφωνα με την αυτοφορολογία οφειλόμενου φόρου είναι πάνω από το μηδέν αλλά κάτω από αυτό το οποίο ο Διευθυντής θεωρεί ως ορθό. Είτε προκύπτει είτε δεν προκύπτει από την αυτοφορολογία ποσό οφειλόμενου φόρου, αν αυτό είναι λιγότερο από εκείνο που ο Διευθυντής κρίνει ως ορθό τότε είναι "έλασσον του δέοντος". Το μηδέν, όσο και οποιοσδήποτε αριθμός, είναι έλασσον οποιουδήποτε μεγαλύτερου αριθμού. Το μηδέν είναι μάλιστα κατ' εξοχήν έλασσον οποιουδήποτε θετικού αριθμού.  Αυτό μου φαίνεται να προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14.

Η κα. Χριστοδουλίδου παραπέμπει στην περαιτέρω αναφορά στο άρθρο 14 στο ότι ο Διευθυντής δικαιούται να ενεργήσει εντός τριών μηνών "από της ημερομηνίας της αυτοφορολογίας και καταβολής του φόρου", ως ενδεικτικού του ότι το άρθρο 14 έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση προκύπτοντος και καταβληθέντος θετικού φόρου, και όχι στην περίπτωση που ουδείς φόρος προκύπτει και καταβάλλεται, βάσει της αυτοφορολογίας.  Αυτό όμως δεν είναι ακόλουθο. Η καθόλου εξουσία του Διευθυντή να ενεργήσει καθορίζεται από την προϋπόθεση που συζητήθηκε πιο πάνω ως προς το ότι το εκτιμηθέν υπό του διαθέτη ποσό του φόρου είναι "έλασσον του δέοντος". Η περαιτέρω πρόνοια στην οποία αναφέρεται η κα. Χριστοδουλίδου αφορά μόνο τον καθορισμό της χρονικής περιόδου εντός της οποίας ο Διευθυντής δικαιούται να ενεργήσει και όχι τον πιο πάνω ουσιαστικό όρο για την άσκηση της εξουσίας του. Η αναφορά στην ημερομηνία της αυτοφορολογίας και καταβολής του φόρου ουδόλως περιορίζει την εμβέλεια του άρθρου 14 στις περιπτώσεις καταβολής κάποιου ποσού φόρου.  Αν δεν έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό φόρου διότι ουδέν ποσόν φόρου προκύπτει από την αυτοφορολογία (σε αναφορά με το άρθρο 13), η τρίμηνη περίοδος άρχεται από της υποβολής της αυτοφορολογίας αφού δεν υπάρχει άλλη ημερομηνία καταβολής του φόρου ως εκ του ότι ουδείς ήταν πληρωτέος. Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά στην τρίμηνη περίοδο δεν αφορά παρά μόνο το μέγιστο της χρονικής δυνατότητας αμφισβήτησης από το Διευθυντή της αυτοφορολογίας. Η υπόθεση John Kokkalos & Sons Ltd ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1995) 4 Α.Α.Δ. 1203, δεν αποφασίζει το εν λόγω θέμα αφού εκεί εκρίθη ότι η τροποποίηση του άρθρου 14 δεν είχε αναδρομική ισχύ, η δε αναφορά (σελίδες 1209-1210) ότι με την τροποποίηση δεν αρκεί πλέον η υποβολή της δήλωσης διάθεσης αλλά απαιτείται και η καταβολή του υπό του διαθέτη υπολογιζομένου σε αυτή φόρου, ασφαλώς δεν απαντά το εγειρόμενο θέμα στην περίπτωση, όπως εδώ, που δεν προκύπτει πληρωτέος φόρος από την αυτοφορολογία.

Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 14 συνάδει, όπως ανάφερα, και με την όλη λογική του πράγματος σε συνάρτηση προς το υπόβαθρο του Νόμου. Αρχικά το άρθρο 14 στο Νόμο 52/80 ήταν διατυπωμένο ως εξής:

"14. Οσάκις ο Διευθυντής κρίνη ότι το ποσόν το οποίον πρόσωπόν τι υποχρεούται να καταβάλη ως φόρον έχει εκτιμηθή ως έλασσον του δέοντος, ούτος δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός εξ ετών από της ημερομηνίας της αρχικής βεβαιώσεως, να προβή εις συμπληρωματικήν βεβαίωσιν του ποσού το οποίον το τοιούτο πρόσωπον, κατά την γνώμην του, οφείλει να καταβάλη:

Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ' ας η χαμηλή φορολογία οφείλεται εις δόλον ή εσκεμμένην φοροδιαφυγήν, η τοιαύτη συμπληρωματική βεβαίωσις δύναται να γίνη καθ' οιονδήποτε χρόνον."

Ο Νόμος 135/90 επέφερε τη βασική τροποποίηση ότι η δυνατότητα του Διευθυντή να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση συναρτάται, αντί προς την αρχική βεβαίωση του ίδιου του Διευθυντή, όπως αρχικά στο Νόμο 52/80, προς την εκτίμηση του φόρου που προκύπτει από την αυτοφορολογία όπως αυτή περιέχεται στη δήλωση διάθεσης, και μάλιστα το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο Έφορος δικαιούται να αναθεωρήσει τον προκύπτοντα φόρο περιορίζεται από 6 χρόνια που ήταν πριν σε τρεις μήνες. Η βασική αυτή τροποποίηση καταδεικνύει ότι η σημασία της δήλωσης διάθεσης δεν είναι πλέον απλώς ως ένα στοιχείο παρεχόμενο από το διαθέτη στο Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 12 ώστε ο ίδιος να προβεί σε βεβαίωση του πληρωτέου φόρου δυνάμει του άρθρου 13, αλλά ως αυτοφορολογία αυτή καθ' αυτή, όπως και περιγράφεται στο άρθρο 14. Η συμπληρωματική βεβαίωση του πληρωτέου φόρου από το Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 14 δεν είναι πλέον ακόλουθη της αρχικής του βεβαίωσης δυνάμει του άρθρου 13 αλλά της ίδιας της αυτοφορολογίας δυνάμει του άρθρου 14. Και η αυτοφορολογία, όπως η οποιαδήποτε ειδοποίηση επιβολής φορολογίας από τον ίδιο το Διευθυντή, μπορεί να δεικνύει πληρωτέο φόρο ή όχι, ανάλογα με τα δεδομένα της περίπτωσης. Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στη Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 110, στη σ. 117, "θα ήθελα εδώ να εκφράσω τη διαφωνία μου με την άποψη ότι αυτοφορολογία σημαίνει απαραίτητα πραγματοποίηση κέρδους και καταβολή φόρου". Η υπόθεση αυτή βέβαια αποφασίσθηκε στα πλαίσια του άρθρου 14 πριν αυτό τροποποιηθεί και συνίσταται στο ότι η υποβολή δήλωσης διάθεσης δυνάμει του άρθρου 12 δεν συνιστούσε "αρχική βεβαίωση" δυνάμει του άρθρου 14 ως είχε τότε αφού "αρχική βεβαίωση" μόνο από το Διευθυντή μπορεί να γίνει. Η τροποποίηση όμως του άρθρου 14 αντικαθιστά ακριβώς την αρχική βεβαίωση από το Διευθυντή με την αυτοφορολογία από το διαθέτη ως το σημείο αναφοράς της εξουσίας του Διευθυντή να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση, όπως υποδεικνύει δε και ο Νικήτας, Δ., ανωτέρω, τα άρθρα 12, 13 και 14 είχαν άλλο νόημα πριν τροποποιηθούν. Ο δε περαιτέρω περιορισμός της εξουσίας του να πράξει τούτο εντός 3 μηνών αντί 6 ετών όπως πριν, επιδιώκει την αποφυγή καταστάσεων όπως στην υπόθεση Μακρίδου στην οποία η αρχική βεβαίωση έγινε πέραν των 9 ετών από της υποβολής της δήλωσης. Η εισήγηση για περιορισμό του άρθρου 14 μόνο στην περίπτωση που προκύπτει θετικά πληρωτέος όρος από την αυτοφορολογία στερείται ερείσματος και από την άποψη που συζητήθηκε πιο πάνω.

Η άλλη υπόθεση στην οποία αναφέρθηκε η κα. Χριστοδουλίδου, A. & A. Constantinou Bros Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3192, και στην οποία εδόθη τώρα η απόφαση στην A. & A. Constantinou Bros Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 43, δεν στηρίζει τη θέση της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 14 περιορίζεται στην περίπτωση που προκύπτει θετικός πληρωτέος φόρος. Η υπόθεση δεν είχε να κάνει με το θέμα αυτό, η δε απόφαση της πλειοψηφίας βασίσθηκε στο ότι, δεδομένης της δυνατότητας του Διευθυντή να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση εντός τριών μηνών από της αρχικής βεβαίωσης του, που έγινε την ίδια μέρα που υπεβλήθη η δήλωση διάθεσης με την αυτοφορολογία, ο Διευθυντής είχε εξουσία να κάνει τούτο ακόμα και αν δεν υπήρχαν ενώπιον του οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Απεναντίας, η απόφαση των δύο δικαστών στη μειοψηφία, την οποία ευρίσκω ελκυστική, αμφισβητεί την καθόλου εξουσία του Διευθυντή να προβεί σε αρχική βεβαίωση στα πλαίσια του άρθρου 14 αφ' ης στιγμής υποβάλλεται δήλωση διάθεσης με αυτοφορολογία, τονίζει δε ότι σε τέτοια περίπτωση η μόνη εξουσία του Διευθυντή είναι να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση σε συνάρτηση με την αυτοφορολογία. Όπως και να έχει όμως το πράγμα, η εν λόγω υπόθεση δεν αφορά το θέμα της εφαρμογής του άρθρου 14 σε περίπτωση που δεν προκύπτει πληρωτέος φόρος από την αυτοφορολογία.

Καταλήγω λοιπόν ότι ο Διευθυντής δεν είχε εξουσία να προβεί σε συμπληρωματική βεβαίωση φόρου μετά την πάροδο τριών μηνών από της αυτοφορολογίας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο