ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 206/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Τάκη Γεωργιάδη, από τη Λάρνακα,
Αιτητή,
- και -
Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, από τη Λευκωσία,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
13 Ιουλίου, 2000
.Για τον αιτητή: κ. Ι. Τυπογράφος.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Κ. Στιβαρού για κ. Γ. Κακογιάννη.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής και κάποιος Γ. Τάσσου ήταν υποψήφιοι για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών Κλίμακα Α10, Γραφείο Περιφέρειας Λάρνακας - Αμμοχώστου της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής "η Αρχή"). Η Αρχή με απόφασή της ημερομηνίας 1.4.1991 προήγαγε τον Γ. Τάσσου. Ο αιτητής άσκησε προσφυγή η οποία απέτυχε και το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Αρχής. Ο αιτητής άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε στην ολότητά της την απόφαση της Αρχής. Βλ. Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ, ΑΕ 1589, ημερ. 18.6.1996.
Ο αιτητής την 1.8.1991 προάχθηκε από τη θέση Γραμματειακού Λειτουργού που κατείχε στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών - κλίμακα Α10, στο Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας - Κερύνειας - Μόρφου και ανέλαβε τα καθήκοντα της θέσης στις 2.10.1991. Στην εν λόγω θέση παρέμεινε μέχρι τις 30.4.1995 που αφυπηρέτησε
.Οταν ο αιτητής πήρε την προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών την 1.8.1991, εκκρεμούσε η εκδίκαση της προσφυγής (αρ. 485/91) που είχε καταχωρήσει εναντίον της απόφασης της Αρχής για την προαγωγή του Γ. Τάσσου στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών στο Γραφείο Περιφέρειας Λάρνακας Αμμοχώστου.
Μετά την έκδοση της απόφασης στην Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (ανωτέρω), η Αρχή σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 15.7.1997 επανεξέτασε το θέμα και αποφάσισε την προαγωγή του αιτητή αναδρομικά από 1.4.1991 στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών (Κλίμακα Α10) Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας.
Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 7.10.99, πληροφόρησε την Αρχή ότι αποδέχεται την προαγωγή και με άλλη επιστολή του ημερομηνίας 27.1.98 προς τον Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής, απαίτησε την καταβολή διαφόρων επιδομάτων καθώς και την τοποθέτησή του στη θέση Κλίμακα Α11+2. Το μέρος της επιστολής του αιτητή στο οποίο περιέχονται οι απαιτήσεις του παρατίθεται στη συνέχεια:
"1. (α) Επίδομα οδοιπορικό από Λάρνακα-Λευκωσία και τανάπαλι και όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.
(β) Επίδομα γεύματος για όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.
(γ) Υπερωριακές ώρες εργασίας για όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.
2. Θέση στην Κλίμακα Α11+2
Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων αρ. 9/94 αρ. Θέσεως 1.
Απώλεια ευκαιρίας ανέλιξης στην κλίμακα Α11+2 που υπό συνθήκες κράτους δικαίου ήμουν ο επικρατέστερος των υποψηφίων βάσει των παραδεδεγμένων κριτηρίων της Αρχής."
Ο Γραμματέας/Διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών της Αρχής με επιστολή του ημερομηνίας 25.8.98, απέστειλε στον αιτητή αντίγραφο γνωμάτευσης των νομικών συμβούλων της Αρχής με αντικείμενο το θέμα των απαιτήσεων του αιτητή. Πρόκειται για μακροσκελή γνωμάτευση η οποία καταλήγει στην εισήγηση για πληρωμή εύλογης αποζημίωσης στον αιτητή για κάλυψη των πραγματικών εξόδων μετακίνησης του από το χώρο της διαμονής του προς τον χώρο της εργασίας του γιατί, καθώς αναφέρεται στη γνωμάτευση, αν γινόταν από την αρχή η προαγωγή ο αιτητής δεν θα υφίστατο αυτά τα έξοδα. Καθόσον αφορά τις άλλες απαιτήσεις του αιτητή, προκύπτει από τη γνωμάτευση, πως δεν συστήνεται η ικανοποίησή τους. Το ποσό της εύλογης αποζημίωσης προς κάλυψη των εξόδων που είχε υποστεί ο αιτητής για τις μετακινήσεις του υπολογίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία της Αρχής στις £1506. Ο Βοηθός Διευθυντής Προσωπικού (Εργατικές Σχέσεις) της Αρχής στις 11.12.1998 πρότεινε προφορικά στον αιτητή την πληρωμή του πιο πάνω ποσού όμως, η πρόταση απορρίφθηκε από τον αιτητή.
Ο Διευθυντής Προσωπικού της Αρχής με επιστολή του ημερομηνίας 14.12.1998 πληροφόρησε τον αιτητή ότι το αίτημά του για καταβολή επιδομάτων και υπερωριακή αμοιβή δεν έγινε αποδεκτό.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
"α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 14.12.98 με την οποία απέρριψαν το αίτημα του αιτητή για καταβολή οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης, επιδόματος υπερωριακής αμοιβής και θέση στην Κλίμακα Α11+2, όπως σε
β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι παν παραληφθέν υπέρ του αιτητή δέον όπως διενεργηθεί."
Η Αρχή, κατ΄ επίκληση της
Mavrogenis v. Republic (1984) 3 CLR 1140, λέγει ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά καθαρή περίπτωση χρηματικής διαφοράς η οποία δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή. Πρόκειται, καθώς λέγουν, για απαίτηση η οποία ανάγεται σε οφειλή την ύπαρξη της οποίας η Αρχή αμφισβητεί και συνεπώς αρνείται να ικανοποιήσει.Ο αιτητής αντιτάσσει ότι η απαίτηση του για την καταβολή των τριών επιδομάτων δεν συνιστά χρηματική διαφορά και ότι με την προσφυγή επιδιώκεται η αναγνώριση δικαιώματος το οποίο απορρέει από τον καν. 42 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών
του 1986 (στο εξής "οι κανονισμοί") το οποίο δικαίωμα, η Αρχή, κατά παράβαση του πιο πάνω κανονισμού, αρνείται να του παραχωρήσει παρότι τούτο, πάγια παραχωρείται σε όλους τους υπαλλήλους της Αρχής.Η απαίτηση του αιτητή για καταβολή επιδόματος οδοιπορικών, επιδόματος γεύματος και επιδόματος υπερωριακής εργασίας αναφέρεται στη χρονική περίοδο από 2.10.1991 μέχρι 31.3.1995. Πρόκειται για τη χρονική περίοδο που ήταν πραγματικά τοποθετημένος στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών στα γραφεία της Αρχής στη Λευκωσία
και είχε ως τόπο διαμονής του τη Λάρνακα. Κατά την ίδια χρονική περίοδο ήταν πλασματικά τοποθετημένος στο Γραφείο της Λάρνακας λόγω της αναδρομικής προαγωγής.Ο καν. 32(1) των κανονισμών ορίζει ότι "αι απολαβαί υπαλλήλου περιλαμβάνουσι τον μισθόν αυτού και τα επιδόματα τα οποία αναφέρονται εν τοις παρούσι κανονισμοίς". Ο καν. 42 των κανονισμών προβλέπει ότι "Εις τους υπαλλήλους θα καταβάλλονται τα εν τω Τρίτω Πίνακι αναφερόμενα επιδόματα".
Τα τρία επιδόματα στα οποία αναφέρεται η απαίτηση του αιτητή περιλαμβάνονται στον Τρίτο Πίνακα των κανονισμών και για την καταβολή τους είναι αυτονόητο ότι πρέπει να συντρέχουν για το κάθε ένα από αυτά οι προβλεπόμενες από τους κανονισμούς προϋποθέσεις.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι κάθε υπάλληλος της Αρχής έχει κατ΄ αρχήν δικαίωμα απαίτησης καταβολής επιδόματος από την Αρχή εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κανονισμοί.
Στην προκείμενη περίπτωση το υπό εξέταση θέμα έχει δύο όψεις. Η πρώτη όψη άπτεται του εν ευρεία εννοία δικαιώματος του αιτητή για διεκδίκηση επιδομάτων η χορήγηση των οποίων προβλέπεται από τους κανονισμούς ως μέτρου δυναμικής αποκατάστασης λόγω της αναδρομικής προαγωγής. Η δεύτερη όψη άπτεται του υπό στενή έννοια δικαιώματος του αιτητή για καταβολή των συγκεκριμένων τριών επιδομάτων στα οποία αναφέρεται η απαίτησή του όπου το δικαίωμα συναρτάται με το κατά πόσο πληρούνται οι προβλεπόμενες από τους κανονισμούς προϋποθέσεις δηλαδή, το κατά πόσο υπάρχουν πραγματικά στοιχεία που όντως δικαιολογούν την καταβολή του ενός ή του άλλου επιδόματος.
Στις περιπτώσεις ακύρωσης πράξεων που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλων, όπως είναι η παρούσα, απαιτείται δυναμική και καθολική αποκατάσταση. Στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της Διοικήσεως" 1988 σελ. 267 αναφέρεται:
"Ητοι, απαιτούνται όχι μόνον πράξεις αι οποίαι αποβλέπουν εις την εξάλειψιν των εννόμων συνεπειών της ακυρωθείσης καθ΄ ον χρόνον ίσχυσεν και την επαναφοράν των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν (στατική αποκατάστασις), αλλά και πράξεις αι οποίαι αποβλέπουν εις την δημιουργίαν νέας εννόμου καταστάσεως, η οποία θα ήτο εάν δεν είχε λάβει χώραν η ακυρωθείσα (δυναμική αποκατάστασις).
Η δυναμική αυτή αποκατάστασις απαιτείται επί ακυρώσεως πράξεων αναφερομένων εις την υπηρεσιακήν κατάστασιν των δημοσίων υπαλλήλων."
............ Ειδικότερον η οφειλομένη αποκατάστασις εκ της δικαστικής ακυρώσεως περιλαμβάνει τόσον την αποκατάστασιν ως προς την εξέλιξιν της υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων, όσον και την αποκατάστασιν ως προς τας χρηματικάς απαιτήσεις, αι οποίαι είναι συνδεδεμέναι με την υπηρεσιακήν των κατάστασιν."
Στο ίδιο σύγγραμμα στη σελίδα 278 αναφέρεται:
"Ως προς τας απαιτήσεις εξ αποδοχών του εν ενεργεία υπαλλήλου κατά της διοικήσεως γίνεται αποδεκτόν ότι εις την έννοιαν της καθολικής αποκαταστάσεως περιέχεται κατ΄ εξαίρεσιν και η αξίωσις περί απολείψεως μισθών, αναδρομικών αποδοχών, αμοιβών, επιδομάτων και άλλων χρηματικών οφελημάτων, εφόσον η τοιαύτη αίτησις έχει επιπτώσεις επί
της όλης υπηρεσιακής καταστάσεως του δημοσίου υπαλλήλου. Και τούτο διότι η υπηρεσιακή κατάστασις του υπαλλήλου είναι συνδεδεμένη με την όλη ευρυθμία της λειτουργίας και καταστάσεως των δημοσίων υπηρεσιών, η δε θεωρία και η νομολογία ακριβώς διά τον λόγον αυτόν είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη και εξαιρετικώς προστατευτικαί οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων εν ενεργεία υπαλλήλου...........Συνεπώς η άρνησις της διοικήσεως προς ικανοποίησιν των εν λόγω χρηματικών απαιτήσεων, αφ΄ενός μεν προσβάλλεται παραδεκτώς δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως αφ΄ ετέρου δε συνιστά παραβίασιν δεδικασμένου."
Στην Ειρήνη Πατσαλοσαββή-Λεοντίου ν. Δημοκρατίας κα, ΑΕ 1722, ημερ. 27.2.1997 ειπώθηκαν τα εξής: (Νικολάου, Δ)
"Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Η οποία βέβαια, από τη φύση της, δεν διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά νόμο νοητικά. Η σημασία της όμως έγκειται στα παράγωγα της. Η αναγνώριση των οποίων ως προκυψάντων δικαιωμάτων εξηγεί και δικαιολογεί την αναδρομικότητα εφόσον βέβαια δεν προσβάλλεται η νομιμότητα της. Σε ό,τι αφορά δε αυτά τα παράγωγα δεν χωρεί διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την εκ των υστέρων διαφορική θεώρηση αποτελεσμάτων.
Εν προκειμένω ό,τι θα εδικαιούτο η εφεσείουσα αν κατείχε τη θέση κατά τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται η αναδρομή, το δικαιούται και τώρα. Η έννοια της "αποζημίωσης" στην οποία αναφέρεται ο Κανονισμός 14(2) και την οποία υπογράμμισε ο συνήγορος των εφεσίβλητων ως συναρτημένη με την πραγματικότητα της καθαυτό ύπαρξης εκ της οποίας να απορρέουν τα όσα σκοπούσε η αποζημίωση να αντισταθμίσει, παραγνωρίζει τον σκοπό της αναδρομικότητας που δεν είναι άλλος από την παραγωγή αποτελεσμάτων με οντότητα εξ υπαρχής και διατρέχουσα προς το παρόν. Η διεκδικηθείσα επιχορήγηση αποτελούσε μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού και ως εκ τούτου αναπόφευκτο παράγωγο της. Το οποίο μάλιστα, καθώς ορθά επεσήμανε ο συνήγορος της εφεσείουσας με αναφορά προς τη νομολογία, αποτελούσε αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. Α.Ε. 1677 ημερ. 17 Δεκεμβρίου 1996. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η εφεσείουσα εδικαιούτο στην καταβολή της προβλεπόμενης επιχορήγησης από τις 8 Νοεμβρίου 1985."
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Αρχή, στα πλαίσια της υποχρέωσης της για δυναμική καθολική αποκατάσταση του αιτητή, είχε καθήκον να διαπιστώσει κατά πόσο κάποια δικαιώματα, παράγωγα της νέας δημιουργηθείσας κατάστασης έχρηζαν ικανοποίησης. Η Αρχή αναγνώρισε ότι υπήρχε μισθοδοτικό
δικαίωμα το οποίο και ικανοποίησε. Οταν όμως ο αιτητής διεκδίκησε δικαίωμα απόληψης δικαιωμάτων η Αρχή θεώρησε ότι η διεκδικήσεις του συνιστούν αστική διαφορά, άσχετη με την υποχρέωσή της για διοικητική εξέταση του θέματος με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Η Αρχή δεν έστρεψε καθόλου την προσοχή της στο ότι οι διεκδικήσεις του αιτητή αφορούσαν δικαιώματα παράγωγα της νέας δημιουργηθείσας κατάστασης που δυνητικά θα μπορούσαν να τύχουν αναγνώρισης και ενδεχομένως ικανοποίησης.Χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο η Αρχή προσέγγισε το θέμα είναι το πιο κάτω μικρό απόσπασμα από την εκτενή γνωμάτευση που η Αρχή πήρε από τους νομικούς της συμβούλους και ακολούθησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
"5. Σύμφωνα και με βάση τα πιο πάνω η διαφορά του μισθού πρέπει να δοθεί και αντιλαμβανόμαστε ότι έχει ήδη καταβληθεί. Οι υπόλοιπες όμως απαιτήσεις των πιο πάνω υπαλλήλων (υπερωριακή αμοιβή, οδοιπορικό επίδομα, επίδομα γεύματος) είναι αποδοχές που δεν υπάγονται στην έννοια των απολαβών αλλά έχουν
Η Αρχή, ενόψει του τρόπου με τον οποίο προσέγγισε το συγκεκριμένο θέμα, δεν προχώρησε στη διεξαγωγή έρευνας για τον εντοπισμό στοιχείων που ενδεχομένως θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν είτε το βάσιμο των διεκδικήσεων του αιτητή ή τη αιτιολόγηση ς απόφασης για την απόρριψή τους. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί το νόμο και χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
FONT>Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.