ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1076/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Ανδρέα Σωκράτους, από τη Λεμεσό,
FONT>Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διοικητή 8ου Συντάγματος Πεζικού Εθνικής Φρουράς,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
31 Ιουλίου 2000
Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση του Διοικητή του 8ου Συντάγματος Πεζικού της Εθνικής Φρουράς, ημερ. 10 Αυγούστου 1998, με την οποία έκρινε τον αιτητή ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος, με επακόλουθο την επιβολή τιμωρίας. Καταλογίστηκε στον αιτητή ότι την 7 Ιουλίου 1998, ως Διοικητής της 803 Διμοιρίας Διανομών, δεν έλαβε τα ενδεικνυόμενα και προβλεπόμενα από τις διαταγές μέτρα για τη μη επιβίβαση προσωπικού στο πήγμα οχήματος μαζί με υλικά.
Οι περιστάσεις από τις οποίες προέκυψε το θέμα ήταν οι ακόλουθες. Ο αιτητής, μόνιμος αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας, με το βαθμό Ανθυπολοχαγού στο Σώμα Εφοδιασμού-Μεταφορών, ανέλαβε ως διοικητής της 803 ΔΔ τη μεταφορά υλικού από το ΚΕΝ Πάφου σε νέο στρατόπεδο στην Κισσόνεργα, στο πλαίσιο μεταστάθμευσης που άρχισε την 1 Ιουνίου 1998, κατόπιν σχετικής διαταγής του 8ου Συντάγματος Πεζικού στο οποίο η μονάδα του υπάγεται. Στις 7 Ιουλίου 1998, διαρκούντος αυτού του έργου, διέταξε τη διενέργεια δρομολογίου για τη μεταφορά πετρελαίου σε βαρέλια. Επειδή η μονάδα διέθετε ως μόνο όχημα το φορτηγό στο οποίο θα φορτώνονταν τα βαρέλια και στο οποίο καθίσματα υπήρχαν για μόνο οδηγό και συνοδηγό, ενώ για τη μεταφορά χρειάζονταν περισσότεροι άντρες, διευθετήθηκε ώστε άλλοι πέντε να μεταβούν με το ιδιωτικό όχημα του ενός. Μετά τη συμπλήρωση του πρώτου δρομολογίου διατάχθηκε και δεύτερο το οποίο, σε αντιστοιχία με τις ανάγκες, έγινε με λιγότερους άνδρες - μόνο δύο επιπλέον αντί πέντε - ενώ στους υπόλοιπους τρεις, ένας από τους οποίους ήταν και εκείνος που είχε διαθέσει το ιδιωτικό του όχημα, ανατέθηκαν άλλα καθήκοντα στη μονάδα. Οι δύο επιπλέον άντρες, που θα βοηθούσαν στο δεύτερο δρομολόγιο τον οδηγό και συνοδηγό του φορτηγού, δεν μετέβησαν αυτή τη φορά με ιδιωτικό όχημα αλλά μέσα στο πήγμα του φορτηγού μαζί με το φορτίο. Ενώ επέστρεφαν στο στρατόπεδο, ο ένας από τους δύο στο πήγμα του οχήματος έπεσε και τραυματίστηκε θανάσιμα.
Διερεύνησε την υπόθεση το Τμήμα Τροχαίας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου, από τη δική της σκοπιά. Παράλληλα ο Διοικητής της ΙΙΙ Ταξιαρχίας Πεζικού, στην οποία υπάγεται το 8ο Σύνταγμα Πεζικού, διέταξε αμέσως ευρύτερη ανάκριση η οποία να περιλάμβανε και το ενδεχόμενο πειθαρχικής ευθύνης και όρισε ως ανακριτή τον Ταξίαρχο Περικλή Τάνο.
Η αστυνομία κατέληξε ότι δεν εδικαιολογείτο η ποινική δίωξη οποιουδήποτε. Ενώ ο στρατιωτικός ανακριτής εισηγήθηκε, με έκθεση ημερ. 14 Ιουλίου 1998, όπως:
"Ο Ανθλγός (ΕΜ) Σωκράτους Ανδρέας, Δκτής της 803 ΔΔ, ανεξάρτητα αν από υπερβολικό ζήλο προς την υπηρεσία και προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή του με το λίγο προσωπικό και το μοναδικό όχημα που διέθετε η Δρια του, ελεγχθεί πειθαρχικά διότι δεν έλαβε όλα τα ενδεικνυόμενα και προβλεπόμενα από τις διαταγές μέτρα, για την μη επιβίβαση προσωπικού στο πήγμα του οχήματος μαζί με υλικά."
Κατ΄ ακολουθίαν, με έγγραφο ημερ. 22 Ιουλίου 1998 το οποίο απευθυνόταν προς τη Διεύθυνση Δικαστικού του ΓΕΕΦ, προς την οποία στάληκε και ο φάκελος ανάκρισης, ο Διοικητής της ΙΙΙ Ταξιαρχίας Πεζικού υπέδειξε όπως ο αιτητής ελεγχθεί πειθαρχικά. Παραθέτω το σχετικό μέρος το οποίο έπεται μιας συνοπτικής αναφοράς στο ατύχημα:
"3. Το 8ο Σ.Π. προς το οποίο κοινοποιείται το σχετικό να καλέσει σε Διοικητική απολογία τον Ανθλγό (ΕΜ) Σωκράτους Ανδρέα του Χαράλαμπου, ΑΜ 2785, Δκτη της 803 ΔΔ, γιατί δεν έλαβε τα ενδεικνυόμενα και προβλεπόμενα από τις διαταγές μέτρα, για την μη επιβίβαση προσωπικού στο πήγμα του οχήματος μαζί με υλικά."
Όπως αναφέρεται στο ανωτέρω απόσπασμα, το έγγραφο - το "σχετικό" καθώς περιγράφεται - κοινοποιήθηκε στο 8ο Σ.Π. Αλλά δεν φαίνεται από οπουδήποτε ότι διατέθηκε στο 8ο Σ.Π. και ο φάκελος της ανάκρισης.
Ο Διοικητής του 8ου Σ.Π. στο οποίο υπαγόταν η Μονάδα του αιτητή συμμορφώθηκε προς την υπόδειξη του Διοικητή της Ταξιαρχίας. Επέδοσε στον αιτητή το εξής κατηγορητήριο ημερ. 29 Ιουλίου 1998:
"1. Εγκαλείσαι
Διότι την 07 Ιουλ 98 ως Δκτής της 803 ΔΔ δεν έλαβες τα ενδεικνυόμενα και προβλεπόμενα από τις διαταγές μέτρα για τη μη επιβίβαση προσωπικού στο πήγμα του οχήματος μαζί με υλικά.
2. Σχετική απολογία σας να υποβληθεί στο Σύνταγμα μέχρι 5 Αυγ 98,"
Ο αιτητής, με την απολογία του, δεν παραδέχθηκε οποιαδήποτε ευθύνη.
Λήφθηκε εν συνεχεία η προσβαλλόμενη απόφαση, πρακτικό για την οποία δεν υπάρχει άλλο από το κείμενο του ακόλουθου εγγράφου, ημερ. 10 Αυγούστου 1998, που ο Διοικητής του 8ου Συντάγματος απέστειλε στην ΙΙΙ Ταξιαρχία Πεζικού, με διάφορες κοινοποιήσεις:
"ΘΕΜΑ: Πειθαρχικές Ποινές Αξκών
ΣΧΕΤ: Φ453/ΙΙΙ/2309/Σ.503/22-7-98/ΙΙΙ ΤΑΞ ΠΖ/1οΕΓ
1. Αφού έλαβα υπόψη το σχετικό τον Ανθλγο (ΕΜ)
Σωκράτους Ανδρέα του Χαραλάμπους ΑΜ 2785, Δκτή 803 ΔΔ
Τ ι μ ω ρ ώ
με 4ημερη κράτηση διότι την 07 Ιουλ. 98 δεν έλαβε τα ενδεικνυόμενα και προβλεπόμενα από τις διαταγές μέτρα με αποτελέσματα να επιβιβασθεί προσωπικό στο πήγμα του οχήματος μαζί με υλικά.
2. Έκτιση της ποινής στο σπίτι του.
3. Η παρούσα να κοινοποιηθεί σε όλους τους Αξκούς αρχαιότερους από αυτόν και να αναπτυχθούν σ΄ αυτούς οι σοβαρές παρεπόμενες συνέπειες τέτοιων ενεργειών."
Σύμφωνα με τον Καν. 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Δ.Π. 554/64 όπως τροποποιήθηκε):
"6. - (1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:
.................................. .................................................. .....................
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:
.................................. .................................................. ...................."
Ο αιτητής παραπονείται ότι στην προκείμενη περίπτωση το θέμα δεν αφέθηκε στα χέρια του διοικούντος αξιωματικού αφού τη διερεύνηση την ανέλαβε εξ αρχής η Ταξιαρχία η οποία διόρισε δικό της ανακριτή και εν συνεχεία υπέδειξε στον διοικούντα αξιωματικό να προσάψει πειθαρχική κατηγορία χωρίς ο ίδιος να είχε προβεί σε διερεύνηση και χωρίς να φαίνεται ότι του είχε διατεθεί ο φάκελος ανάκρισης, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι υιοθέτησε το περιεχόμενο.
Επισημαίνω κατ΄ αρχάς ότι οι περιστάσεις μπορεί να δικαιολογούν ευρύτερη έρευνα από εκείνη που χρειάζεται για τους σκοπούς του Καν. 6. Οπότε μπορεί να την αναλάβει η ιεραρχία σε υψηλότερο επίπεδο. Αυτό όμως δεν αναιρεί τη διαδικασία η οποία προβλέπεται στον Καν. 6 και η οποία διατηρεί την αυτοτέλεια της, λαμβανομένου ταυτόχρονα υπόψη ότι ο διοικών αξιωματικός θα έχει εν τέλει το ωφέλημα των στοιχείων που προκύπτουν από τη γενικότερη έρευνα και μπορεί να ενεργήσει ανάλογα. Τέτοιου είδους ζήτημα εξέτασα και στην
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 736/97, ημερ. 31 Δεκεμβρίου 1998, όπου ανέφερα, σχετικά τα εξής:"Σημειώνω κατ΄ αρχάς ότι η ανάκριση την οποία διέταξε το 12ο Σύνταγμα δεν στρεφόταν συγκεκριμένα κατά του αιτητή για ισχυριζόμενη διάπραξη παραπτώματος. Η ανάκριση απέβλεπε στην "εξακρίβωση συνθηκών και των αιτιών κάτω από τις οποίες κατά την καταμέτρηση ..... διαπιστώθηκαν ελλείμματα από την Επιτροπή Καταμέτρησης". Στόχος βέβαια ήταν ο εντοπισμός στοιχείων που να έδειχναν πού βρισκόταν η ευθύνη. Ήταν όμως ανάκριση γενική. Το ότι ο αιτητής, ως εκ της θέσης του, βρισκόταν στο επίκεντρο της ανάκρισης δεν αλλοίωνε το γενικό χαρακτήρα της ανάκρισης. Μου φαίνεται λοιπόν ότι δεν επρόκειτο για ανάκριση για τους σκοπούς του Καν. 6(3). Δεν υπήρξε λοιπόν ανάληψη από το 12ο Σύνταγμα της εξουσίας, την αρμοδιότητα για την άσκηση της οποίας είχε ο διοικών αξιωματικός, ήτοι, ο διοικητής του 631 Τ.Π.
Ο Καν. 6 τέθηκε σε λειτουργία μετά που το 12ο Σύνταγμα ανέφερε στο διοικούντα αξιωματικό του 631 Τ.Π., προφανώς βάσει της παραγράφου (1) του Καν. 6, το αποτέλεσμα της ανάκρισης. Οπότε ο διοικών αξιωματικός επιλήφθηκε της υπόθεσης βάσει της παραγράφου (2) του Κανονισμού. Η απόδοση στον αιτητή εκ πρώτης όψεως ευθύνης ήταν εύλογη."
Εδώ όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν πρόκειται για περίπτωση όπου απλώς διατέθηκαν στο διοικούντα αξιωματικό τα προκύψαντα στοιχεία ώστε, υπό το φως τους, να προχωρήσει αυτός ανεπηρεάστος στα περαιτέρω. Όπως ήδη ανέφερα, φαίνεται πως αυτός ενήργησε με βάση την υπόδειξη της Ταξιαρχίας όπως διατυπωνόταν στο έγγραφο το "σχετικό" το οποίο του κοινοποιήθηκε. Επομένως, ενώ διεξήχθη από την Ταξιαρχία ευρεία έρευνα η οποία κάλυπτε και το ζήτημα για τον αιτητή, εν τούτοις, αφού ο διοικών αξιωματικός δεν φαίνεται να έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση με αναφορά σε δική του γνώση ως προς τα όσα υποτίθεται ότι τη συνέθεταν, η απόφαση στερείτο πραγματικού ερείσματος. Κατ΄ επέκταση το ίδιο, καθώς είναι άλλωστε προφανές από το κείμενο το οποίο παρέθεσα, στερείται η απόφαση και οποιασδήποτε αιτιολογίας. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι παρόμοια ή ανάλογη ήταν και η διοικητική απόφαση περί διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος, με την οποία ασχολήθηκε η Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Κυριάκου, Α.Ε. 1907, ημερ. 5 Μαρτίου 1998 και την οποία έκρινε αιτιολογημένη. Δεν συμμερίζομαι την άποψη περί ομοιότητος ή αναλογίας εκείνης της περίπτωσης με την παρούσα. Εκεί, όπως υπέδειξε η Ολομέλεια, αποκαλύπτετο όντως στο πρακτικό σαφής και πλήρης αιτιολογία: η αιτιολογία βρισκόταν στη δεύτερη πρόταση και εξηγούσε το εύρημα για ενοχή στο πειθαρχικό αδίκημα το οποίο εκτίθετο στην πρώτη. Να προσθέσω μόνο ότι ακόμη και αν ο διοικών αξιωματικός είχε το φάκελο ανάκρισης, το περιεχόμενο του φακέλου δεν οδηγούσε αναπόφευκτα σε μόνο μια κατεύθυνση. Ως εκ τούτου θα χρειαζόταν αξιολόγηση
για τη διατύπωση ευρημάτων. Δεν θα ήταν λοιπόν δυνατό να αναζητηθεί η αιτιολογία στο περιεχόμενο του φακέλου.Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ