ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 109
18 Φεβρουαρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μ. & M. TRANSPORT LTD.,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ών η αίτηση.
(Yπόθεση Αρ. 657/1997)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Προσδιορισμός του ποσού της φορολογικής οφειλής από τον ίδιο τον Έφορο, με χρησιμοποίηση της κρίσης του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ― Άρθρο 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ποιές πράξεις είναι φορολογητέες σχετικά με τη διακίνηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών ― Η διάθεση αγαθών για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, έστω και χωρίς αντιπαροχή, εξομοιώνεται με παράδοση αγαθών η οποία και φορολογείται ― Άρθρο 6(8) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90 ― Προσδιορισμός της αξίας της παροχής σύμφωνα με το Άρθρο 23(14) του Νόμου ― Η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος του Εφόρου με αρ. Α316, ημερ. 10/1/96.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Φορολογητέα αυτοπαράδοση αγαθών ― Άρθρο 6(16) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90 και Καν. 3 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Αυτοπαραδόσεις) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 203/91).
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης αξίας να προσδιορίσει το ποσό της φορολογικής οφειλής της, λόγω λαθών και παραλείψεων στα βιβλία και αρχεία της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Επί διαπιστευμένων ανακριβειών ή παραλείψεων των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, νόμιμα χωρεί η βεβαίωση του φόρου από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 34(1). Αναφορικά με το πρώτο σημείο της διένεξης - και της επίδικης απόφασης - μπορεί να λεχθεί ότι η αιτήτρια ουσιαστικά δεν αμφισβήτησε τις παραλείψεις που παρατηρήθηκαν στα αρχεία της. Ούτε παρέθεσε οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να κλονίσει τα ευρήματα του Εφόρου.
Υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων δεδομένων το συμπέρασμα του Εφόρου και η επίδικη απόφαση αναφορικά με το πρώτο σημείο ήταν λογικά εφικτή. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, οι οποίοι και παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, απορρίπτονται.
2. Οι καθών βάσισαν την απόφαση τους σχετικά με το δεύτερο θέμα στα Άρθρα 6(8) και 23(14). Το Άρθρο 6 καθορίζει ποίες πράξεις είναι φορολογητέες σχετικά με τη διακίνηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών. Και τις οριοθετεί. Η διάκριση είναι σημαντική γιατί, εκτός άλλων, έχει σχέση με τη γένεση της φορολογικής υποχρέωσης. Σύμφωνα με το εδ. 8 η διάθεση αγαθών για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, έστω και χωρίς αντιπαροχή, εξομοιώνεται με παράδοση αγαθών, η οποία και φορολογείται.
Προκύπτει από την έκθεση - και δεν διατυπώθηκε αντίθετη εκδοχή - ότι η αιτήτρια παραχωρούσε τα αυτοκίνητα της στην Diprose Ltd., έναντι αντιπαροχής, η οποία τα ενοικίαζε σε άλλη συνδεδεμένη εταιρεία τη Lecrimar Ltd. Η τελευταία δε τα εκμίσθωνε στο κοινό.
Τα ευρήματα του Εφόρου για την παραχώρηση των εν λόγω αυτοκινήτων σε άλλη εταιρεία, χωρίς αντιπαροχή, βασίστηκαν στα στοιχεία που αποκάλυψε η έρευνα, τα οποία εκτίθενται λεπτομερειακά στην έκθεση. Η αιτήτρια δεν αντιπαράθεσε οτιδήποτε που να δίνει λαβή για διαφορετικά συμπεράσματα ή που να θεμελιώνει τη γενική άρνηση της.
Το μόνο που ουσιαστικά αμφισβητήθηκε είναι ότι "η χρήση από τους καθών η αίτηση του συντελεστή απόσβεσης εκ 20% για τον υπολογισμό του αξιούμενου φόρου είναι λανθασμένη, αυθαίρετη, αστήρικτη και εξωπραγματική ....................".
Ο συντελεστής απόσβεσης (20%), που χρησιμοποιήθηκε από τους καθών για εξεύρεση της αξίας της επίδικης παροχής, προβλέφθηκε με την ερμηνευτική εγκύκλιο του Εφόρου με αρ. Α 316, ημερ. 10/1/96. Η νομιμότητα του περιεχομένου της δεν προσβλήθηκε ούτε αμφισβητήθηκε. Πέρα από τον παραπάνω γενικό ισχυρισμό της, η αιτήτρια δεν πρόβαλε οτιδήποτε συγκεκριμένο για να καταδείξει ότι η μέθοδος που υιοθετήθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Οι ενστάσεις της αιτήτριας πρέπει, και σε αυτό το ζήτημα, να απορριφθούν.
3. Απομένει προς εξέταση το τρίτο θέμα που ήγειρε η αιτήτρια, που αφορά τη μετατροπή 16 αυτοκινήτων της εταιρείας σε ιδιωτικής χρήσης και που ο Έφορος αντιμετώπισε ως φορολογητέα αυτοπαράδοση. Ας σημειωθεί πως για τα γεγονότα δεν υπάρχει διαφορά. Αποτελούν κοινό έδαφος. Το Άρθρο 6(16) που επικαλέστηκαν οι καθών εισάγει και προσδιορίζει την έννοια της φορολογητέας αυτοπαράδοσης αγαθών.
Τη θέσπιση του νόμου ακολούθησε και η έκδοση των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Αυτοπαραδόσεις) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 203/91). Οι κανονισμοί εφαρμόζονται και σε επιβατηγά αυτοκίνητα "που παράχθηκαν ή αποκτήθηκαν από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης που ασκεί".
Η νομοθεσία μας έχει ως πρότυπο την αντίστοιχη αγγλική, η οποία με τη σειρά της, είναι προσαρμοσμένη και εγκολπώνει τις βασικές αρχές της 6ης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμοια νομοθεσία έχει εισαχθεί στην Ελλάδα από 1/1/87. Η 6η Οδηγία περιέχει τους κανόνες που διέπουν τη φορολόγηση αυτοπαράδοσης αγαθών. Είναι ενδιαφέρον να ανιχνευτεί η ratio legis.
Είναι παραδεκτό ότι τα συγκεκριμένα οχήματα, μετά τη μετατροπή τους, χρησιμοποιούνταν για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παραδόθηκαν σε άλλο πρόσωπο. Η περίπτωση συνεπώς εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρ. 6(16) και των Κανονισμών. Και συνιστά φορολογήσιμη αυτοπαράδοση. Τα αυτοκίνητα αποκτήθηκαν από την αιτήτρια για προώθηση των δραστηριοτήτων της υπό συνθήκες που εκπλήρωναν τις προϋποθέσεις του Καν. 3(2). Είναι αδιάφορο ότι μερικά από τα αυτοκίνητα, μετά τη μετατροπή τους σε ιδιωτικά, ενοικιάστηκαν στα πλαίσια των συνηθισμένων δραστηριοτήτων της εταιρείας και αποδόθηκε κανονικά ο φόρος που αναλογούσε για τις πράξεις εκείνες.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεοδοσίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 1620,
Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2059.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια εταιρεία κατά της απόφασης απόρριψης της ένστασης την οποία υπέβαλε αναφορικά με τη φορολογία ΦΠΑ η οποία της επιβλήθηκε για τις εμπορικές της δραστηριότητες για την περίοδο από 1/7/92 - 30/11/95.
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Αιτήτρια.
Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι συγκροτημένη - και εγγεγραμμένη - ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ασχολείται με την εκμίσθωση αυτοκινήτων χωρίς οδηγό και την εκμίσθωση τουριστικών λεωφορείων. Της επιβλήθηκε, για τις φορολογικές περιόδους από 1/7/92 - 30/11/95, φόρος προστιθέμενης αξίας για διάφορες δραστηριότητες της, στις οποίες θα αναφερθώ, συμποσούμενος σε £4.869,06. Ας σημειωθεί ότι το όνομα της εταιρείας έχει καταχωρισθεί στο σχετικό Μητρώο, το οποίο τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90.
Η εταιρεία αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης αυτής του Εφόρου Φ.Π.Α. Υπέβαλε ένσταση, όπως έχει δικαίωμα από τις διατάξεις του άρθρ. 52 του νόμου κάθε πρόσωπο ή οντότητα υποκείμενη σε φόρο, στον Υπουργό Οικονομικών. Ο Υπουργός, αφού έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του νόμου καθώς και τους κανονισμούς που εξειδικεύονται στην απόφαση του, που περιέχεται στην επιστολή του προς την αιτήτρια ημερ. 29/5/97, και επίσης τα γεγονότα που παραθέτει στην ίδια επιστολή, αποφάσισε να απορρίψει την ένσταση. Το περιεχόμενο της αποτελεί και το αντικείμενο της προσφυγής.
Θα πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι πριν τη βεβαίωση του φόρου προηγήθηκε έλεγχος από λειτουργό του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λευκωσίας, ο οποίος περατώθηκε στις 11/7/96. Ο Έφορος θεώρησε πως υπήρχαν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούσαν καταφυγή στις διατάξεις του άρθρ. 34, σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να προσδιορίσει το ποσό της φορολογικής οφειλής "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Συγκεκριμένα, και όπως αναφέρεται στη βεβαίωση του φόρου ημερ. 24/1/97 (παράρτημα Α), από τα τηρούμενα βιβλία και αρχεία και ό,τι ανέφεραν διευθυντικά στελέχη της αιτήτριας διαπιστώθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς του Εφόρου, ανακρίβειες, σφάλματα ή παραλείψεις σε αυτά. Για τη φύση και τις προϋποθέσεις άσκησης της εξουσίας αυτής του Εφόρου παραπέμπω στην απόφαση μου στην Θεοδόσης Θεοδοσίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620.
Οι διαπιστώσεις του Εφόρου, με τις οποίες η εταιρεία δε συμφώνησε, όπως θα εξηγήσω λεπτομερειακά, αφορούσαν τρία θέματα. Δεν αποδόθηκε φόρος εκροών:
Α. Για την ενοικίαση 4 (κατονομαζόμενων) αυτοκινήτων που η εταιρεία εκμίσθωσε άνευ οδηγού για την περίοδο από 1/7/92-31/12/92 και 1/7/93 - 31/7/93 έναντι συνολικού ποσού £7.006. Ο επιρριπτόμενος στην εταιρεία φόρος για τη δραστηριότητα αυτή είναι ύψους £333.62.
B. Για την παραχώρηση δικαιώματος χρήσης 10 αυτοκινήτων, τα οποία εκμισθώθηκαν χωρίς οδηγό για την περίοδο 1/1/94- 31/3/94 και 1/1/95 - 31/3/95. Το δικαίωμα δόθηκε στη συνδεόμενη με την αιτήτρια εταιρεία Diprose Ltd., η οποία και τα χρησιμοποίησε. Η διάθεση αυτών θεωρήθηκε φορολογητέα παροχή υπηρεσιών κατά τις διατάξεις του άρθρ. 6(8). Ως μέτρο της φορολογητέας αξίας της παροχής λήφθηκε το κόστος των αυτοκινήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 23(14)(β). Το δε κόστος υπολογίστηκε με βάση την τιμή απόκτησης των αυτοκινήτων αφαιρουμένης της ετήσιας απόσβεσης με συντελεστή 20%. Ο φόρος στην περίπτωση αυτή ανερχόταν σε £348,96.
Γ. Σε σχέση με την αυτοπαράδοση 16 επιβατηγών αυτοκινήτων που περιγράφονται σε πίνακα που επισυνάφθηκε στο Παράρτημα Α τα οποία, το Μάρτιο του 1995, άλλαξαν κατηγορία και μετατράπηκαν από εκμισθούμενα άνευ οδηγού σε ιδιωτικής χρήσης. Ο Έφορος έκρινε ότι η μορφή αυτή αυτοπαράδοσης ήταν φορολογητέα, σύμφωνα με το άρθρ. 6(16) του νόμου και τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Αυτοπαραδόσεις) Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 203/91). Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την παραπάνω επιστολή του Εφόρου, τα αυτοκίνητα "παραδόθηκαν από εσάς (την αιτήτρια) στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σας και η φορολογητέα τους αξία με βάση το άρθρ. 23 (13)(α) του ίδιου νόμου, είναι το κόστος των αγαθών", δηλαδή, η αξία τους μείον η ετήσια απόσβεση που υπολογίστηκε με συντελεστή 20%. Για τη δραστηριότητα αυτή καταλογίστηκε φόρος £4.186,48.
Η θέση της εταιρείας, όπως διατυπώνεται στην επιστολή - ένσταση της προς τον Έφορο ημερ. 3/3/97, στην αγόρευση του δικηγόρου της και σε ένορκη δήλωση του Διευθυντή της εταιρείας, είναι ότι δεν πραγματοποιήθηκε η ενοικίαση αυτοκινήτων που ανέφερα πιο πάνω· ούτε ακόμη έλαβε χώρα η παραχώρηση των 10 αυτοκινήτων, κατά την προμνησθείσα περίοδο, όπως ισχυρίστηκε ο Έφορος. Η περίοδος αυτή, κατά την αιτήτρια "είναι νεκρή περίοδος της επιχείρησης μας". Η εταιρεία επίσης αρνήθηκε ότι η διάθεση των 16 άλλων οχημάτων συνιστούσε φορολογήσιμη αυτοπαράδοση με την έννοια που αποδίδει στον όρο ο νόμος. Γιατί η αλλαγή της άδειας χρήσης δε σημαίνει απαραίτητα αυτοπαράδοση ή αλλαγή κατόχου ή ιδιοκτήτη. Το σχετικό επιχείρημα συνεχίζει και καταλήγει ως εξής:
"Τόσο η ιδιοκτησία όσο και η κατοχή και χρήση των οχημάτων παρέμειναν στην εταιρεία μας. Πλείστα από τα οχήματα αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς της επιχείρησης μας για χρήση υπό του προσωπικού στην άσκηση των εργασιών τους που σχετίζονται βεβαίως με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μας. Ορισμένα αδρανούν και βρίσκονται στα γκαράζ μας."
Η αγόρευση της αιτήτριας αντανακλά τις παραπάνω θέσεις και απόψεις.
Περαιτέρω, ο κ. Παπαθεοδώρου υπέβαλε ότι τα άρθρ. 6(6) και (8) του νόμου εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση διάθεσης αγαθών για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση ή σε περιπτώσεις που αυτά δεν αποτελούν μέρος της περιουσίας της. Ενώ το αρθρ. 6(16) δημιουργεί ευθύνη για καθορισμένα αγαθά εφόσον αυτά αποκτούνται ή παράγονται στο πλαίσιο των εργασιών της επιχείρησης. Ωστόσο οι δραστηριότητες της αιτήτριας δεν αφορούσαν είτε την κατασκευή είτε την εμπορία αυτοκινήτων, που ρυθμίζονται από το άρθρ. 6(16) του νόμου και εμπίπτουν στην εμβέλεια του. Τα αυτοκίνητα χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς που περιέχονται στο επιχείρημα της αιτήτριας που κατέγραψα αυτούσιο.
Η λειτουργός του Γραφείου Φ.Π.Α. που διενήργησε τον έλεγχο στο υποστατικό της αιτήτριας αντέκρουσε, με δική της ένορκη δήλωση, τους ισχυρισμούς του Διευθυντή της εταιρείας. Τα ευρήματα της τα περιέλαβε σε πολυσέλιδη έκθεση, που είναι συνημμένη στην ένσταση ως Παράρτημα Β.
Επί διαπιστευμένων ανακριβειών ή παραλείψεων των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, νόμιμα χωρεί η βεβαίωση του φόρου από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 34(1): βλ. Θεοδοσίου, ανωτέρω. Αναφορικά με το πρώτο σημείο της διένεξης - και της επίδικης απόφασης - μπορεί να λεχθεί ότι η αιτήτρια ουσιαστικά δεν αμφισβήτησε τις παραλείψεις που παρατηρήθηκαν στα αρχεία της. Ούτε παρέθεσε οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να κλονίσει τα ευρήματα του Εφόρου. Η έκθεση αναφέρει στο προκείμενο:
"Στο λογαριασμό Αποτελεσμάτων για το 1992 τα έσοδα από την ενοικίαση οχημάτων ανέρχονται σε £12.500,00. Για την περίοδο 1/7-31/12/92 κανένα ποσό εκροών δεν καταχωρήθηκε στις φορολογικές της δηλώσεις. Το πρώτο τιμολόγιο που εξέδοσε η εταιρεία ήταν το υπ' αριθμό 53004 και αφορούσε την περίοδο 1/1 - 30/6/93 για το ποσό των £6.250,00 το οποίο αποτελούσε το ήμισυ των εσόδων του 1992. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η εταιρεία παρέλειψε να εκδόσει τιμολόγιο και να αποδώσει φόρο για υπηρεσίες αξίας £6.250,00 που αναλογούσαν στην περίοδο 1/7-31/12/92."
Σε άλλο σημείο της έκθεσης αναφέρει σχετικά με τα 4 οχήματα κατηγορίας Ζ και τούτο:
"Εκ παραδρομής δεν εκδόθηκε τιμολόγιο για τα πιο πάνω αυτοκίνητα για το μήνα Ιούλιο 93. Η αξία της μίσθωσης, με βάση τα τιμολόγια 14101-3 που εκδόθηκαν για τους επόμενους μήνες Αύγουστο μέχρι Νοέμβριο 93, ήταν £720,00."
Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών καταλήγω πως το συμπέρασμα του Εφόρου και η επίδικη απόφαση αναφορικά με το πρώτο σημείο ήταν λογικά εφικτή. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, οι οποίοι και παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, απορρίπτονται.
Οι καθών βάσισαν την απόφαση τους σχετικά με το δεύτερο θέμα στα άρθρ. 6 (8) και 23 (14). Το άρθρ. 6 καθορίζει ποίες πράξεις είναι φορολογητέες σχετικά με τη διακίνηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών. Και τις οριοθετεί. Η διάκριση είναι σημαντική γιατί, εκτός άλλων, έχει σχέση με τη γένεση της φορολογικής υποχρέωσης. Σύμφωνα με το εδ. 8 η διάθεση αγαθών για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, έστω και χωρίς αντιπαροχή, εξομοιώνεται με παράδοση αγαθών, η οποία και φορολογείται. Τούτο προβλέπει ότι:
"(8). Όταν αγαθά ή περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται ή χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της επιχείρησης, με οδηγίες ή παραλείψεις ή ανοχή του προσώπου που ασκεί την επιχείρηση, διατίθενται για ιδιωτικούς σκοπούς ή χρησιμοποιούνται ή προσφέρονται για να χρησιμοποιηθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο για σκοπούς άλλους από τους σκοπούς της επιχείρησης, με αντιπαροχή ή χωρίς αντιπαροχή, τότε αυτό αποτελεί παροχή υπηρεσιών."
Προκύπτει από την έκθεση - και δεν διατυπώθηκε αντίθετη εκδοχή - ότι η αιτήτρια παραχωρούσε τα αυτοκίνητα της στην Diprose Ltd., έναντι αντιπαροχής, η οποία τα ενοικίαζε σε άλλη συνδεδεμένη εταιρεία τη Lecrimar Ltd. Η τελευταία δε τα εκμίσθωνε στο κοινό. Παραθέτω τις διαπιστώσεις της έκθεσης στο επίμαχο θέμα:
"Κατά τους χειμερινούς μήνες η εταιρεία εξέδιδε χρέωση προς την εταιρεία Diprose Ltd για μόνο μερικά από τα αυτοκίνητα τα οποία διέθετε και όχι για όλα. Ο κος Μαρκίδης ανάφερε ότι όλα τα αυτοκίνητα είναι στη διάθεση της Lecrimar Ltd (είναι η εταιρεία προς την οποία μισθώνονται τα αυτοκίνητα από την Diprose Ltd και που πραγματοποιεί την παροχή προς το κοινό) για να τα χρησιμοποιήσει όπως θέλει. Για να επιβεβαιώσω τον ισχυρισμό του εξέτασα τα συμβόλαια ενοικιάσεως που εξέδοσε η Lecrimar Ltd και διαπίστωσα ότι μερικά αυτοκίνητα από αυτά πράγματι ενοικιάσθηκαν προς το κοινό κατά την εν λόγω περίοδο (Πίνακας Β). Επομένως για τα δέκα αυτοκίνητα των οποίων η παραχώρηση έγινε χωρίς αντιπαροχή για τους μήνες Ιαν.-Μαρτ. 94 και Ιαν.-Μαρ. 95 πρέπει να αποδοθεί φόρος επί του κόστους, σύμφωνα με το άρθρο 23 (14)(β) του Ν. 246/90, αφού η διάθεσή τους αποτελεί παροχή υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 6(8) του ιδίου νόμου. Ως κόστος θεωρείται η ετήσια απόσβεση με συντελεστή 20% (εγκ. Α316)."
Τα ευρήματα του Εφόρου για την παραχώρηση των εν λόγω αυτοκινήτων σε άλλη εταιρεία, χωρίς αντιπαροχή, βασίστηκαν στα στοιχεία που αποκάλυψε η έρευνα, τα οποία εκτίθενται λεπτομερειακά στην έκθεση. Η αιτήτρια δεν αντιπαράθεσε οτιδήποτε που να δίνει λαβή για διαφορετικά συμπεράσματα ή που να θεμελιώνει τη γενική άρνηση της.
Το μόνο που ουσιαστικά αμφισβητήθηκε είναι ότι "η χρήση από τους καθών η αίτηση του συντελεστή απόσβεσης εκ 20% για τον υπολογισμό του αξιούμενου φόρου είναι λανθασμένη, αυθαίρετη, αστήρικτη και εξωπραγματική ....................". Σχετικό στο προκείμενο είναι το άρθρ. 23(14). Προβλέπει ότι:
"(14) Στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που θεωρούνται φορολογητέες παροχές με βάση -
(α) Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (15) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, ή
(β) το εδάφιο (8) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου (αλλά χωρίς αντιπαροχή),
ως αξία της παροχής λογίζεται το συνολικό της κόστος στο πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες, εκτός των περιπτώσεων που τυγχάνει εφαρμογής το εδάφιο (11) του παρόντος άρθρου."
Ο συντελεστής απόσβεσης (20%), που χρησιμοποιήθηκε από τους καθών για εξεύρεση της αξίας της επίδικης παροχής, προβλέφθηκε με την ερμηνευτική εγκύκλιο του Εφόρου με αρ. Α 316, ημερ. 10/1/96. Η νομιμότητα του περιεχομένου της δεν προσβλήθηκε ούτε αμφισβητήθηκε. Πέρα από τον παραπάνω γενικό ισχυρισμό της, η αιτήτρια δεν πρόβαλε οτιδήποτε συγκεκριμένο για να καταδείξει ότι η μέθοδος που υιοθετήθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Οι ενστάσεις της αιτήτριας πρέπει, και σε αυτό το ζήτημα, να απορριφθούν.
Απομένει προς εξέταση το τρίτο θέμα που ήγειρε η αιτήτρια, που αφορά τη μετατροπή 16 αυτοκινήτων της εταιρείας σε ιδιωτικής χρήσης και που ο Έφορος αντιμετώπισε ως φορολογητέα αυτοπαράδοση. Ας σημειωθεί πως για τα γεγονότα δεν υπάρχει διαφορά. Αποτελούν κοινό έδαφος. Το άρθρ. 6(16) που επικαλέστηκαν οι καθών εισάγει και προσδιορίζει την έννοια της φορολογητέας αυτοπαράδοσης αγαθών. Προβλέπει ότι:
"(16). Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούν, να καθορίζουν οποιαδήποτε είδη αγαθών τα οποία εφόσο αποκτούνται ή παράγονται από οποιοδήποτε πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης την οποία ασκεί και -
(α) Δεν παραδίδονται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ούτε εμπεριέχονται σε άλλα αγαθά τα οποία το πρόσωπο αυτό παράγει μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της εν λόγω επιχείρησης, αλλά
(β) χρησιμοποιούνται από τον ίδιο για τους σκοπούς της επιχείρησης αυτής ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης την οποία ασκεί,
να θεωρούνται, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, και κάτω από καθορισμένες στους Κανονισμούς αυτούς προϋποθέσεις, τόσο ως αγαθά που παραδόθηκαν στο πρόσωπο αυτό για τους σκοπούς της επιχείρησής του όσο και ως αγαθά τα οποία ο ίδιος παρέδωσε μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του."
Τη θέσπιση του νόμου ακολούθησε και η έκδοση των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Αυτοπαραδόσεις) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 203/91). Οι κανονισμοί εφαρμόζονται και σε επιβατηγά αυτοκίνητα "που παράχθηκαν ή αποκτήθηκαν από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης που ασκεί", δηλαδή, για:
"(α) ..................................................................................................
(β) ..................................................................................................
(γ) οποιοδήποτε επιβατικό αυτοκίνητο που αποκτήθηκε από το πρόσωπο αυτό, σε σχέση με το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (2)."
Η παράγραφος 2 του ίδιου Κανονισμού καθορίζει τις προϋποθέσεις:
"(2) ................................................................................................
(α) ότι το επιβατικό αυτοκίνητο ή άλλο όχημα εισήχθηκε από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ή παραδόθηκε σε αυτό με φορολογητέα παράδοση· και
(β) ότι ο φόρος κατά την εισαγωγή ή την παράδοση έχει πιστωθεί ή μπορεί να πιστωθεί δυνάμει των άρθρων 25 και 26 του Νόμου."
Η νομοθεσία μας έχει ως πρότυπο την αντίστοιχη αγγλική, η οποία με τη σειρά της, είναι προσαρμοσμένη και εγκολπώνει τις βασικές αρχές της 6ης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμοια νομοθεσία έχει εισαχθεί στην Ελλάδα από 1/1/87. Η 6η Οδηγία περιέχει τους κανόνες που διέπουν τη φορολόγηση αυτοπαράδοσης αγαθών. Είναι ενδιαφέρον να ανιχνεύσουμε τη ratio legis. Ο Κ. Φινοκαλιώτης στο σύγγραμμα του "Ο ΦΠΑ Κοινοτικές ρυθμίσεις και η Ελληνική Νομοθεσία" Τόμος 1, Δεύτερη Έκδοση, στη σελ. 176 αναφέρει:
"..... υπάρχει μια μορφή αυτοπαράδοσης ή φορολόγησης που σκοπεί στην όμοια φορολογική μεταχείριση αφενός μεν προσώπων που αγοράζουν ή εισάγουν τα αγαθά αυτά χωρίς να έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου και αφετέρου των επιχειρηματιών που διαθέτουν αγαθά, τα οποία ανήκουν στην επιχείρηση για τις ανάγκες της. Όπως ορθά επισημαίνεται τα τελευταία αυτά πρόσωπα που ενεργούν αυτοπαράδοση θα πρέπει να υπαχθούν στο φόρο αυτό για την πράξη αυτή που είναι αποφορολογημένη, λόγω της έκπτωσης του φόρου των εισροών, για να τεθούν στο ίδιο επίπεδο φορολογίας με τα πρόσωπα που αγοράζουν ή εισάγουν ίδια αγαθά, χωρίς να έχουν δικαίωμα έκπτωσης."
Σχετικό είναι και το εξής απόσπασμα στη σελ. 177:
"Μια άλλη μορφή φορολογητέας αυτοπαράδοσης προβλέπεται στο αρθρ. 5 παρ. 7,β της 6ης Οδηγίας. Ειδικότερα τα κράτη-μέλη έχουν την ευχέρεια να θεωρούν ως φορολογητέα παράδοση τη διάθεση αγαθού από υποκείμενο στο φόρο σε τομέα δραστηριότητας μη υπαγόμενο στο φόρο, όταν το αγαθό αυτό έχει δημιουργήσει δικαίωμα για ολική ή μερική έκπτωση του φόρου κατά την κτήση ή τη διάθεση του. Και η ρύθμιση αυτή σκοπεί στην αποφυγή προνομιακής φορολογικής μεταχείρησης εκείνου ο οποίος διενεργεί τη μορφή αυτή αυτοπαράδοσης. Με την επιβολή φορολογίας στην περίπτωση αυτή αποτρέπεται να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρησης επιχειρηματίας που διαθέτει αγαθά ενός κλάδου στον άλλο, από εκείνο ο οποίος θα αγόραζε όμοια αγαθά από άλλο υποκείμενο. Με τον τρόπο αυτό δεν επέρχεται στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού."
Είναι παραδεκτό ότι τα συγκεκριμένα οχήματα, μετά τη μετατροπή τους, χρησιμοποιούνταν για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παραδόθηκαν σε άλλο πρόσωπο. Η περίπτωση συνεπώς εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρ. 6(16) και των Κανονισμών. Και συνιστά φορολογήσιμη αυτοπαράδοση. Τα αυτοκίνητα αποκτήθηκαν από την αιτήτρια για προώθηση των δραστηριοτήτων της υπό συνθήκες που εκπλήρωναν τις προϋποθέσεις του Καν. 3(2). Είναι αδιάφορο ότι μερικά από τα αυτοκίνητα, μετά τη μετατροπή τους σε ιδιωτικά, ενοικιάστηκαν στα πλαίσια των συνηθισμένων δραστηριοτήτων της εταιρείας και αποδόθηκε κανονικά ο φόρος που αναλογούσε για τις πράξεις εκείνες.
Η επίκληση από την αιτήτρια της υπόθεσης Λ. Λουκά & Υιοί Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2059, δε νομίζω να τη βοηθά. Το θέμα εκεί, όπως και οι νομοθετικές διατάξεις που το διείπαν, διέφερε. Το ερώτημα ήταν κατά πόσο αγαθά που οι αιτητές διέθεταν σε πελάτες τους (ψυγεία στα οποία τοποθετούσαν τα προϊόντα τους προς πώληση) τα κατείχαν ή χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για σκοπούς της επιχείρησης τους. Εδώ οι χειρισμοί της αιτήτριας απέληξαν σε μορφή αυτοπαράδοσης που, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ήταν φορολογήσιμη. Δεν πάσχει επομένως το μέρος αυτό της απόφασης. Η σχετική κρίση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.