ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 494/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Χαρίτωνος Κωνσταντίνου

2. Σταύρου Αντωνιάδη

3. Ανδρέα Τούρβα

&# 9;Αιτητών

- και -

Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29 Νοεμβρίου, 2000.

Για τους αιτητές: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Πασχαλίδης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση με την οποία απέσπασε τον Αγαθοκλή Παπαγεωργίου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Ελεγκτή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της καθ΄ης η αίτηση να διενεργήσει επανεξέταση και μόνιμη πλήρωση της θέσης σύμφωνα με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της προσφυγής 631/94 είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.".

Σε συνεδρίαση ημ. 13/3/97 η Επιτροπή Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών εξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης μίας κενής θέσης Ανώτερου Ελεγκτή, συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αγαθοκλής Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών, Υπόθεση Αρ. 631/94, ημερ. 8/11/96 και αποφάσισε την πλήρωσή της προσωρινά, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, με την απόσπαση υπαλλήλου της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6(1) και 15 των περί Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 174/89.

Η Επιτροπή μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσαν το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό εξέταση θέσης.

Η Επιτροπή διαπίστωσε την αρχαιότητα των υποψηφίων, μελέτησε την αναλυτική κατάσταση της αξιολόγησής τους και ζήτησε από το Διευθυντή να υποβάλει συστάσεις, σύμφωνα με τον Κανονισμό 16(3) των Κανονισμών, ο οποίος προβλέπει ότι "Κατά την προαγωγήν λαμβάνονται δεόντως υπ΄ όψιν αι περί των υποψηφίων συστάσεις του Διευθυντού και του προϊσταμένου της υπηρεσίας ή τμήματος εν τω οποίω η κενή θέσις.".

Ο Διευθυντής, για τους λόγους τους οποίους ανέφερε, σύστησε ως καταλληλότερο υποψήφιο για την απόσπαση στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή, το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Επιτροπή αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, αποφάσισε να αποσπάσει προσωρινά στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή, από 1/4/97 μέχρι την εκδίκαση της έφεσης την οποία καταχώρισε εναντίον της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου στην προσφυγή 631/94, το ενδιαφερόμενο μέρος.

Απετέλεσε βασική εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών ότι η Επιτροπή αντί να επανεξετάσει ως ώφειλε εξυπαρχής το ζήτημα πλήρωσης της κενωθείσας θέσης σύμφωνα με τα κριθέντα από το Δικαστήριο, συμμορφούμενη προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα, αποφάσισε την πλήρωση της θέσης με απόσπαση, παραβιάζοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαστικό δεδικασμένο και ενεργώντας αντίθετα προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Ο αιτητής 1 στην προσφυγη 631/94, Αγαθοκλής Παπαγεωργίου, και ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα υπόθεση, κατείχε τη θέση Ελεγκτή 1ης Τάξης από 1/2/90. Αναγκαίο προσόν για την προαγωγή στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, αποτελούσε, μεταξύ άλλων, η συμπλήρωση τριετούς υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη θέση Ελεγκτή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή 631/94, όσο και οι αιτητές, μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα υπόθεση, κατείχαν τη θέση Ελεγκτή 1ης Τάξης, η οποία, σύμφωνα με τη διάρθρωση της Υπηρεσίας, όπως παρατέθηκε στη σχετική απόφαση, δεν αποτελούσε την αμέσως προηγούμενη αλλά την προ-προηγούμενη της πληρωθείσας θέσης προαγωγής και κατά συνέπεια ουδείς κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα για προαγωγή στη θέση.

Όπως συγκεκριμένα αναφέρθηκε στη σχετική απόφαση,

"Απ΄ όλα τα πιο πάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι τόσον οι αιτητές όσον και το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπηρετούσαν στην αμέσως κατώτερη τάξη ή θέση όπως προνοεί η παράγραφος (4) του Κανονισμού 8 (αναφορά έγινε πιο πάνω), και ως εκ τούτου στερούνταν όλοι των προσόντων των προβλεπομένων υπό του Νόμου. Δεν έχει αναφερθεί εκ μέρους των αντιδίκων οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη διάρθρωση της Υπηρεσίας όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 4(2) της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 174/89.".

Η ακυρωτική δικαστική απόφαση εξαφανίζει εξυπαρχής την προσβαλλόμενη πράξη και δημιουργεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε κάθε υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν από το Δικαστήριο διοικητικής φύσεως ζήτημα. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ 1929-1959, σελ. 279-283).

Η διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί εντός ευλόγου χρόνου προς το περιεχόμενο της απόφασης, να απόσχει από κάθε ενέργεια αντιτιθέμενη προς τα κριθέντα από το Δικαστήριο και να ρυθμίσει τη σχέση στην οποία αφορούσε η ακυρωθείσα πράξη με νέα έρευνα, νέα κρίση και νέα απόφαση σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας, τηρουμένων των αρχών περί δεδικασμένου. (Βλ. Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 130, 135-136, Αντώνιος Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 613/93, ημ. 25/3/94 και Λοΐζος Προδρόμου ν. ΚΟΤ, Υπόθεση Αρ. 1020/95, ημ. 30/4/96).

Σαν κριθέν ζήτημα θεωρείται το ζήτημα εκείνο το οποίο απετέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκεται σε στενό σύνδεσμο προς το συμπέρασμα το οποίο έγινε δεκτό στην απόφαση.

Εν προκειμένω, απετέλεσε πράγματι κριθέν ζήτημα στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 631/94 ότι οι αιτητές, μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα υπόθεση, δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα προαγωγής στην ανώτερη θέση, προσόντα τα οποία εθεωρούντο αναγκαία και για την απόσπαση υπαλλήλου στην ίδια θέση.

Εφόσον η επίδικη θέση Ανώτερου Ελεγκτή, η οποία αποφασίστηκε να πληρωθεί με απόσπαση ήταν ακριβώς η θέση η οποία είχε κενωθεί συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης, εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας το οποίο ίσχυε για την απόσπαση υπαλλήλου στη θέση αυτή ήταν το ίδιο το οποίο ίσχυε και για την προαγωγή του, η ακυρωτική απόφαση παρήγαγε δεδικασμένο όσον αφορά τα προσόντα του αποσπασθέντος, το οποίο επέβαλλε στη διοίκηση να μην προβαίνει σε πράξεις ή ενέργειες οι οποίες δυνατόν να ενείχαν το στοιχείο της εμμονής της προς το περιεχόμενο της προγενέστερης ακυρωθείσας πράξης, κατ΄ αντίθεση προς τα κριθέντα από το Δικαστήριο.

Μετά την ακυρωτική απόφαση έργο της χρηστής διοίκησης είναι πρώτιστα η επανεξέταση του ζητήματος το οποίο προέκυψε συνεπεία της ακύρωσης με νέα έρευνα, νέα κρίση και νέα απόφαση σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας, τηρουμένων των αρχών περί δεδικασμένου. (Βλ. και, Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 82).

Επειδή, σύμφωνα με το δεδικασμένο τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση, η διοίκηση εκωλύετο να προχωρήσει στην απόσπαση του ίδιου χωρίς να έχει προηγηθεί η ενδεδειγμένη έρευνα εκ μέρους της προς διαπίστωση του ζητήματος και η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την ορθή εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών, αποτελούσε παράβαση δεδικασμένου. (Βλ. σχετικά, Δέσποινα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 652/97, ημ. 10/4/98 και Γεώργιος Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1354/2000, ημ. 13/11/2000).

Το υπ΄ αρ. 2 στο δικόγραφο της αίτησης αίτημα θεραπείας το οποίο αφορούσε την παράλειψη του διοικητικού οργάνου να επανεξετάσει την ακυρωθείσα με την προσφυγή 631/94 πράξη αφορούσε άλλη ανεξάρτητη και αυτοτελώς προσβλητή διοικητική πράξη η οποία, λόγω έλλειψης συνάφειας προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο και προσβαλλόμενη με το υπ' αρ. 1 αίτημα θεραπείας, δεν δύναται να τύχει εξέτασης και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση διαδικασίας και κατά παράβαση δεδικασμένου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα και η προσβαλλόμενη απόφαση, ακυρώνεται.

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο