ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 30
31 Ιανουαρίου, 2000
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 733/1998)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 843/1998)
ΜΑΡΙΝΑ ΠΙΠΕΡΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ης η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 733/1998, 843/1998)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Ισχυρισμός πως ενημερώθηκε πρόχειρα στη συνεδρίαση για τα στοιχεία των υποψηφίων, καταρρίφθηκε υπό τις περιστάσεις μεσολάβησης ημερών από την κλήση του στην ΕΔΥ για συστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δεν απαιτείται καταγραφή των απόψεων και των ονομάτων των άμεσα προϊσταμένων με τους οποίους διαβουλεύτηκε.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις προϊσταμένου ― Αναφορά στο κλιμάκιο στο οποίο υπηρετούσε ο συστηθείς, δεν αποτελούσε αναφορά στα εκτελεσθέντα από αυτόν καθήκοντα.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Προσωπική γνώση του ― Δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο παράγοντα διαμόρφωσης κρίσης, εφόσον δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Πρόσθετα προσόντα ― Αναφορά της ΕΔΥ ότι κάποιοι διέθεταν τέτοια, βεβαιώνει τη λήψη τους υπόψη ― Αντίθετος ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Αναφορά στο πρακτικό περί του συνυπολογισμού της υπεροχής ορισμένων σε αρχαιότητα, βεβαιώνει πως αυτή δεν παραγνωρίστηκε.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων από 1/7/98, αντί των ιδίων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας στην προσφυγή 843/98, ότι ο Διευθυντής προσήλθε στη συνεδρίαση της Επιτροπής με προκατασκευασμένη προτίμηση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι η ενημέρωσή του ως προς το ποιοί από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχα έγινε μόλις κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής ημ. 29/5/98 και συνεπώς η έρευνα των φακέλων των υποψηφίων από τον ίδιο ήταν στιγμιαία και πρόχειρη και δεν προέκυπτε από τα πρακτικά κατά πόσο ο Διευθυντής θεώρησε και την αιτήτρια ως προσοντούχα, ώστε να διαβουλευθεί με τον άμεσα προϊστάμενό της, παρέμεινε ατεκμηρίωτος και αναπόδεικτος.
Τεκμαίρεται ότι ο Διευθυντής, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με το έργο της παροχής συμβουλής προς την Επιτροπή αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, είχε ικανό χρόνο μεταξύ της 6/5/98 και της 29/5/98 να προβεί στη δέουσα έρευνα, περιλαμβανομένων και των διαβουλεύσεων με τους προϊσταμένους των υποψηφίων.
2. Αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, ότι ήταν επιβεβλημένη η καταγραφή στα πρακτικά του αριθμού και των ονομάτων των προϊσταμένων των υποψηφίων με τους οποίους ο Διευθυντή διαβουλεύτηκε, αποτελεί πάγια αρχή ότι, τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ενός διοικητικού οργάνου όπως οι υποκειμενικές κρίσεις και εκτιμήσεις και η διαδικασία μόρφωσης προσωπικής αντίληψης για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. Καθήκον του οργάνου είναι η καταγραφή της δηλωμένης βούλησης, της τελικής δηλαδή άποψης ή απόφασης, η οποία θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη.
3. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των δικηγόρων των αιτητών ότι δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο είδος των καθηκόντων τα οποία εκτελούσε η ενδιαφερόμενη λόγω της αναφοράς στη σύσταση του κλάδου στον οποίο αυτή υπηρετούσε, επίσης δεν ευσταθεί. Είναι εμφανές ότι η αναφορά έγινε για περιγραφικούς και μόνο σκοπούς και δεν αποτέλεσε το λόγο πρόκρισής της έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.
4. Η σύσταση του Διευθυντή, κατά πάγια νομολογία, αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων για το λόγο ότι ο Διευθυντής, ως καλός γνώστης εκ καθήκοντος των αναγκών της υπηρεσίας βρίσκεται σε μοναδική θέση να γνωμοδοτήσει επί των ικανοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.
Η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους, η οποία εν προκειμένω υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο παράγοντα διαμόρφωσης κρίσης, αλλά ελέγχεται με βάση το βαθμό της συμφωνίας της με τα στοιχεία των φακέλων.
Από το περιεχόμενο της σύστασης, προκύπτει σαφής μνεία των συγκεκριμένων ιδιοτήτων και ικανοτήτων της ενδιαφερόμενης, ικανή να θεμελιώσει την υπέρ αυτής προτίμηση του Διευθυντή.
Περαιτέρω, η σύσταση, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, δεν περιορίστηκε στο τρίπτυχο των κριτηρίων, αλλά επεκτάθηκε σε πρόσθετα στοιχεία της υπαλληλικής ποιότητας της συστηθείσας για τα οποία αυτή ετίθετο επικεφαλής των ανθυποψηφίων της, όπως, οι πολύπλευρες ικανότητες και ο υψηλός βαθμός αντίληψής της, η γρήγορη ανταπόκριση προς τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, η μεθοδικότητα και η συνέπεια προς την υπηρεσία της.
Από τα στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία του αιτητή Χρυσάνθου και η αναφορά του Διευθυντή στις πολύπλευρες ικανότητες και τον υψηλό βαθμό αντίληψης της ενδιαφερόμενης δεν εσυγκρούετο αλλά είχε νόμιμο έρεισμα στις αξιολογήσεις προηγούμενων ετών.
Εφόσον από τα στοιχεία των φακέλων δεν προκύπτει διαφορετική υπηρεσιακή εικόνα ή υπεροχή των αιτητών σε αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η σύσταση του Διευθυντή κρίνεται νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής του κρίσης επαρκής και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
5. Εφόσον, εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέφερε ότι ορισμένοι υποψήφιοι διέθεταν υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία όμως δεν απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα, βεβαιώνεται ότι το στοιχείο αυτό λήφθηκε υπόψη και ο ισχυρισμός της αιτήτριας Πιπερή ότι η Επιτροπή παρείδε και δεν συνεκτίμησε το δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Πολιτικής Μηχανικής του Α.Τ.Ι., το οποίο κατείχε, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
6. Περαιτέρω, εφόσον όπως ρητά αναφέρθηκε στο σχετικό πρακτικό, η υπεροχή ορισμένων υποψηφίων σε αρχαιότητα συνυπολογίστηκε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια από την Επιτροπή και όπως προκύπτει από το κείμενο της σύστασης λήφθηκε υπόψη και από το Διευθυντή, ο ισχυρισμός του αιτητή Χρυσάνθου ότι η κατά οκτώ μήνες, οριακή αρχαιότητά του έναντι της ενδιαφερόμενης παραγνωρίστηκε, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βαρέλλια κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3032,
Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 83,
Κραμβής v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3315,
Γεωργιάδου v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480,
Χατζηδάς v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1121,
Σιαμμάς v. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 569,
Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,
Δημοκρατία v. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,
Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,
Κουάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742,
Δημοκρατία v. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 327,
Πετρίδης v. Ζεϊτουνσιάν κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 791,
Σιακάς v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,
Δημοκρατία κ.ά. v. Αδάμου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 124,
Χ''Βασιλείου v. Α.Λ.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 755.
Προσφυγές.
Προσφυγές από τους αιτητές κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων.
Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 733/98.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 843/98.
Ρ. Παπαέτη, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν γιατί στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης και παρουσιάζουν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου, οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, από 1/7/98.
Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της θέσης σε συνεδρίαση ημ. 29/5/98 στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων προς υποβολή συστάσεων.
Συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ο Διευθυντής ανέφερε τα ακόλουθα:-
"Έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους όλων των υποψηφίων, έχω μελετήσει τους φακέλους τους και με βάση τα πιο πάνω, τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτή καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, συστήνω για προαγωγή την Καραβία Ειρήνη.
Η Καραβία υπηρετεί στο κλιμάκιο Κυκλοφοριακών Μελετών και στη μονάδα Έργων και Προγραμματισμών. Έχει πολύπλευρες ικανότητες και διακρίνεται για τον ψηλό βαθμό αντίληψης, τη γρήγορη ανταπόκριση στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, τη μεθοδικότητα, τη συνέπεια και σχετικότητα με την οποία αντιμετωπίζει την υπηρεσία της. Συστήνοντας την Καραβία σημείωσα ότι ορισμένοι υποψήφιοι που έπονται σε αρχαιότητα διαθέτουν υπέρτερα προσόντα, τα οποία όμως δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε και αποτελούν πλεονέκτημα.".
Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή έκρινε ότι η ενδιαφερόμενη ήταν η καταλληλότερη υποψήφια και αποφάσισε την προαγωγή της στη θέση, από 1/7/98.
Η Επιτροπή πρόσθεσε επίσης τα ακόλουθα:-
"Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Καραβία, έλαβε υπόψη ότι αυτή, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί ουδενός σε αξία, αντίθετα υπερέχει, έστω και οριακά, όλων όσων προηγούνται σε αρχαιότητα, η οποία αρχαιότητα είναι οριακή, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις συνίσταται σε οκτώ μήνες στην παρούσα τους θέση ενώ σε άλλες ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, και, περιπλέον, έχει υπέρ της την τεκμηριωμένη σύσταση του Διευθυντή, η οποία συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των Φακέλων και ενισχύει ακόμη περισσότερο την αξία της. Η Επιτροπή, σημείωσε επίσης ότι ορισμένοι υποψήφιοι, που έπονται της επιλεγείσας σε αρχαιότητα, διαθέτουν υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν.".
Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας στην προσφυγή 843/98, ότι ο Διευθυντής προσήλθε στη συνεδρίαση της Επιτροπής με προκατασκευασμένη προτίμηση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι η ενημέρωσή του ως προς το ποιοί από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι έγινε μόλις κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής ημ. 29/5/98 και συνεπώς η έρευνα των φακέλων των υποψηφίων από τον ίδιο ήταν στιγμιαία και πρόχειρη και δεν προέκυπτε από τα πρακτικά κατά πόσο ο Διευθυντής θεώρησε και την αιτήτρια ως προσοντούχα ώστε να διαβουλευθεί με τον άμεσα προϊστάμενό της, παρέμεινε ατεκμηρίωτος και αναπόδεικτος.
Όπως προκύπτει από την επιστολή η οποία κατατέθηκε ως Παράρτημα Ι στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, το Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κάλεσε το Διευθυντή να παραστεί στη συνεδρίαση της Επιτροπής ημ. 29/5/98 ήδη απο τις 6/5/98 και σύμφωνα με την παρ. 2 της ίδιας επιστολής του απεστάλη κατάλογος όλων των υποψηφίων για προαγωγή καθώς και αντίγραφο του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Τεκμαίρεται ότι ο Διευθυντής, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με το έργο της παροχής συμβουλής προς την Επιτροπή αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, είχε ικανό χρόνο μεταξύ της 6/5/98 και της 29/5/98 να προβεί στη δέουσα έρευνα, περιλαμβανομένων και των διαβουλεύσεων με τους προϊσταμένους των υποψηφίων. (Βλ. σχετικά, Θωμάς Βαρέλλια κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3032, Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 83 και Χρίστος Κραμβής ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3315).
Αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, ότι ήταν επιβεβλημένη η καταγραφή στα πρακτικά του αριθμού και των ονομάτων των προϊσταμένων των υποψηφίων με τους οποίους ο Διευθυντής διαβουλεύτηκε καθώς και του περιεχομένου των διαβουλεύσεων αυτών ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος, της συμφωνίας των απόψεων οι οποίες διατυπώθηκαν με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων, αποτελεί πάγια αρχή ότι, τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ενός διοικητικού οργάνου όπως οι υποκειμενικές κρίσεις και εκτιμήσεις και η διαδικασία μόρφωσης προσωπικής αντίληψης για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. Καθήκον του οργάνου είναι η καταγραφή της δηλωμένης βούλησης, της τελικής δηλαδή άποψης ή απόφασης, η οποία θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη (Βλ. Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480, Ανδρέας Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1121 και Γεώργιος Σιαμμάς ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 569).
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των δικηγόρων των αιτητών ότι δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο είδος των καθηκόντων τα οποία εκτελούσε η ενδιαφερόμενη λόγω της αναφοράς στη σύσταση του κλάδου στον οποίο αυτή υπηρετούσε, επίσης δεν ευσταθεί.
Είναι εμφανές από το κείμενο της σύστασης ότι ο Διευθυντής ουδόλως αναφέρθηκε στο είδος των καθηκόντων τα οποία εκτελούσε η συστηθείσα αλλά στο κλιμάκιο και στη μονάδα όπου αυτή υπηρετούσε και η αναφορά έγινε για περιγραφικούς και μόνο σκοπούς και δεν αποτέλεσε το λόγο πρόκρισής της έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. (Βλ. σχετικά, Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626).
Είναι η εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών ότι η σύσταση του Διευθυντή στηρίχθηκε στην προσωπική του γνώση η οποία λειτούργησε ως ένα πρόσθετο, εξωγενές στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων και ήταν αναιτιολόγητη, γενική, αόριστη και αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων, εφόσον, ο μεν αιτητής Χρυσάνθου, είχε κατά το μάλλον ή ήττον την ίδια αξιολόγηση με το ενδιαφερόμενο μέρος στις υπηρεσιακές εκθέσεις και ουσιαστικό προβάδισμα σε αρχαιότητα, η δε αιτήτρια Πιπερή είχε την ίδια αξιολόγηση με το ενδιαφερόμενο μέρος καθ' όλη την περίοδο από το 1990 με μικρές διαφοροποιήσεις σε επί μέρους στοιχεία υπέρ της ίδιας ή της ενδιαφερόμενης.
Η σύσταση του Διευθυντή, κατά πάγια νομολογία, αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων για το λόγο ότι ο Διευθυντής, ως καλός γνώστης εκ καθήκοντος των αναγκών της υπηρεσίας βρίσκεται σε μοναδική θέση να γνωμοδοτήσει επί των ικανοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Μιχαλάκη Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).
Η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους, η οποία εν προκειμένω υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο παράγοντα διαμόρφωσης κρίσης αλλά ελέγχεται με βάση το βαθμό της συμφωνίας της με τα στοιχεία των φακέλων. (Βλ. Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και Αναστάσιος Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742).
Από το περιεχόμενο της σύστασης προκύπτει σαφής μνεία των συγκεκριμένων ιδιοτήτων και ικανοτήτων της ενδιαφερόμενης, ικανή να θεμελιώσει την υπέρ αυτής προτίμηση του Διευθυντή.
Περαιτέρω, η σύσταση, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, δεν περιορίστηκε στο τρίπτυχο των κριτηρίων αλλά επεκτάθηκε σε πρόσθετα στοιχεία της υπαλληλικής ποιότητας της συστηθείσας για τα οποία αυτή ετίθετο επικεφαλής των ανθυποψηφίων της, όπως, οι πολύπλευρες ικανότητες και ο υψηλός βαθμός αντίληψής της, η γρήγορη ανταπόκριση προς τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, η μεθοδικότητα και η συνέπεια προς την υπηρεσία της.
Από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων προκύπτει ότι αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια αξιολόγηση, "Εξαίρετος", σε όλα τα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων των ετών 1994-1997, ενώ κατά το έτος 1993 ο αιτητής Χρυσάνθου είχε αξιολογηθεί με "Πολύ Ικανοποιητικά" στο στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας έναντι "Εξαίρετος" των υπολοίπων. Κατά το έτος 1992 τόσο η αιτήτρια Καραβία όσο και η ενδιαφερόμενη είχαν αξιολογηθεί με "Πολύ Ικανοποιητικά" στο στοιχείο της Διευθυντικής/ Διοικητικής Ικανότητας ενώ ο αιτητής Χρυσάνθου είχε αξιολογηθεί με "Πολύ Ικανοποιητικά" στο ίδιο στοιχείο όσο και στα στοιχεία της Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνεργασίας/Σχέσεων.
Κατά το έτος 1989 αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια αξιολόγηση "Εξαίρετος" σε όλα τα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης ενώ ο αιτητής Χρυσάνθου υστερούσε των υπολοίπων εφόσον είχε αξιολογηθεί με "Πολύ Ικανοποιητικά" στα στοιχεία, Αφοσίωση, Ικανότης Γραπτής Έκφρασης, Συνεργασία/Σχέσεις και Ηγετική Ικανότης.
Κατά το έτος 1988 η ενδιαφερόμενη υπερείχε της αιτήτριας στο στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας εφόσον είχε αξιολογηθεί ως "Εξαίρετος" έναντι "Πολύ Ικανοποιητικά" της αιτήτριας καθώς επίσης και του αιτητή Χρυσάνθου ο οποίος είχε γενική αξιολόγηση "Λίαν Καλός" έναντι "Εξαίρετος" της ενδιαφερόμενης.
Περαιτέρω, ο αιτητής Χρυσάνθου είχε γενική αξιολόγηση "Λίαν Καλός" έναντι "Εξαίρετος" της ενδιαφερόμενης καθ' όλη τη διάρκεια των ετών 1981-1987 ενώ κατά την ίδια περίοδο αιτήτρια και ενδιαφερόμενη είχαν την ίδια αξιολόγηση "Εξαίρετος" με μικρές επί μέρους διαφοροποιήσεις υπέρ της μιας ή της άλλης υποψήφιας.
Από τα πιο πάνω στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία του αιτητή Χρυσάνθου και η αναφορά του Διευθυντή στις πολύπλευρες ικανότητες και τον υψηλό βαθμό αντίληψης της ενδιαφερόμενης δεν εσυγκρούετο αλλά είχε νόμιμο έρεισμα στις αξιολογήσεις προηγούμενων ετών και ειδικότερα στο επί μέρους στοιχείο 8, Νοημοσύνη/Ευφυΐα στο οποίο η αιτήτρια αξιολογείτο ως "Λίαν Καλός" έναντι "Εξαίρετος" της ενδιαφερόμενης κατά τα έτη 1987, 1985, 1984, 1983 και 1982 και η αναφορά του Διευθυντή στη γρήγορη ανταπόκριση προς τις υποχρεώσεις, τη μεθοδικότητα και τη συνέπεια προς την υπηρεσία της εδύνατο να στηριχθεί στο επί μέρους στοιχείο 9, Ικανότης Επιλύσεως Προβλημάτων, στο οποίο η αιτήτρια αξιολογείτο ως "Λίαν Καλός" έναντι "Εξαίρετος" της ενδιαφερόμενης κατά τα έτη 1986, 1985 και 1982.
Εφόσον από τα στοιχεία των φακέλων δεν προκύπτει διαφορετική υπηρεσιακή εικόνα ή υπεροχή των αιτητών σε αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η σύσταση του Διευθυντή κρίνεται νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής του κρίσης επαρκής και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 327 και Κύπρος Πετρίδης ν. Γεώργιου Ζεϊντουνσιάν κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 791).
Κατά πάγια νομολογία, η κτήση επιστημονικών τίτλων και άλλων ακαδημαϊκών προσόντων, αποτελεί στοιχείο το οποίο δύναται να ληφθεί υπόψη και συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια εάν όμως τέτοιο προσόν δεν απαιτείται, όπως εν προκειμένω, από το Σχέδιο Υπηρεσίας η κτήση του έχει μόνο περιθωριακή σημασία και δεν δημιουργεί υποχρέωση αιτιολόγησης της προαγωγής υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τέτοιο προσόν ούτε υποχρέωση ειδικής μνείας στα πρακτικά ότι ελήφθη υπόψη και το στοιχείο τούτο. (Βλ. σχετικά, Ανδρέας Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468).
Εφόσον, εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέφερε ότι ορισμένοι υποψήφιοι διέθεταν υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία όμως δεν απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούσαν πλεονέκτημα, βεβαιώνεται ότι το στοιχείο αυτό λήφθηκε υπόψη και ο ισχυρισμός της αιτήτριας Πιπερή ότι η Επιτροπή παρείδε και δεν συνεκτίμησε το δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Πολιτικής Μηχανικής του Α.Τ.Ι., το οποίο κατείχε, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Περαιτέρω, εφόσον όπως ρητά αναφέρθηκε στο σχετικό πρακτικό, η υπεροχή ορισμένων υποψηφίων σε αρχαιότητα συνυπολογίστηκε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια από την Επιτροπή και όπως προκύπτει από το κείμενο της σύστασης λήφθηκε υπόψη και από το Διευθυντή, ο ισχυρισμός του αιτητή Χρυσάνθου ότι η κατά οκτώ μήνες, οριακή, αρχαιότητά του έναντι της ενδιαφερόμενης παραγνωρίστηκε, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται. (Βλ. Ανδρέας Σιακάς ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και Δημοκρατία κ.ά. ν. Σάββα Αδάμου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 124).
Ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία δεν υφίσταται υποχρέωση άμεσης σύγκρισης των υποψηφίων, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, ερεύνησε την κτήση υπέρτερων ακαδημαϊκών προσόντων, συνυπολόγισε την αρχαιότητα ορισμένων υποψηφίων έναντι της προαχθείσας και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή την οποία έκρινε ως τεκμηριωμένη και σύμφωνη με τους φακέλους. (Βλ. σχετικά, Παναγιώτης Χ''Βασιλείου ν. Α.Λ.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).
Εφόσον η Επιτροπή ερεύνησε και συνεκτίμησε όλα τα νόμιμα στοιχεία και κριτήρια και από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι της προαχθείσας, η κρίση της Επιτροπής ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα και η επίδικη απόφαση, επικυρώνεται.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.