ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 59/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΛΟΙΖΟΥ, εκ Λεμεσού
Αι τητή
και
Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού
Καθ΄ων η αίτηση
--------------------
25 Αυγούστου 2000
Για τον αιτητή: Γ. Σεραφείμ.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Καλλιγέρου.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α.Σ. Αγγελίδη.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα προσφυγή που προσβάλει το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους (Ανδρέα Παναγή) στη θέση του Αρχιεπιστάτη του Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού, σχετίζεται με την υπ' αριθμό 605/97 προηγούμενη προσφυγή που είχε καταχωρηθεί από τον Ανδρέα Παναγή με την οποία προσέβαλε το διορισμό του Χριστάκη Λοϊζου (αιτητή στην παρούσα αίτηση) στην πιο πάνω θέση.
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, στην προσφυγή 605/97 στην οποία εξεταζόταν η πλήρωση της θέσης του Αρχιεπιστάτη για την οποία υπήρχε μόνο υποψηφιότητα του αιτητή Ανδρέα Παναγή και του ενδιαφερομένου προσώπου Χριστάκη Λοϊζου ηγέρθη θέμα κατά πόσο ο αιτητής κατείχε το προσόν του "Απολυτηρίου αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης" που ήταν ένα από τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης. Αποφασίστηκε η διεξαγωγή έρευνας και προς τούτο ζητήθηκαν οι απόψεις του Υπουργείου Παιδείας και της Πρεσβείας της Ελλάδος (αφού ο αιτητής Ανδρέας Παναγή είχε συμπληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ελλάδα). Επειδή η απάντηση από την Ελληνική Πρεσβεία καθυστερούσε, το Συμβούλιο προχώρησε στην προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Χριστάκη Λοΐζου αφού βασίστηκε μόνο στις πληροφορίες που δόθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου. Το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αφού έκρινε ότι εσφαλμένα το Συμβούλιο προχώρησε στο διορισμό χωρίς να περιμένει την ολοκλήρωση της έρευνας που το ίδιο είχε ζητήσει.
Το Συμβούλιο επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης και αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πτυχίο του ενδιαφερομένου μέρους Ανδρέα Παναγή ήταν ισοδύναμο με απολυτήριο Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, αποφάσισε την προαγωγή του στη θέση του Αρχιεπιστάτη αναδρομικά από την 1.7.97.
Με την παρούσα προσφυγή, το τότε ενδιαφερόμενο μέρος και τώρα αιτητής, ζητά την ακύρωση της προαγωγής του Ανδρέα Παναγή για διάφορους λόγους που συνοψίζονται,
1. Στην έλλειψη δέουσας έρευνας και πεπλανημένης ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας,
Στην έλλειψη αιτιολογίας,
3. Στην παραβίαση της αρχής του καλύτερου υποψηφίου και
4. Στην ύπαρξη προκατάληψης.
Αντίθετα, οι καθ΄ων η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος υποστηρίζουν ότι η σχετική απόφαση ήταν απόλυτα έγκυρη.
Επιπρόσθετο προσόν - Δεδικασμένο.
Προτού υπεισέλθω στην εξέταση των διαφόρων λόγων που προβλήθηκαν για την ακύρωση της πράξης θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ σε ένα σημείο που διέλαθε της προσοχής των δικηγόρων των διαδίκων και το οποίο μπορεί αυτεπάγγελτα να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Τούτο είναι το θέμα του δεδικασμένου. Στη σχετική απόφαση στην υπόθεση Ανδρέα Παναγή ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας (Αίτηση 605/97 ημερομηνίας 30.6.98) αναφορικά με το επιπρόσθετο προσόν αναφέρονται τα πιο κάτω:
H οριστική απάντηση του Υπουργείου δόθηκε με επιστολή ημερ. 1 Αυγούστου 1997. ΄Οταν ήταν ήδη αργά. Η αρχική αντίληψη ότι το πτυχίο του αιτητή τον καθιστούσε προσοντούχο αναδείχθηκε εν τέλει ορθή. Το Υπουργείο εξήγησε σχετικά ότι:
'1. Το πτυχίο που κατέχει ο κ. Αντρέας Παναγή, είναι ισοδύναμο με το Απολυτήριο Δημόσιας Πεντατάξιας Τεχνικής Σχολής της Κύπρου.
2. Οι Δημόσιες Πεντατάξιες Τεχνικές Σχολές της Κύπρου, θεωρούνται αναγνωρισμένες Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι όμως, των πιο πάνω σχολών δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα για σκοπούς περαιτέρω σπουδών, με τους απόφοιτους των Δημόσιων Εξατάξεων Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης."
Η πιο πάνω απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί και έτσι έχει καταστεί τελεσίδικη με αποτέλεσμα να αποτελεί δεδικασμένο αφού συνιστά εύρημα πάνω στην ουσία της διαφοράς. (΄Ιδε Παπαδάτου ν. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου
ΑΕ 1930 της 27.4.99. Το πιο πάνω εύρημα δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα εξέτασης.Προκατάληψη
΄Εχει υποβληθεί επιπρόσθετα εκ μέρους του αιτητή ότι στην ομάδα μειοψηφίας που διαφώνησε με την προαγωγή του Ανδρέα Παναγή και υποστήριξε την προαγωγή του Χρ. Λοίζου που κατά την άποψή τους υπερείχε του Ανδρέα Παναγή, συμπεριλαμβανόταν και ο Δ. Κοντίδης που φαίνεται από τα πρακτικά ότι είχε πεί ότι "η κρίση μου για τον Α. Παναγή στη συνέντευξη τότε ήταν περισσότερο συναισθηματική". Είναι η θέση του αιτητή ότι η πιο πάνω δήλωση αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε αντικειμενική κρίση εκ μέρους ενός τουλάχιστον μέρους της αρμόδιας αρχής αφού είχαν ληφθεί υπόψη παράγοντες που ήταν άσχετοι με την αμεροληψία και αντικειμενικότητα.
Το θέμα της αμεροληψίας και προκατάληψης εξετάστηκε στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 176 όπου τονίστηκε από το Δικαστή Νικολαΐδη ότι,
"Βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι τα όργανα που συμμετέχουν σε συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν με αμεροληψία. ΄Εχει επίσης λεχθεί ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Η προκατάληψη από ένα ή περισσότερα των προσώπων που συμμετέχουν στη λήψη απόφασης, ή που επηρεάζουν το αποτέλεσμα επί του οποίου βασίζεται η απόφαση, καθιστά την απόφαση τρωτή λόγω άδικης μεταχείρισης. Αν αποδειχθεί ότι ο αξιολογών λειτουργός είχε προσωπική έχθρα ή ότι κινήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, τότε αναλόγως των περιστάσεων, εξετάζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί προκατάληψη. (Soteriadou and Others v. The Republic (1983) 3 CLR 921, 944, 945). H σύνταξη μη ευνοϊκής εμπιστευτικής έκθεσης δεν θεωρήθηκε σαν από μόνη της ικανοποιητική απόδειξη έλλειψης αμεροληψίας. (Christou v. The Republic (1980) 3 CLR 437, 449). Εξ άλλου η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων μεταξύ προϊσταμένου και κατώτερου υπαλλήλου που προέρχονται από την εργασιακή τους σχέση και που πηγάζουν από την κακή εντύπωση που ο προϊστάμενος σχημάτισε για τις υπηρεσίες ή τη συμπεριφορά του υφισταμένου του, δεν μπορούν να θεμελιώσουν προκατάληψη."
Στην παρούσα περίπτωση σημειώνεται ότι το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Δ. Κοντίδης δεν είχε προβεί σε καμιά αναφορά στη τότε δοθείσα προφορική συνέντευξη και το θέμα δεν εξετάστηκε δικαστικά. Η μετέπειτα δήλωση εκ μέρους του μέλους ότι ενήργησε συναισθηματικά δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό για μεροληψία ή προκατάληψη. Εκτός όμως του γεγονότος ότι η δήλωση έγινε μετά την παρέλευση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να ενισχύει τη θέση ότι υπήρξε προκατάληψη σε βαθμό που να δικαιολογούσε την ακύρωση της προαγωγής.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
/ΜΣι.