ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 713
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 91/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Αρχής Λιμένων Κύπρου
Αι τητών
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Υπουργικού Συμβουλίου
Καθ΄ων η αίτηση
---------------
11 Αυγούστου 2000
Για τους αιτητές: Ν. Παπαευσταθίου με Γ. Σεραφείμ.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Δ. Καλλίγερος.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Στ. Μουσιούττα.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού Αμαθούντας υπέβαλε αίτηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για εκμίσθωση του Τεμ. αρ. 84 του Κ.Χ. Σχεδίου ΛΙΧ/2.2.Ι, 2.2.ΙΙ και 2.2.ΙΙΙ, σύμπλεγμα "Α" της ενορίας Αγ. Αντώνιος της Λεμεσού, έκτασης 392 τ.μ., προς ανέγερση αντλιοστασίου. Το ακίνητο, σύμφωνα με τα κτηματολογικά στοιχεία, αγοράστηκε από την Κυβέρνηση στις 10.6.53 και είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αριθμό εγγραφής 36477. Το θέμα εξετάστηκε από Υπουργική Επιτροπή, αρμόδια για θέματα διάθεσης κρατικής γης και το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του ημερομηνίας 10.11.94, υιοθέτησε την εισήγησή της1 και ενέκρινε την αίτηση. Με την παρούσα προσφυγή η Αρχή Λιμένων Κύπρου προσβάλει το κύρος της απόφασης.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι συζήτησαν σειρά θεμάτων, με προεξάρχοντα τα αναφερόμενα στο εμπρόθεσμο της προσφυγής και στην καθόλου νομιμοποίηση της Αρχής Λιμένων Κύπρου, ως Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου να στρέφεται κατά του ίδιου του Κράτους. Προέχει όμως η εξέταση της ένστασης σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Ειδικά, το κατά πόσο είναι δυνατό να επιλυθεί το θέμα που εγείρεται στο πλαίσιο της άσκησης αναθεωρη- τικού ελέγχου δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.
Οι αιτητές επιδιώκουν παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της απόφασης για ένα και μοναδικό λόγο. ΄Οπως υποστηρίζουν, η γη που αποφασίστηκε να εκμισθωθεί τους ανήκει κατά κυριότητα. Επικαλούνται τις ΚΔΠ 168/76 και 215/76 που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 16 του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973 (Ν. 38/73 όπως τροποποιήθηκε, δια των οποίων οι "λιμένες" τους "μεταβιβάστηκαν" και παραπέμπουν στη Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882. Η Αρχή Λιμένων Κύπρου, με αγωγή της, ζήτησε την έξωση του Ναυτικού Ομίλου και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε γη που της ανήκε και, στο πλαίσιο της επίλυσης της διαφοράς, διαπιστώθηκε πως το τεμάχιο, ενόψει των πιο πάνω και της ΚΔΠ 100/68, συνιστούσε μέρος του λιμενικού χώρου της Πάφου και ανήκε στην Αρχή Λιμένων. ΄Οπως ανακεφαλαιώνουν, λοιπόν, τη θέση τους οι αιτητές, η απόφαση για την εκμίσθωση πρέπει να ακυρωθεί ως ληφθείσα κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας και καθ΄υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας αφού παραβιάζει "τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα". Όπως εξηγούν περαιτέρω, "η προσβαλλόμενη αυτή ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση, ζήμιωσε και εξακολουθεί να ζημιώνει την αιτήτρια ως νόμιμη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου γιατί ακριβώς η συμπεριφορά αυτή, μεταξύ άλλων, προσβάλλει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της αιτήτριας να είναι η ιδιοκτήτρια, να κατέχει, να απολαμβάνει και να διαθέτει ελεύθερα ακίνητη ιδιοκτησία". Καταλογίζουν, συναφώς στο Υπουργικό Συμβούλιο παράλειψη δέουσας έρευνας προς εξακρίβωση της πραγματικότητας σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των λιμένων και, ειδικότερα, του συζητούμενου τεμαχίου.
Ο φάκελος δείχνει πως, παρά και τη γνώμη της νομικής υπηρεσίας ότι με τις πιο πάνω Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις οι "λιμένες" είχαν μεταβιβαστεί κατά κυριότητα στην Αρχή Λιμένων Κύπρου, προβαλλόταν και αντίθετη άποψη. Υποστηριζόταν πως δεν είχαν πληρωθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 16 του Ν. 38/93, πως δεν είχαν προσδιοριστεί οι χώροι στους οποίους αφορούσαν οι ΚΔΠ και πώς, εν πάση περιπτώσει, για την επίτευξη της μεταβίβασης της κυριότητας χρειαζόταν κτηματολογική εγγραφή, κατά τις διατάξεις του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, που ουδέποτε έγινε. ΄Οπως δε ευχερώς συνάγεται, η απόφαση για την εκμίσθωση ήταν το αποτέλεσμα της θεώρησης πως η γη στην οποία αφορούσε ανήκε κατά κυριότητα στη Δημοκρατία και όχι στην Αρχή Λιμένων Κύπρου.
Αυτήν ακριβώς τη θέση προβάλλουν και τώρα οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και, όπως εισηγούνται, η διαφορά που εκδηλώνετλαι ως προς το ποιός πράγματι είναι ο κύριος του χώρου, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Επικαλούνται τη Valanas v. Republic 3 RSCC 91, σύμφωνα με την οποία δικαιώματα αστικού δικαίου που αναφέρονται σε ακίνητη ιδιοκτησία κατά γενικό κανόνα είναι θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, όπως προτείνουν, είναι το ιδιωτικό δίκαιο που παρέχει σε κατ' ισχυρισμόν ιδιοκτήτες τα μέσα για προστασία από παράνομες επεμβάσεις από όπου και αν αυτές προέρχονται.
Θεωρώ εκδήλως ορθή τη θέση των καθ΄ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων. Βέβαια αποφάσεις διοικητικού οργάνου για εκμίσ-θωση ή γενικότερα παραχώρηση της χρήσης κρατικής γης μπορεί να εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και να υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο με προσφυγή από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, ως εκτελεστές δυνάμει του ΄Αρθρου 146. Δεν είναι όμως τέτοια περίπτωση που έχουμε εδώ και η επίκληση από τους αιτητές της νομολογίας προς την πιο πάνω κατεύθυνση, με έμφαση στην Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου (ανωτέρω), στην οποία εξηγήθηκαν τα κριτήρια διάκρισης, μεταθέτει το ουσιαστικό θέμα που εγείρεται σε λανθασμένο επίπεδο. Δεν επιδιώκεται εδώ ο έλεγχος της διοίκησης, από την άποψη της νομιμότητας της διοικητικής δράσης που πρόκρινε, υπό το πρίσμα των αρχών που τη διέπουν, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Τέτοια δράση προϋποθέτει αντικείμενο υποκείμενο σε ρύθμιση από διοικητικό όργανο, εν προκειμένω, ακίνητο που ανήκει ή που δύναται να διατεθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Εδώ δεν τίθεται με την προσφυγή κάποιο ζήτημα δημοσίου δικαίου που να αφορά στην απόφαση για την εκμίσθωση. Η διαφορά που εκδηλώνεται συνίσταται στο ποιός είναι πράγματι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου και αυτή μπορεί να επιλυθεί μόνο κατά το ιδιωτικό δίκαιο, ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου. Η ενδεχομένως λανθασμένη αντίληψη του Υπουργικού Συμβουλίου πως το ακίνητο ανήκει στη Δημοκρατία θα αφήσει έκθετο το ίδιο αλλά και τους τρίτους που ενεργούν στο πλαίσιο σύμβασης μαζί του, στα μέτρα άμυνας που παρέχει το ιδιωτικό δίκαιο σε επεμβάσεις που θίγουν περιουσιακά δικαιώματα. Δεν υπάρχει, με άλλα λόγια, ό,τι περιγράφουν ως "διοικητική διαφορά" ο Ε. Σπηλιωτόπουλος στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκδοση 1977, § 350 και ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 113 παράγραφος 138.
350.
"Ούτω ως "δ ι ο ι κ η τ ι κ ή δ ι α φ ο ρά " πρέπει να νοήται, κατά διάκρισιν από την "ιδιωτικήν διαφοράν", πάσα διατάραξις μιας εννόμου καταστάσεως, η οποία προκα-λείται εκ πράξεως ή παραλείψεως ενός οργάνου δημοσίου νομικού προσώπου ή ενός φυσικού προσώπου συνδεομένου με ένα δημόσιον νομικόν πρόσωπον και αφορά ή δημιουργεί σχέσιν διεπομένην υπό των κανόνων του διοικητικού δικαίου. Κατά συνέπειαν, στοιχεία της εννοίας της διοικητικής διαφοράς είναι: i) η διαταρασσομένη έννομος σχέσις ή η εκ της διαταράξεως δημιουργουμένη έννομος σχέσις να ρυθμίζεται υπό των κανόνων του διοικητικού δικαίου, ii) η διατάραξις να επέρχεται δια πράξεως ή παραλείψεως οργάνου ενός δημοσίου νομικού προσώπου ή φυσικού προσώπου συνδεομένου με ένα δημόσιον νομικόν πρόσωπον και χρησιμοποιουμένου υπ' αυτού δια την άσκησιν της δραστηριότητος αυτού και iii) να υπάρχη ανάγκη παροχής ενδίκου προστασίας δια την αποκατάστασιν της διαταραχθείσης εννόμου καταστάσεως."138.
"Θεμελιώδες κριτήριο επομένως της διακρίσεως της διοικητικής από την ιδιωτική διαφορά είναι, κατά τα ανωτέρω, η εφαρμογή των κανόνων του διοικητικού και γενικότερα του δημόσιου δικαίου, εν αντιθέσει προς τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Το κριτήριο είναι δηλαδή ουσιαστικό και όχι δικονομικό. Ο χαρακτηρισμός μιας διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικής γίνεται, όπως δέχεται πλέον και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, βάσει του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου και έχει συνέπειες (και όχι προϋποθέσεις) δικονομικού δικαίου. Διοικητική επομέ-νως δεν είναι μια διαφορά που αποφασίζεται από τα διοικητικά δικαστήρια, αλλά αντιστρόφως: στα διοικητικά δικαστήρια υπάγονται μόνο διοικητικές διαφορές".
Καταλήγω ότι το θέμα που εγείρεται, υπό το μανδύα της προσβολής διοικητικής απόφασης, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.