ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1183/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Νίκου Νικολέττη, από τη Λάρνακα
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
5 Οκτωβρίου, 2000
Για τον αιτητή : κα Αργυρού για κ.κ. Ανδρέου, Ζαχαρίου και
Σια.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
To Yπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του ημερ. 31.1.1980 αποφάσισε τον προς το δημόσιο συμφέρον τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή ως Λοχαγού από 1.2.1980. Η απόφαση ανακλήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 22.4.1993.
Ο αιτητής και άλλοι επηρεαζόμενοι αξιωματικοί του Στρατού, με επιστολή των δικηγόρων τους προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 26.10.1994 ζήτησαν τη χορήγηση σ΄ αυτούς αναδρομικά σύνταξης και φιλοδωρήματος. Με νέα επιστολή, αυτή τη φορά προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερ. 22.9.1997, έθεσαν εκ νέου αίτημά τους και ζήτησαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα για τα χρόνια που υπηρέτησαν, ούτως ώστε να τεθούν στην ίδια μοίρα με τους υπόλοιπους δημόσιους υπάλληλους, εκπαιδευτικούς κλπ, που είχαν επίσης απολυθεί.
Στις 6.10.1981 θεσπίστηκε ο περί του Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) (Τροποποιητικός) Νόμος του 1981, Ν.80/81, με το άρθρο 5 του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του βασικού νόμου, παρέχοντας στο Υπουργικό Συμβούλιο τη διακριτική ευχέρεια να χορηγεί σε απολυθέν μέλος του Στρατού, τέτοια σύνταξη, χορήγημα ή φιλοδώρημα που θα ήθελε κρίνει δίκαιο και υπό τους όρους που εφαρμόζονται στην περίπτωση τερματισμού υπηρεσιών δημόσιων υπαλλήλων για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η πρόνοια αυτή θεσπίστηκε προφανώς για να ισχύσουν και για τα απολυθέντα μέλη του Στρατού οι ίδιες πρόνοιες που ίσχυαν και για τους απολυθέντες δημόσιους υπαλλήλους (βλέπε άρθρα 6(στ) και 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ.311, όπως ίσχυε τότε. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής είχε ήδη απολυθεί από τις τάξεις του Στρατού την 1.2.1980, δηλαδή πριν από τη δημοσίευση του πιο πάνω Νόμου.
Στις 24.3.1994 δημοσιεύθηκε ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 1994, Ν.17(Ι)/94 που τροποποίησε το βασικό νόμο με την προσθήκη του άρθρου 7Δ που προέβλεπε ότι ανεξαρτήτως των διαλαμβανομένων στο βασικό ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου που είχε απολυθεί δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1988 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή καθορισμού της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης. Η πιο πάνω διάταξη αναπαράχθηκε στο άρθρο 14(η) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(1)/97.
Στον αιτητή παραχωρήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα, εφ άπαξ ποσό και μηνιαία σύνταξη για όλα τα χρόνια που υπηρέτησε, με τις σχετικές αναπροσαρμογές στο μισθό του Λοχαγού, το βαθμό που έφερε όταν απολύθηκε. Ο αιτητής δεν μπόρεσε να επανέλθει στην υπηρεσία του μετά την ανάκληση της απόλυσής του από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 22.4.1993, γιατί είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία αφυπηρέτησης των 55 χρόνων στις 6.12.1989.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή του και εισηγείται ότι το χρονικό διάστημα που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας λόγω της απόλυσής του θα έπρεπε να ληφθεί επίσης υπ΄όψιν κατά τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 20.10.1998 με την οποία καθορίζεται ή υπολογίζεται η σύνταξη και το σχετικό εφ΄ άπαξ ποσό που ο αιτητής δικαιούται λόγω της αφυπηρέτησής του από τον Κυπριακό Στρατό. Αξιώνει επίσης απόφαση ότι κατά τον υπολογισμό της σύνταξης ή του εφ΄ άπαξ ποσού που δικαιούται δεν εφαρμόζεται ούτε ο Νόμος 17(Ι)/94, αλλά ούτε και το άρθρο 14(η) του Νόμου 97(Ι)/1997.
Μέσα από μια σειρά συλλογισμών ο αιτητής καταλήγει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε εξουσία βάσει οποιουδήποτε νόμου να τερματίζει τις υπηρεσίες δημόσιου υπαλλήλου και συνεπώς ούτε και του αιτητή, για οποιονδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένου και του δημοσίου συμφέροντος. Αν επομένως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε την εξουσία να τερματίσει τις υπηρεσίες του, τότε λανθασμένα οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν πάνω στη βάση ότι ο Νόμος 17(Ι)/94 τους εμποδίζει να υπολογίσουν τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από την πράξη της απόλυσης που ανακλήθηκε μέχρι την ημέρα της αφυπηρέτησης του αιτητή. Αν, συνεχίζει το επιχείρημα του αιτητή, οι διατάξεις του Νόμου 17(1)/94 δεν ισχύουν στην περίπτωσή του, σε ότι αφορά τα δέκα χρόνια που παρέμεινε εκτός υπηρεσίας, τότε κατ΄ αναλογία το ίδιο ισχύει και σε ότι αφορά την πρόνοια του άρθρου 14(η) του Νόμου 97(Ι)/97. Αφού συνεπώς δεν υπάρχει ρητή διάταξη που να απαγορεύει από του να ληφθούν υπ΄ όψιν στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων τα χρόνια που παρέμεινε εκτός υπηρεσίας, τότε λανθασμένα οι καθ΄ ων η αίτηση δεν τα έλαβαν υπ΄ όψιν.
Πριν προχωρήσω θα πρέπει να ασχοληθώ με την ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να αξιώνει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία του χορηγούνται τα συγκεκριμένα συνταξιοδοτικά ωφελήματα, γιατί δεν έχει να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από την ακύρωσή της, αλλά αντίθετα, αν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, θα ζημιωθεί, αφού οι συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις είναι εκείνες που παρέχουν τέτοιο δικαίωμα στον αιτητή, ενώ με βάση το νομικό καθεστώς του χρόνου της απόλυσής του δεν είχε κανένα δικαίωμα για συνταξιοδοτικά ωφελήματα.
Θεωρώ ότι ο αιτητής ουσιαστικά αμφισβητεί το νομικό καθεστώς της παροχής σ΄ αυτόν σύνταξης και συνεπώς κέκτειται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη συγκεκριμένη πράξη.
Πριν προχωρήσω θα πρέπει να επισημάνω ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον του καθορισμού των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων και όχι εναντίον της νομιμότητας της απόλυσής του ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Συνεπώς η σχετική επιχειρηματολογία του αιτητή στερείται οποιασδήποτε βάσης.
Η παρούσα υπόθεση είναι πανομοιότυπη με την απόφαση στην υπόθεση Καϊσερλίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1180/98, ημερ. 19.11.1999, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε παρόμοια αξίωση άλλου απολυθέντος με την ίδια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, Λοχαγού. ΄Οπως επισημαίνεται και στην πιο πάνω απόφαση, αν τα συγκεκριμένα νομοθετήματα, τα οποία ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν εφαρμόζονται, πράγματι δεν εφαρμόζονταν στην περίπτωσή του, τότε θα παρέμενε χωρίς συνταξιοδοτικά ωφελήματα, μια και ο νόμος που ίσχυε το 1980, χρόνο της απόλυσής του ύστερα από την απόλυση του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν προέβλεπε την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, στους απολυομένους για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα, παρά ότι υιοθετώ πλήρως την απόφαση στην υπόθεση Καϊσερλίδης, ανωτέρω. Αρκεί να λεχθεί ότι δεν συμφωνώ με τη θέση ότι η απόφαση Καϊσερλίδης δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, ούτε και συμφωνώ ότι ισχύει εκτός του άρθρου 7Δ, το άρθρο 7 του Κεφ.311. Το άρθρο 7Δ αναφέρεται ακριβώς στα δικαιώματα των ατόμων που απολύθηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ το άρθρο 7 αναφέρεται στη διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στη διοίκηση για παροχή γενικά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε περίπτωση απόλυσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 7 του Κεφ.311 δεν προβλέπει ότι ο χρόνος κατά τον οποίο οποιοσδήποτε που απολύθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος τελούσε εκτός υπηρεσίας λαμβάνεται υπ΄ όψιν για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ