ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 509/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Μεταξύ -
Ανδρέα Μολέσκη από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
-----------------------
Ημερομηνια:
31 Ιουλίου, 2000Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης
Για την καθής η αίτηση: Γ. Ερωτοκρίτου (κα), Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) να τον αποσπάσει, για περίοδο 2 ετών, από 22/6/98, στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων. Η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 12/6/98. Ακολούθησε, σε μερικές ημέρες, η κατάθεση της κρινόμενης προσφυγής.
Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Λειτουργού Απασχόλησης 2ης τάξης, Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων την 1/4/78. Αργότερα, αυτή μετονομάστηκε σε θέση Εργατικού Λειτουργού 1ης τάξης. Την 1/3/83 ο αιτητής είχε προαχθεί σε Ανώτερο Εργατικό Λειτουργό και στις 8/3/88 αποσπάστηκε για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου. Από 15/9/90 πήρε προαγωγή στη θέση Βοηθού Γραμματέα, Γραμματεία Υπουργικού Συμβουλίου.
Το Υπουργικό Συμβούλιο πήρε στις 31/3/98 την παρακάτω απόφαση που αφορούσε τον αιτητή:
"59. Το Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 47(1)(ε) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, αποφάσισε ως αρμόδια αρχή να κάμει σύσταση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για την απόσπαση του κ. Ανδρέα Μολέσκη, Βοηθού Γραμματέα Υπουργικού Συμβουλίου, στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από 11.5.1998, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων."
Με επιστολή, ημερ. 7/5/98, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών την προώθηση της διαδικασίας για την απόσπαση του αιτητή "ενόψει της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου". Στη συνέχεια στάληκε επιστολή προς την Ε.Δ.Υ., ημερ. 8/5/98, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία, ο Υπουργός Οικονομικών, συμφωνούσε με την απόσπαση του αιτητή και
"με βάση την παράγραφο (ε) του εδ. (1) του άρθρ. 47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 - 1996 και σύμφωνα με το εδ. (4) του άρθρ. 47 του ιδίου νόμου σας υποβάλλει το θέμα για προώθηση της διαδικασίας απόσπασης από 11/5/98".
Ο αιτητής αντέδρασε στη σκοπούμενη απόσπαση του με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 14/5/98 προς την Ε.Δ.Υ. Αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, κατά πόσο τα ειδικά καθήκοντα δε θα μπορούσαν να εκτελεσθούν από άλλους υπαλλήλους. Ταυτόχρονα ο δικηγόρος του απηύθυνε επιστολή, την ίδια ημέρα, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζητώντας να πληροφορηθεί "ποιά είναι η ανάγκη των ειδικών καθηκόντων που δεν μπορεί να εκπληρώσει άλλος υπάλληλος".
Στις 20/5/98 πραγματοποιήθηκε νέα συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου στην οποία έλαβαν μέρος, όπως φαίνεται από το πρακτικό, και οι Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αναφέρεται περαιτέρω σ' αυτό ότι "Το Συμβούλιο αποφάσισε να αναδιατυπώσει την Απόφαση με αρ. 47.597 και ημερ. 31/3/98, ως εξής":
"..................Το Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 47(1)(ε) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996, αποφάσισε ως αρμόδια αρχή να κάμει σύσταση στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για την απόσπαση του κ. Ανδρέα Μολέσκη, Βοηθού Γραμματέα Υπουργικού Συμβουλίου, στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, όπως τα έχει περιγράψει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και όπως περιλαμβάνονται στην επιστολή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερ. 20 Μαΐου, 1998."
Όπως πάλιν προκύπτει από το ίδιο πρακτικό, προηγήθηκε ενημέρωση από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος εξέθεσε λεπτομερειακά την κατάσταση που αντιμετώπιζε το Υπουργείο του αναφορικά με τα ογκούμενα προβλήματα που είχαν προκύψει και ήταν συνδεδεμένα με την εργοδότηση αλλοδαπών στην Κύπρο και την αδυναμία του υφιστάμενου προσωπικού να αντεπεξέλθει. Εισηγήθηκε δε ότι η καλύτερη λύση θα ήταν η ανάθεση της εργασίας αυτής "σε κατάλληλο πρόσωπο το οποίο να αποσπασθεί από άλλη Υπηρεσία". Και πρόσθεσε ότι το Υπουργείο θεωρεί τον αιτητή λόγω της θητείας του στο Τμήμα Εργασίας, της πείρας, των γνώσεων και των προσόντων του τον καταλληλότερο για εκτέλεση των καθηκόντων αυτών. Δοθέντος ότι η απομάκρυνση του από την οργανική του θέση, όπως ουσιαστικά βεβαίωσε ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, δε θα επηρέαζε τη λειτουργία της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου.
Στις 12/6/98 ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ενημέρωσε γραπτώς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ. για τη νεώτερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αντίγραφο της οποίας επισύναψε στην επιστολή του, με την οποία συμφώνησε και ο Υπουργός Οικονομικών. Με δεύτερη επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας διευκρινίστηκε ότι η προταθείσα απόσπαση ήταν για περίοδο 2 χρόνων Στο μεταξύ, ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου πληροφόρησε, με επιστολή ημερ. 5/6/98, τον Υπουργό Οικονομικών ότι η απόσπαση δε θα είχε επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της Γραμματείας του Συμβουλίου.
Την ίδια ημερομηνία (12/6/98), η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της, αφού αναφέρθηκε στα διάφορα στοιχεία της υπόθεσης, έλαβε την πιο κάτω απόφαση:
"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία που περιέχονται στη νέα σύσταση της αρμόδιας αρχής και στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 47.843 και ημερ. 20.5.98, καθώς και τις παραστάσεις του κ. Α.Σ. Αγγελίδη, έκρινε ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 47(1)(ε) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996 αναφορικά με την απόσπαση υπαλλήλων για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων και αποφάσισε να αποσπάσει από 22.6.98, για περίοδο δύο χρόνων, το ΜΟΛΕΣΚΗ Ανδρέα, Βοηθό Γραμματέα, Υπουργικό Συμβούλιο, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δυνάμει των προνοιών του εν λόγω άρθρου του Νόμου."
Ο δικηγόρος του αιτητή, στη γραπτή του αγόρευση, πρόταξε ισχυρισμούς και γεγονότα που έλαβαν χώρα στο διάστημα μεταξύ 1993 και 1994. Αφορούσαν κυρίως τα καθήκοντα που εκτελούσε ο αιτητής, τις προσπάθειες που έγιναν, κατά τους ισχυρισμούς του, για απομάκρυνση του, καθώς και νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν και είχαν τον ίδιο στόχο. Τα θέματα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο της προσφυγής του αιτητή με αρ. 856/94, η οποία απορρίφθηκε στις 29/12/95, λόγω εκπροθέσμου. Εν πάση περιπτώσει τα ζητήματα εκείνα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, με την οποία προσβάλλεται συγκεκριμένη πράξη απόσπασης του αιτητή. Γιαυτό και δε θα ασχοληθώ περαιτέρω με αυτά.
Ο κύριος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρ. 47(4) του νόμου. Παραθέτω τις σχετικές πρόνοιες του άρθρ. 47 για καλύτερη κατανόηση των επιχειρημάτων του αιτητή που ακολουθούν:
"47.-(1) Απόσπαση υπαλλήλου μπορεί να αποφασιστεί σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις -
.................................. .................................................< /P>
(ε) σε ειδικές περιπτώσεις όταν απαιτείται η εκτέ-
λεση ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σε
Υπουργείο, Τμήμα, Κλάδο ή Υπηρεσία.
.............................. .............................................
(4) Η απόσπαση αποφασίζεται από την Επιτροπή ύστερα από σύσταση της αρμόδιας αρχής και, όταν η απόσπαση συνεπάγεται απομάκρυνση του υπαλλήλου από ένα Υπουργείο ή Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία σε άλλο Υπουργείο ή Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία, το θέμα υποβάλλεται στην Επιτροπή από τον Υπουργό Οικονομικών μαζί με τις απόψεις του, όπως επίσης και με τις απόψεις των δύο αρμόδιων αρχών.
.................................. .................................................. ....
(6) Οι αποσπάσεις δυνάμει των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (1) θα είναι για χρονική περίοδο μέχρι δύο χρόνια και δε θα ανανεώνονται. Οι αποσπάσεις δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) θα είναι για χρονική περίοδο μέχρι δύο χρόνια και δε θα ανανεώνονται χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου."
Σε συντομία, είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι εδώ οι δυο αρμόδιες αρχές και ο Υπουργός Οικονομικών συνέπραξαν και συναποφάσισαν αντί να ασκήσουν ξεχωριστά τις αρμοδιότητες τους, όπως απαιτεί ο νόμος. Μάλιστα ο Υπουργός Οικονομικών δεν υπέβαλε στην Ε.Δ.Υ. δικές του ξεχωριστές απόψεις. Θα έπρεπε, κατά την εισήγηση του, η άποψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διατυπωθεί χωρίς να παρευρίσκονται κατά την κρίσιμη συνεδρία οι Υπουργοί Εργασίας και Οικονομικών, οι οποίοι είχαν άλλες ξεχωριστές αρμοδιότητες.
Μου φαίνεται ότι δεν έχει βάση ο ισχυρισμός. Η ουσία είναι ότι έπρεπε να υπάρχουν οι απόψεις και των τριών Υπουργείων που έχουν ανάμειξη στο θέμα, σύμφωνα με το νόμο. Είναι ορθό ότι η απόφαση για προώθηση της απόσπασης του αιτητή λήφθηκε σε κοινή συνεδρία. Αυτό όμως δεν έχει επηρεάσει το αποτέλεσμα, αφού διαμορφώθηκαν οι απόψεις τόσο του Υπουργού Οικονομικών όσο και των δυο αρμόδιων αρχών. Ούτε ευσταθεί πιστεύω το παράπονο ότι ο Υπουργός Εργασίας δεν μπορούσε να δώσει τις απόψεις του κατά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου μια και ο ίδιος είναι μέλος του με δικαίωμα να παρίσταται στις συνεδριάσεις και να εκφράζει την άποψη του σε κάθε συνεδρίαση. Η ενέργεια αυτή του Υπουργού δεν προσκρούει σε καμιά νομοθετική διάταξη ή αρχή δικαίου.
Είναι ακόμη αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν έδωσε τις δικές του θέσεις. Είναι αναντίρρητο (προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 12/6/98) ότι συμφώνησε με την απόσπαση του αιτητή. Η δήλωση αυτή εμπεριέχει και την άποψη του, έχοντας μάλιστα κατά νου ότι παρέστη στην κρίσιμη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου και ήταν πλήρως ενήμερος των όσων έλαβαν χώρα. Δεν είναι απαραίτητο, όπως φαίνεται να είναι η εισήγηση, ότι έπρεπε ρητά να είχε εκφράσει τη θέση του με διαφορετικό τρόπο, παρά δηλώνοντας τη συμφωνία του. Δεν είναι φορμαλιστικό το κριτήριο. Περαιτέρω, δε βρίσκω να υπήρχε επέμβαση πολιτικού οργάνου (Υπουργικού Συμβουλίου) στις αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομικών ως διοικητικού οργάνου, όπως πάλιν εισηγείται ο αιτητής. Το Υπουργικό Συμβούλιο ενήργησε στην προκείμενη περίπτωση
ως αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρ. 2 του νόμου.Ο επόμενος λόγος που επικαλείται ο αιτητής έχει ως συστατικό τοποθετήσεις που αφορούν την ίδια την απόφαση. Διατείνεται ότι ελλείπει συγκεκριμενοποιημένη αιτιολογία από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου
. ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να ικανοποιηθεί ότι πράγματι συνέτρεχε υπηρεσιακή ανάγκη για την απόσπαση ή ότι εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. ότι δεν έγινε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχαν άλλοι κατάλληλοι υπάλληλοι στους οποίους να ανατεθούν τα καθήκοντα αυτά. και ότι ο αιτητής δεν ήταν το πιο κατάλληλο πρόσωπο, αφού δεν καταπιάστηκε ποτέ με θέματα ξένων εργατών, είχε δε αποχωρήσει από το Υπουργείο Εργασίας από το 1988. Και πρόσθεσε, προφανώς για να καταδειχθεί ότι ήταν αχρείαστη και αδικαιολόγητη η επίδικη απόσπαση, ότι 6 ανώτεροι λειτουργοί του Τμήματος βρίσκονταν με απόσπαση κάπου αλλού.Αντίθετα με ότι ισχυρίζεται ο αιτητής, οι ανάγκες της υπηρεσίας συγκεκριμενοποιούνται με καθαρότητα στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ιδιαίτερα στις απόψεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των οποίων την ουσία σημειώσαμε και τις οποίες η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της. Η καταλληλότητα του αιτητή για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν ανάγεται στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, η οποία δεν ελέγχεται δικαστικά: Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ 85, 104 και Α.Ε. 2287 Νίκου Χρ. Παντελίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. ημερ. 31/3/99. Το κριτήριο είναι το ίδιο και για την εκτίμηση των αναγκών της υπηρεσίας:
Costas Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454, Matheou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 304, 307-308, Charalambos Elia v. Educational Service Committee (1974) 3 C.L.R. 73, 77.Aναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι 6 άλλοι υπάλληλοι του Τμήματος ήταν αποσπασμένοι σε άλλα καθήκοντα, υπονοώντας ότι η διοίκηση μπορούσε να επιλέξει ένα από αυτούς, ο αιτητής δεν προσκόμισε στοιχεία για να εξετάσουμε το ζήτημα στις σωστές του παραμέτρους. Όμως και να θεωρήσουμε ορθό τον ισχυρισμό αυτό, δεν εξυπακούεται αυτόματα ότι οποιοσδήποτε από αυτούς ήταν κατάλληλος για την εκτέλεση των καθηκόντων για τα οποία αποσπάστηκε ο αιτητής. Άλλωστε φαίνεται από το φάκελο αξιολογήσεων, ότι ο αιτητής εκτέλεσε επί σειρά ετών καθήκοντα σχετικά με την ανεργία, όπως και την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων σχετικών με την απασχόληση εργατικού δυναμικού, θέματα παρεμφερή με τους σκοπούς της απόσπασης του.
Το παράπονο του αιτητή ότι πρόκειται για πολιτική απόφαση και ότι διώχθηκε ουσιαστικά για τα πολιτικά του φρονήματα έμεινε ατεκμηρίωτο. Οι λόγοι που οδήγησαν στην απόσπαση του φαίνονται στην ίδια την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Λειτουργεί και εδώ το τεκμήριο της νομιμότητας που, με βάση τα στοιχεία, δεν καταρρίφθηκε. Ούτε βλέπω να έχει βάση ο ισχυρισμός του ότι ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είχε δικαίωμα να εκφέρει άποψη ότι, δηλαδή, δε θα επηρεαζόταν δυσμενώς το έργο του Υπουργικού Συμβουλίου με την απόσπαση του αιτητή. Ήταν φυσικό να διερευνηθεί και το θέμα αυτό. Ο Γραμματέας ήταν το αρμόδιο πρόσωπο να εκφέρει άποψη σύμφωνα με το άρθρ. 2(δ) του νόμου, το οποίο ορίζει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμόδια αρχή, ενεργεί, στην περίπτωση των υπαλλήλων της Γραμματείας του, μέσω του Γραμματέα.
Κατά τη γνώμη μου κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης έχει τεκμηριωθεί. Συνεπώς η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Σ. Νικήτας, Δ.
Κασ