ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 829/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Μαρία Μωϋσέως, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διοικητή 106 ΣΝΕ Εθνικής Φρουράς
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
14 Σεπτεμβρίου, 2000
Για την αιτήτρια : κ. Ι. Τυπογράφος.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια που είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών Νοσηλευτικής εντάχθηκε στην Εθνική Φρουρά στις 12.7.1996. Υπηρετεί ως μόνιμος ανθυπολοχαγός στο 106 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Εκστρατείας (στο εξής "106 ΣΝΕ").
Στις 17.11.1998 υπέβαλε αναφορά με την οποία κατάγγελλε ότι στις 16.11.1998 άλλο μέλος της Δύναμης, ο Επιλοχίας Ανδρέας Μέσσιος, την κατηγόρησε για διασυρμό του ονόματός του, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποίησε προσβλητική έκφραση, τόσο προς το βαθμό της, όσο και προς το άτομό της.
΄Υστερα από σχετική διαδικασία το 1ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ με επιστολή του πληροφόρησε το Διοικητή του 106 ΣΝΕ, ότι από τα στοιχεία της διενεργηθείσας ανάκρισης προέκυψε ότι ο Μέσσιος είχε υποπέσει στο αδίκημα της εξύβρισης ανωτέρου για το οποίο θα ασκείτο εναντίον του ποινική δίωξη. ΄Ομως η στάση και συμπεριφορά τόσο του Μέσσιου, όσο και της αιτήτριας, στην παρουσία οπλιτών, δημιούργησε δυσμενή σχόλια εις βάρος της υπόληψης της Δύναμης, κάτι που συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα. Η επιστολή καλούσε το Διοικητή του 106 ΣΝΕ να προβεί σε ενέργειες σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(1) και (2)(α) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, για πειθαρχικό έλεγχο αμφοτέρων.
Ο Διοικητής του 106 ΣΝΕ, ανταποκρινόμενος στην πιο πάνω επιστολή, με επιστολή του ημερ. 15.4.1999, κάλεσε την αιτήτρια σε διοικητική απολογία. Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 18.4.1999 αρνήθηκε ότι είχε ιδίαν αντίληψη ή έλαβε γνώση ποτέ τέτοιου περιστατικού στο οποίο γινόταν αναφορά. Στις 26.4.1999 ο Διοικητής του 106 ΣΝΕ της επέβαλε την ποινή της διήμερης κράτησης γιατί χρησιμοποίησε υβριστική και προσβλητική γλώσσα σε άλλο μέλος της Δύναμης και για το ότι επέδειξε αναξιοπρεπή και ανοίκειο συμπεριφορά, κατά παράβαση του Κανονισμού 2 (γ) και (1) του Πειθαρχικού Κώδικα της Εθνικής Φρουράς.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Διοικητής του 106 ΣΝΕ δεν ενήργησε κατ΄ αντικειμενική ή ανεπηρέαστη κρίση γιατί δεν προέβη ο ίδιος σε οποιαδήποτε έρευνα των γεγονότων για να εκτιμήσει και αποφασίσει προσωπικά αν πράγματι υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα. Αντίθετα στηρίκτηκε σε όσα αναφέρονται στην επιστολή του Υπαρχηγού ημερ. 20.3.1999 με την οποία διατασσόταν η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου.
Η διαταγή του Υπαρχηγού, συνεχίζει η αιτήτρια, ήταν καταφανώς παράνομη και είχε ως αποτέλεσμα να αποστερήσει το Διοικητή του 106 ΣΝΕ της δυνατότητας να ασκήσει την κατά νόμο αρμοδιότητά του κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο.Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η ενέργεια του Διοικητή δεν καθίσταται μεροληπτική απλά και μόνο γιατί δεν διέταξε ο ίδιος έρευνα. Η διεξαχθείσα ανάκριση που υιοθετήθηκε, σύμφωνα με την παραδοχή του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, από το Διοικητή, δεν φαίνεται να είναι μη αντικειμενική και ορθά υιοθετήθηκε απ΄ αυτόν. Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι από τη στιγμή που ήδη είχε διεξαχθεί έρευνα, δεν υπήρχε λόγος να διαταχθεί από το Διοικητή άλλη.
Ο Κανονισμός 6 (1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, όπως τροποποιήθηκαν, προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από τον οποίο φαίνεται ότι μέλος της Δύναμης δυνατόν να διέπραξε παράπτωμα, το όλο ζήτημα αναφέρεται στον διοικούντα αξιωματικό του μέλους. Ο διοικών αξιωματικός, αφού λάβει την αναφορά επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας του αναφερόμενου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχο και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίση του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του διαγραφόμενη ποινή, χωρίς άλλη διαδικασία (Κανονισμός 6(2)).
Στην παρούσα υπόθεση ο Διοικητής του 106 ΣΝΕ που ήταν και ο διοικών αξιωματικός της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού έλαβε την αναφορά, δηλαδή την επιστολή του Υπαρχηγού ημερ. 20.3.1999, με την οποία εκαλείτο να προβεί στις ενέργειες που προνούνται στον Κανονισμό 6, προχώρησε και θεώρησε ως δεδομένη την διάπραξη του παραπτώματος στο οποίο φερόταν ότι είχε υποπέσει η αιτήτρια και την κάλεσε σε διοικητική απολογία, χωρίς να προβεί ο ίδιος σε προσωπικό έλεγχο.
Δεν συμφωνώ με τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι επειδή η διεξαχθείσα από άλλα όργανα της Εθνικής Φρουράς ανάκριση δεν φαίνεται να είναι μη αντικειμενική, ορθά υιοθετήθηκε από το διοικούντα αξιωματικό της αιτήτριας. Η διατύπωση του Κανονισμού 6 είναι σαφής. Μετά την αναφορά, ο διοικών αξιωματικός επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας του αναφερόμενου παραπτώματος και καταλήγει σε ιδία κρίση περί της διάπραξης ή μη του παραπτώματος. Ο Κανονισμός 6 (1) αναφέρεται σε παράπτωμα που δυνατόν να διέπραξε μέλος της Εθνικής Φρουράς και ο διοικών αξιωματικός θα πρέπει να επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας.
Η αρμοδιότητα του διοικούντος αξιωματικού που παρέχεται από τον Κανονισμό 6 είναι δικαστικής φύσης και θα πρέπει να ασκείται δικαστικά. Στην επιστολή του Υπαρχηγού χρησιμοποιήθηκε αμφιλεγόμενη διατύπωση. Η επιστολή δεν αναφέρεται, όπως θα έπρεπε, σε παράπτωμα που δυνατόν να διαπράχθηκε, αλλά σε παράπτωμα. ΄Ομως ουσιαστικά καλεί το Διοικητή του 106 ΣΝΕ να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στον Κανονισμό 6,
οι οποίες δεν είναι άλλες από τη διεξαγωγή προσωπικής έρευνας του τυχόν παραπτώματος. Κατά τη διαδικασία που θα ακολουθήσει ο διοικών αξιωματικός θα πρέπει να σχηματίσει, μετά από έρευνα, δική του γνώμη περί της διάπραξης ή μη του αναφερόμενου παραπτώματος.Στην παρούσα περίπτωση ο Διοικητής βασιζόμενος στην έρευνα που διεξήγαγαν άλλα όργανα, εξέλαβε ως δεδομένη τη διάπραξη του παραπτώματος και προχώρησε απλά σε κλήση της αιτήτριας σε διοικητική απολογία.
Παρ΄ όλον ότι η συμπεριφορά αυτή του Διοικητή του 106 ΣΝΕ δεν συνιστά, όπως προβάλλεται ισχυρισμός στη γραπτή αγόρευση για την αιτήτρια, μεροληπτική συμπεριφορά, εν τούτοις συνιστά κατάφωρη παραβίαση του Κανονισμού και συνεπώς θα πρέπει να ακυρωθεί. Κατέληξα στο συμπέρασμα να παράσχω την αιτούμενη θεραπεία, παρά το γεγονός ότι ο λόγος της μεροληπτικής συμπεριφοράς που προβάλλεται δεν έχει αποδειχθεί, γιατί από το όλο κείμενο της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας, αλλά και από τη διατύπωση της προσφυγής προκύπτουν τόσο τα γεγονότα, όσο και αναφορά στην ορθή
τους σημασία.Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ