ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 598/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κίκη Ονουφρίου
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
15 Ιουνίου 2000
Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής των έξι Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού η οποία έγινε από την ΕΔΥ με απόφαση της ημερομηνίας 1.2.1999. Είχε προηγηθεί απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 2037, ημερομηνίας 20.11.1998, με την οποία ακυρώθηκε προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή των εν λόγω Ενδιαφερομένων Μερών. Κατά την επανεξέταση, και εφ΄όσον ο λόγος της ακυρωτικής απόφασης αφορούσε τη σύσταση του Διευθυντή, η ΕΔΥ αποφάσισε ότι το θέμα δεν θα παραπέμπετο εξ αρχής στη Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά η επανεξέταση θα έπρεπε να γίνει από το στάδιο που ακολουθούσε εκείνο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με υποψήφιους τους 15 που είχαν κριθεί ως προσοντούχοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και να καλέσει το Διευθυντή να προβεί σε νέα σύσταση. Στη συνέχεια, κατά την εν λόγω συνεδρία, προσήλθε ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών (εφ΄όσον ο νυν Διευθυντής του Τμήματος ήταν ένας από τους αρχικούς υποψηφίους), στον οποίο είχαν τεθεί οι φάκελοι των υποψηφίων. Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, αναφέροντας ότι η σύσταση του αφορούσε τον ουσιώδη χρόνο, δήλωσε ότι από τη μελέτη των ενώπιον του στοιχείων έκρινε
ως καταλληλότερους και σύστησε για προαγωγή τα έξι Ενδιαφερόμενα Μέρη. Η ΕΔΥ, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, προέβη ακολούθως στην αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και αφού έλαβε υπ΄όψη της τα στοιχεία των υποψηφίων που περιείχοντο στους φακέλους και τις συστάσεις του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Έκρινε δε ως υπερέχοντες των άλλων υποψηφίων και καταλληλότερους τα έξι Ενδιαφερόμενα Μέρη, με το ακόλουθο σκεπτικό:"Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι επιλεγέντες, όπως αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, βρίσκονται στα ίδια περίπου επίπεδα με τους ανθυποψηφίους τους σ΄ ό,τι αφορά την αξία (με εξαίρεση το έτος 1990, το οποίο η Επιτροπή προσεγγίζει με ιδιαίτερη επιφύλαξη καθότι ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε το νέο σύστημα αξιολόγησης), επιπλέον, δεν υστερούν σε προσόντα, υπερέχουν σε αρχαιότητα και έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτοί γενικά υπερέχουν και είναι οι καταλληλότεροι για να καταλάβουν τις υπό πλήρωση θέσεις."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή αναπτύσσει τρεις λόγους για τους οποίους εισηγείται ότι η απόφαση είναι τρωτή:
1. Αναρμοδιότητα του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή να προβεί στη σύσταση καθ΄όσον ούτε Προϊστάμενος Τμήματος ήταν ούτε μπορούσε να ενεργήσει ως Προϊστάμενος Τμήματος εφ΄όσον οι εν λόγω θέσεις υπάγοντο σε Τμήμα.
2. Έλλειψη αιτιολογίας της σύστασης του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, εφ΄όσον δεν επεξηγεί την προτίμηση του για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, τα δε στοιχεία των φακέλων δεν υποστήριζαν τη σύσταση του αλλά μάλλον παραγνώρισε το γεγονός ότι για τα τρία προηγούμενα χρόνια ο Αιτητής εκτελούσε τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης τα οποία του είχαν ανατεθεί από τον τότε Διευθυντή.
3. Έλλειψη δέουσας έρευνας από την ΕΔΥ ως προς τα στοιχεία των υποψηφίων και ακόλουθη έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Η εισήγηση συναρτάται και πάλι προς την ισχυριζόμενη παραγνώριση του γεγονότος ότι ο Αιτητής για τα τρία τελευταία χρόνια εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης, πράγμα που συνιστούσε πρόσθετη πείρα του σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Στον πρώτο λόγο δεν διαπιστώνω έρεισμα. Υιοθετώ και ακολουθώ την απόφαση του Καλλή, Δ., στην υπόθεση Ανδρέου κ.α. ν. Δημοκρατίας, 365/98 κ.α., 12.5.1999, η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από την οποία αποκαλύπτει και την αναλογία μεταξύ εκείνης και της προκειμένης υπόθεσης:
"Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι επειδή η επίδικη θέση αφορούσε υπάλληλο στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών δεν ήταν Προϊστάμενος, "εν τη εννοία του όρου όπως ερμηνεύεται στο άρ. 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/90) ("ο Νόμος") και δεν μπορούσε να κληθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. για να προβεί σε συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου.
Είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοιο λόγο ακύρωσης στην Τσίκκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 162/96/11.3.97 στην οποία έθεσα το θέμα ως εξής:
"Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κ.α. Α.Ε. 2157/21.6.96 αποφασίστηκε ότι όταν ο Νόμος εναποθέτει την άσκηση εξουσίας σε καθοριζόμενο αξιωματούχο η εκχώρησή της δεν επιτρέπεται εκτός και αν ο ίδιος ο νόμος ρητά το επιτρέπει. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Νόμος έχει εναποθέσει την άσκηση της σχετικής εξουσίας στο Διευθυντή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. Πρόσθετα ο Νόμος δεν επιτρέπει την εκχώρηση της σχετικής εξουσίας σε άλλο αξιωματούχο. Ωστόσο στην Στυλιανίδη (πιο πάνω) έχει νομολογηθεί πως η μοναδική περίπτωση που μπορεί να γίνουν οι συστάσεις από άλλο λειτουργό, εκτός από τον προϊστάμενο του Τμήματος, 'είναι όταν η θέση του Προϊστάμενου χηρεύει ή ο ίδιος απουσιάζει από τα καθήκοντά του λόγω ανυπέρβλητου αντικειμενικού κωλύματος και πάντοτε εφόσον ορίζεται λειτουργός που ασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου του Τμήματος'.
Στην κρινόμενη υπόθεση ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους έχει δεχθεί ότι 'Προϊστάμενος Τμήματος' ήταν ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. Ταυτόχρονα έχει προβάλει τον ισχυρισμό ότι 'κατά τον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της θέσης, η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος είχε χηρεύσει και δεν είχε πληρωθεί'. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει αντικρουσθεί από τον αιτητή. Παρέμεινε, επομένως, αναντίλεκτος.
Λαμβάνω υπόψη μου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος είχε χηρεύσει και δεν είχε πληρωθεί. Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου την πιο πάνω νομολογιακή αρχή σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου 1/90 (ορισμός του όρου 'Προϊστάμενος Τμήματος'). Επίσης λαμβάνω υπόψη μου ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας είναι ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου Υγείας, στο οποίο υπάγεται η επίδικη θέση. Κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου νομίμως μπορούσε να ήταν ο συστήνων κατά το άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90."
Με βάση την ορθή ερμηνεία του όρου "Προϊστάμενος Τμήματος" (βλ. ορισμό του από το άρθρο 2 του Νόμου) ο Προϊστάμενος Τμήματος στην κρινόμενη περίπτωση ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δηλαδή ο κάτοχος της υπό πλήρωση θέσης. Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών. Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στην Τσίκκος (πιο πάνω). Λαμβάνω υπόψη ότι - όπως και στην υπόθεση Τσίκκος - ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών είναι ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου Εσωτερικών στο οποίο υπάγεται το πιο πάνω Τμήμα. Θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών νομίμως μπορούσε να ήταν ο συστήνων κατά το άρθρο 34(9) του Νόμου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει."
Καθ΄όσον δεν αμφισβητείται ότι ο Διευθυντής του Τμήματος δεν μπορούσε να εκτελέσει το καθήκον του να προβεί σε σύσταση, μόνος αρμόδιος, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ήταν ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου.
Συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο για τη Δημοκρατία και όσον αφορά το δεύτερο λόγο. Το άρθρο 34(9), το οποίο εφαρμόζεται, δεν προβλέπει για αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή. Ο κ. Αγγελίδης δεν αμφισβητεί τούτο, εισηγείται όμως ότι ισχύει η αρχή ότι, όταν ο Διευθυντής παρέχει αιτιολογία για τη σύσταση του, αυτή υπόκειται στο
δικαστικό έλεγχο (ίδε την ίδια την ακυρωτική απόφαση Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2037, 20.11.1998). Στην προκειμένη περίπτωση, λέγει, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής παρείχε αιτιολογία αφού αναφέρει ότι θεωρεί τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως τους καταλληλότερους. Αυτό όμως δεν είναι αιτιολογία, παρά μόνο η ίδια η σύσταση, αφού η σύσταση για προαγωγή εκ προοιμίου και ταυτόσημα αναφέρεται στους θεωρούμενους ως καταλληλότερους υποψηφίους, εξ ου και συστήνονται.Απομένει ο τρίτος λόγος, η ουσία του οποίου έγκειται στο κατά πόσο τα στοιχεία των φακέλων ανατρέπουν το σκεπτικό της ΕΔΥ. Κατ΄αρχή, δεν είναι ορθό να λέγεται ότι η ΕΔΥ, όπως και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα και παραγνώρισε την τριετή υπηρεσία του Αιτητή στην επίδικη θέση. Η υπηρεσία αυτή ήταν ενώπιον της ως μέρος των στοιχείων του Αιτητή. Ούτε προκύπτει αντίθεση του σκεπτικού της ΕΔΥ προς τα στοιχεία των φακέλων που να συνιστούσε πλάνη. Η διαπίστωση της ότι οι επιλεγέντες "βρίσκονται στα ίδια περίπου επίπεδα με τους ανθυποψηφίους τους σ΄ότι αφορά την αξία", ελέγχεται ως ορθή, ούτε υπάρχει εισήγηση περί του αντιθέτου πλήν της αναφοράς στην εν λόγω υπηρεσία του Αιτητή η οποία ασφαλώς δεν ανέτρεπε τη γενική εικόνα. Το ίδιο ισχύει για τη διαπίστωση της ότι "δεν υστερούν σε προσόντα, υπερέχουν σε αρχαιότητα και έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας". Ούτε υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για την εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι του Αιτητή. Εφ΄όσον κατά τα λοιπά μπορούσε να λεχθεί ότι ήσαν περίπου ισοδύναμοι, κάθε άλλο παρά ανεπίτρεπτο ήταν να δοθεί σημασία στην αρχαιότητα όπως και στη σύσταση του Διευθυντή. Το θέμα καταλήγει πλέον ως θέμα έκδηλης υπεροχής του Αιτητή, που ασφαλώς δεν τεκμηριώνεται.
Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του Αιτητή.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π