ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND OTHERS) ν. COSTAS CH. DEMETRIOU AND OTHERS (1972) 3 CLR 219
NICOS VASILIADES AND ANOTHER ν. DISTRICT OFFICER LARNACA (1976) 3 CLR 269
IOANNOU ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 1002
SPYROU ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 354
ARGYROU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 474
PHYLAKTIDES ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1328
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 27(I)/1994 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1994
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 522/99.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χριστόδουλου Χριστοδούλου,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_________________
13 Σεπτεμβρίου, 2000
.Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 29.12.98 (Ποινική Υπόθεση αρ. 26262/98) καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 μηνών στην κάθε μια από 11 κατηγορίες για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό. Οι ποινές να συντρέχουν. Η απόφαση του δικαστηρίου διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (βλ. επιστολή του ημερ. 18.10.99). Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 84(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996 (ο Νόμος) ζήτησε τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επί του κατά πόσο το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αιτητής ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα (βλ. επιστολή της Επιτροπής ημερ. 22.1.99). Ο Γενικός Εισαγελέας της Δημοκρατίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αιτητής ενέχει έλλειψη τιμιότητας στα πλαίσια του άρθρου 84 του Νόμου (βλ. επιστολή του ημερ. 28.1.99). Αφού έλαβε υπόψη την θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει ενώπιον της τον αιτητή για να υποβάλει οποιεσδήποτε παραστάσεις, προτού προχωρήσει στην επιβολή πειθαρχικής ποινής (βλ. πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 2.2.99). Η επόμενη συνεδρία της Επιτροπής έλαβε χώραν την 9.3.99 στην παρουσία του αιτητή και του δικηγόρου του. Ο τελευταίος έθεσε ενώπιον της Επιτροπής διάφορα επιχειρήματα σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής. Στη συνέχεια η Επιτροπή επεφύλαξε την απόφαση της. ΄Οπως το έθεσε στο σχετικό πρακτικό:
"Λόγω των νομικών και άλλων θεμάτων που έχετε εγείρει, κύριε Αγγελίδη, θα επιφυλάξουμε την απόφαση μας. Θα μελετήσουμε όλα τα γεγονότα, τη σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καθώς και όλα τα σημεία που έχετε εγείρει τώρα, προτού εκδώσουμε την απόφαση μας, η οποία θα κοινοποιηθεί τόσο σε σας όσο και στον πελάτη σας."
Με επιστολή του ημερ. 9.3.99 , μέσω του Διευθυντή Τμήματος Φυλακών, η οποία λήφθηκε στο γραφείο της Επιτροπής στις 10.3.99, ο αιτητής υπέβαλε παραίτηση από τη θέση Διευθυντή Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων.
Η Επιτροπή επελήφθη του πιο πάνω αιτήματος του αιτητή στη συνεδρία της ημερ. 10.3.99 και έλαβε την πιο κάτω απόφαση:
"Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 52 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996 καθώς και της παρ. (2) του Κανονισμού 30 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 1994, αποφάσισε ότι για να εξεταστεί αίτηση του Χριστοδούλου για παραίτηση από τη δημόσια υπηρεσία θα πρέπει αυτή να υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω Νόμων και Κανονισμών. Συγκεκριμένα, 'η αίτηση πρέπει να υποβληθεί μέσω του οικείου Προϊσταμένου Τμήματος και της αρμόδιας αρχής' και ο οικείος Προϊστάμενος να υποβάλει σχετική συνοδευτική έκθεση η οποία να περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στον πιο πάνω Κανονισμό.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν μπορεί να εξετάσει αίτημα του ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Χριστοδούλου για παραίτηση από τη δημόσια υπηρεσία, προτού ολοκληρωθεί η εξέταση του θέματος επιβολής σ΄ αυτόν πειθαρχικής ποινής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 84 των πιο πάνω Νόμων."
Το περιεχόμενο της πιο πάνω απόφασης διαβιβάσθηκε στον αιτητή με επιστολή της Επιτροπής ημερ. 10.3.99. Επίσης, με την ίδια επιστολή υποδείχθηκε στον αιτητή ότι προκειμένου η Επιτροπή να εξετάσει αίτηση του για παραίτηση θα πρέπει η σχετική αίτηση "να υποβληθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες των πιο πάνω αναφερόμενων Κανονισμών".
Στις 11.3.99 η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος της επιβολής πειθαρχικής ποινής στον αιτητή και αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία επέβαλε στον αιτητή την ποινή της απόλυσης από τις 11.3.99.
Με το αιτητικό της προσφυγής, όπως είχε αρχικά διατυπωθεί, ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση με την οποία αφ΄ ενός δεν αποδέκτηκε την παραίτηση του αιτητή ημερ. 9.3.99 από τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, και αφ΄ ετέρου προχώρησε και του επέβαλε με βάση το άρθρο 84 του Νόμου 1/90 την ποινή της απόλυσης είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι η πρώτη θεραπεία γιατί με απόφαση του δικαστηρίου ημερ. 16.6.2000 διατάχθηκε χωρισμός των αιτουμένων θεραπειών του δικογράφου της προσφυγής και το αίτημα για την ποινή της απόλυσης διαχωρίστηκε.
Με την γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της Επιτροπής υπέβαλε ότι το αίτημα "για άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, μη αποδοχή της παραίτησης του αιτητή στερείται και δυνατότητας παρά πέρα προώθησης". Υπέβαλε περαιτέρω: "Η θέση αυτή των καθ΄ ων η αίτηση στηρίζεται στη νομική-νομολογιακή θέση, ότι δεν προσβάλλεται 'παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας'. Δεν υπάρχει 'σαφής διάταξη' που να μπορεί να στηρίζει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας" (βλ. Πορίσμαστα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59, σελ. 243
).Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή δεν υπέβαλε επιχειρηματολογία κατά των πιο πάνω θέσεων. Μετά την επιφύλαξη της απόφασης το δικαστήριο έδωσε οδηγίες για να ακουσθούν οι θέσεις των μερών επί του κατά πόσο "ενόψει του περιεχομένου της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 10.3.99 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή της ημερ. 10.3.99" η απόφαση εκείνη είναι εκτελεστή.
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι "και αν ακόμα ο αιτητής δεν υπέβαλε αυστηρά όπως ο Κανονισμός προβλέπει την αίτηση του, αυτή έπρεπε να μην απορριφθεί από την Επιτροπή όπως απορρίφθηκε". Η Επιτροπή έπρεπε να παραπέμψει το θέμα στην Αρμόδια Αρχή και να ζητήσει τις απόψεις της (βλ.
Kyriacou v. C.B.C. (1965) 3 C.L.R. 482). Ο αιτητής κάτω από εξαιρετικές συνθήκες, γιατί ήταν καταδικασμένος σε φυλάκιση, από σφάλμα δικό του ή από άγνοια του Νόμου υπέβαλε το αίτημα του μέσω του Διευθυντή των Φυλακών. Η Επιτροπή έπρεπε να μη αποφασίσει ότι απορρίπτει το αίτημα "αφού δεν υπεβλήθη δια της νομίμου οδού". Το ολιγότερο θα έπρεπε να δώσει χρόνο στον αιτητή λέγοντας του ότι δεν το υπέβαλε "με τη σωστή διαδικασία". Του στέρησε συγκεκριμένο δικαίωμα που ο Νόμος του επέτρεπε. Ως εκ τούτου ολόκληρη η απόφαση ημερ. 10.3.99 είναι εκτελεστή.Ο κ. Παπασάββας, εκ μέρους της Επιτροπής, υπέβαλε ότι για να υπάρξει προσβολή πράξης πρέπει να υπάρχει υποχρέωση να ενεργήσει η Διοίκηση. "Από τη στιγμή που δεν έχει υποχρέωση να ενεργήσει η Διοίκηση η πράξη μπορεί να είναι πληροφοριακού χαρακτήρα εκτός από πράξη που μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Πρέπει η παράλειψη να είναι οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας". Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά, ανάμεσα σ΄ άλλα, στα Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 243
.Το νομικό πλαίσιο, το οποίο διέπει τις παραιτήσεις δημοσίων υπαλλήλων, ρυθμίζεται από το άρθρο 53 του Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί από τους Νόμους 27(Ι)/94 και 60(Ι)/96. Στο βαθμό που είναι σχετικό έχει ως εξής:
"53.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση μόνιμου συντάξιμου υπαλλήλου από τη δημόσια υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) ΄Οταν συμπληρώνεται η ηλικία υποχρεωτικής
αφυπηρέτησης του υπαλλήλου
(β) ...........................
............................... ................(γ) μετά από αίτηση υπαλλήλου για οικειοθελή πρόωρη
αφυπηρέτηση
.(δ) .................................................. .........................
(ε) .................................................. ......
....................(στ) όταν η αφυπηρέτηση γίνεται για να αναλάβει ο
υπάλληλος δημόσιο λειτούργημα ασυμβίβαστο
με τη θέση που κατέχει ή για να διοριστεί σε
οργανισμό δημόσιου δικαίου ή αρχή τοπικής
διοίκησης
.(ζ) ........................................
(η) .................................................. ........................
(2) Η Επιτροπή αποφασίζει την αφυπηρέτηση υπαλλήλου μετά από πρόταση της αρμόδιας αρχής η οποία είναι υποχρεωτική γι΄ αυτή στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) και (στ) του εδαφίου (1).
(3) Στις περιπτώσεις των παραγράφων (γ) και (στ) του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή, πριν υποβάλει την πρότασή της προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, βεβαιώνεται ότι -
(α) Ο υπάλληλος δεν έχει οικονομικές υποχρεώσεις έναντι του κράτους, ή αν έχει θα τις εξοφλήσει, και
(β) δεν εκκρεμεί πειθαρχική ή ποινική υπόθεση εναντίον του."
Η διαδικασία για την υποβολή παραίτησης ρυθμίζεται από τον Καν. 30 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών Κανονισμών) του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) ο οποίος έχει ως πιο κάτω:
"30.-(1) Μόνιμος υπάλληλος ο οποίος παρατείται πριν από την ηλικία αναγκαστικής αφυπηρέτησης και προτού συμπληρώσει την ελάχιστη υπηρεσία που προνοεί ο περί Συντάξεων Νόμος χάνει όλα τα ωφελήματα που προνοεί ο Νόμος αυτός.
(2) Αιτήσεις υπαλλήλων για παραίτηση από τη δημόσια υπηρεσία υποβάλλονται στην Επιτροπή μέσω του οικείου Προϊσταμένου Τμήματος και της Αρμοδίας Αρχής. Ο οικείος Προϊστάμενος Τμήματος υποβάλλει την αίτηση μαζί με συνοδευτική έκθεση, στην οποία αναφέρονται:
(α) Λεπτομέρειες της άδειας ανάπαυσης που έχει σε
πίστη του ο υπάλληλος, καθώς και οι διευθετήσεις που έχουν γίνει ή θα γίνουν για την παραχώρηση της άδειας στον υπάλληλο,
(β) τυχόν οικονομικές υποχρεώσεις του υπαλλήλου προς την κυβέρνηση
(γ) κατά πόσο συστήνεται η αποδοχή της αίτησης για παραίτηση ή όχι."
Παρατηρώ: Οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού 30 είναι επιτακτικές. Με βάση το λεκτικό του Κανονισμού 30 κρίνω ότι η αίτηση του αιτητή για παραίτηση έπρεπε να υποβληθεί "μέσω του οικείου Προϊσταμένου Τμήματος και της Αρμοδίας Αρχής". Ο οικείος Προϊστάμενος έπρεπε να υποβάλει την αίτηση με συνοδευτική έκθεση στην οποία να αναφέρονται τα όσα διαλαμβάνονται στις παραγ. (α), (β) και (γ) του Καν. 30(2) όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί εξυπακουόμενα με το άρθρο 3 του Νόμου το οποίο έχει εισαχθεί με το άρθρο 2 του Νόμου 27(Ι)/94.
Παρατηρώ περαιτέρω ότι οι πρόνοιες των πιο πάνω διατάξεων αναφέρονται σε θέματα ουσίας και όχι σε απλώς τυπικά ή διαδικαστικά θέματα. Με βάση το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων θεωρώ ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει αίτηση για αφυπηρέτηση γεννάται μόνον εφόσον υποβληθεί σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις.
Η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει εντός των προνοιών της παραγ. (γ) του άρθρου 53 (2) του Νόμου. Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη των προνοιών του εδαφίου (2) του άρθρου 53 κρίνω ότι η πρόταση της αρμόδιας Αρχής δεν είναι υποχρεωτική για την Επιτροπή στην περίπτωση του αιτητή. Η Επιτροπή διατηρεί την ευχέρεια να εγκρίνει ή να απορρίψει το αίτημα.
Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ΄ αυτής
Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, ΄Εκδοση 1982, σελ. 170)
.Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εις προσβολήν δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι΄ ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της
διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."
Πράξεις οι οποίες είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα δεν είναι εκτελεστές (Βλ.
Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C. L.R. 219. Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται "ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ΄ όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα").Στο "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση τετάρτη, σελ. 173 οι ακόλουθες πράξεις χαρακτηρίζονται ως μη εκτελεστές:
"3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:
α) .................................
β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους."
(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: "Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως".)
Η δική μας νομολογία έχει θέσει το θέμα της πληροφοριακής πράξης ως εξής:
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου ΄Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208. Βλ. και Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Kεφάλα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2478/3.3.2000, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 499/88/26.4.90).
Ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης (έχει παρατεθεί στις σελ. 2-3, πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι η Επιτροπή δεν έχει λάβει οποιαδήποτε απόφαση επί της ουσίας του αιτήματος του αιτητή. Δεν απέρριψε της αίτηση του αιτητή, όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του. ΄Εχει απλώς διαπιστώσει ότι η αίτηση δεν έχει
υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω Νόμων και Κανονισμών και κοινοποίησε τη διαπίστωση της στον αιτητή. Ταυτόχρονα με την επιστολή της ημερ. 10.3.99, με την οποία πληροφόρησε τον αιτητή για την πιο πάνω διαπίστωση της, του υπόδειξε ότι προκειμένου να εξετάσει αίτηση του για αφυπηρέτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών.Αφού έλαβα υπόψη το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής κρίνω ότι δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Αποτελεί απλώς μια ανακοίνωση της Επιτροπής προς γνώση και συμμόρφωση του αιτητή και μια απλή προκαταρκτική ανακοίνωση των απόψεων της Επιτροπής. Δεν περιέχει την βούληση της Επιτροπής επί τους ουσίας του αιτήματος. Τα όσα αποφασίσθηκαν και διαβιβάσθηκαν στον αιτητή δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν ίδιον έννομο αποτέλεσμα. Τα όσα αναφέρονται στην τελευταία παράγραφο της απόφασης δεν αποτελούν απόφαση επί του αιτήματος ή απόρριψη του. ΄Επεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να προσβληθεί
με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή και για το λόγο που έχει προωθήσει ο κ. Παπασάββας. ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση δυνάμει του Νόμου να εξετάσει την αίτηση εφόσον δεν είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις.
Επομένως η παράλειψη της διοίκησης να ενεργήσει και "η εκ της παραλείψεως τεκμαιρόμενη άρνηση δεν συνιστά εκτελεστή πράξη". Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιό πάνω, σελ. 243
:"α. Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας
Η αίτησις ακυρώσεως δύναται να ασκηθή ού μόνον κατά παρανόμου ρητής πράξεως της Διοικήσεως αλλά και κατά παραλείψεως, όπως αύτη προβή εις οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν: 122 (44), 127 (46).
Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι΄ αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις της διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας."
Αναφορικά με την εισήγηση του κ. Αγγελίδη σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή έπρεπε να παραπέμψει το θέμα στην Αρμόδια Αρχή και να ζητήσει τις απόψεις της, καθώς έχει νομολογηθεί η Επιτροπή μπορούσε,
(α) είτε να διαβιβάσει την αίτηση στην Αρμοδία Αρχή και να της ζητήσει να
υποβάλει πρόταση σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις,
(β) είτε να πληροφορήσει τον αιτητή για την ακολουθητέα διαδικασία.
Η Επιτροπή έχει επιλέξει τη δεύτερη οδό. Η ενέργεια της αυτή βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Η Επιτροπή έχει, επομένως, ενεργήσει νόμιμα (Βλ.
Kyriacou v. C.B.C. and Another (1965) 3 C.L.R. 482, 495 και Vassiliades and Another v. District Officer Larnaca (1976) 3 C.L.R. 269).
Η έλλειψη εκτελεστότητας οδηγεί στην αποτυχία της προσφυγής η οποία απορρίπτεται με έξοδα £350.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.