ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 504/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Χρίστου Σαββίδη

Αιτητή

- και -

Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου

Καθ'ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14 Ιουνίου, 2000.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για το καθ΄ου η αίτηση: Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:-

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία περιέχεται σε επιστολή του καθ΄ου ημερομ. 2.4.98 και με την οποίαν απορρίφθηκε παράνομα και άκυρα το αίτημα του αιτητή να συνάδει ο διορισμός του στο ΕΤΕΚ με τα καθήκοντα και τη θέση που κατείχε το Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση να διορίσει τον αιτητή σε θέση με καθήκοντα ανάλογα της θέσης που κατείχε στο Συμβούλιο ως ο σχετικός νόμος προβλέπει, είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.".

Οι καθ΄ων η αίτηση (ΕΤΕΚ) αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκούν αρμοδιότητα και εξουσία δυνάμει των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμων του 1990 έως 1997 και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων κανονισμών.

Με το άρθρο 2 του Ν. 34(1)/97 δόθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο η εξουσία, με βάση το άρθρο 35 του βασικού νόμου:-

"(α) Να καταργήσει τις διατάξεις του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου

(β) Να μεταβιβάσει στο Επιμελητήριο τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του Συμβουλίου που καθιδρύθηκε με το άρθρο 3 του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου (που στο εξής στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως "το Συμβούλιο") και ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των πιο πάνω "το διορισμό, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου οποιουδήποτε μόνιμου υπαλλήλου του Συμβουλίου σε οργανική θέση στο Επιμελητήριο, με όσο το δυνατό ανάλογα καθήκοντα με τα καθήκοντα της θέσης την οποία κατείχε στο Συμβούλιο, πάνω σε προσωπική κλίμακα, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου υπηρεσίας του στο Συμβούλιο για σκοπούς καθορισμού της βαθμίδας της μισθολογικης κλίμακας στην οποία θα τοποθετηθεί, δεδομένου ότι οι απολαβές που θα λαμβάνει δεν θα είναι χαμηλότερες από εκείνες που λάμβανε στο Συμβούλιο και για την πρόσληψη πάνω σε έκτακτη βάση οποιουδήποτε υπαλλήλου ο οποίος υπηρετεί πάνω σε έκτακτη βάση στο Συμβούλιο για σκοπούς καθορισμού της αμοιβής του, δεδομένου ότι δεν θα είναι χαμηλότερη από εκείνη που λάμβανε στο Συμβούλιο ή για καταβολή αποζημίωσης, οποιοδήποτε από τα δύο επιλέξει ο υπάλληλος.".

Στις 27.6.97 δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα ΙΙΙ(Ι) της Επίσημης Εφημερίδας της Κυβέρνησης (σελίδα 1965) η Κ.Δ.Π. 183/97 δυνάμει του άρθρου 35 του περί Ε.Τ.Ε.Κ. Νόμου του 1990-1997. Σύμφωνα με τη γνωστοποίηση αυτή καταργήθηκαν οι διατάξεις του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου. Με το εδάφιο IV της παραγράφου (β) της γνωστοποίησης, οι καθ΄ων η αίτηση (ΕΤΕΚ) είχαν την εξουσία να προβαίνουν σε διορισμό οποιουδήποτε μόνιμου υπαλλήλου του καταργηθέντος Συμβουλίου σε οργανική θέση ή να καταβάλλουν σ΄ αυτόν αποζημίωση, ανάλογα με την περίπτωση που θα επιλέξει ο υπάλληλος.

Οι καθ΄ων η αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις της γνωστοποίησης στις 17/6/97 προέβηκαν στο διορισμό του αιτητή στην οργανική θέση γραφέα. Ο αιτητής αποδέχθηκε το διορισμό και ανέλαβε έκτοτε τα καθήκοντα του γραφέα και απολάμβανε το μισθό του στην κλίμακα Ε7, κλίμακα που κατείχε προηγουμένως και στο Συμβούλιο Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών.

Οκτώ σχεδόν μήνες αργότερα στις 16.2.98 ο αιτητής απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο του ΕΤΕΚ με την οποία διαμαρτύρετο ότι η θέση και τα καθήκοντα που του ανετέθησαν δεν συνάδουν προς τις πρόνοιες της γνωστοποίησης της 27.6.97. Πρόβαλλε δε τον ισχυρισμό ότι είχε αναλάβει και εκτελούσε τα καθήκοντα του προσωρινά.

Στην επιστολή αυτή απάντησε ο Πρόεδρος του ΕΤΕΚ με επιστολή του ημερ. 2.4.1998, η οποία έχει ως εξής:-

"Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 16/2/98, σε σχέση με το πιο πάνω θέμα και παρακαλώ σημειώστε τα ακόλουθα:-

1. Το Επιμελητήριο έχει προβεί στο διορισμό σας στην οργανική θέση του Γραφέα τοποθετώντας σας στην κλίμακα Ε7 (βαθμίδα 8) (308.95 Χ 12) από την ημέρα δημοσίευσης της Κ.Δ.Π. 183/97, δηλ. από 27/6/97 σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.

2. Το Επιμελητήριο διαπιστώνει ότι είχατε αποδεκτεί ανεπιφύλακτα τον πιο πάνω διορισμό και έκτοτε απασχοληθήκατε χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Είναι με έκπληξή μας που για πρώτη φορά μετά το διορισμό σας και την αποδοχή σας και μετά την πάροδο εννιά και πλέον μηνών, πληροφορούμαστε ότι δεν μπορείτε να αποδεκτείτε τη θέση και τα καθήκοντα που σας προσφέρθηκαν και που ασκείτε εδώ και αρκετό καιρό.

3. Με βάση τα πιο πάνω το Επιμελητήριο δεν μπορεί να αποδεκτεί οποιαδήποτε από τις θέσεις που προβάλλετε στην πιο πάνω επιστολή σας.".

Εναντίον του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής καταχωρήθηκε η προσφυγή με τα αιτήματα όπως αναφέρθησαν πιο πάνω.

Με τη γραπτή τους ένσταση οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν τέσσερις προδικαστικές ενστάσεις.

Με τις δύο πρώτες προδικαστικές ενστάσεις προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, αλλά είναι βεβαιωτική προηγούμενης εκτελεστής πράξης η οποία συνετελέσθη στις 27.6.97 με το νόμιμο διορισμό του αιτητή στη θέση γραφέα σύμφωνα με τη γνωστοποίηση (πιο πάνω) της ίδιας ημερομηνίας. Εάν δε αυτό είναι ορθό δεν είναι δυνατό να προσβληθεί η εκτελεστή πράξη της 27.6.97 λόγω της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών που ορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Με το πρώτο αίτημα της προσφυγής προσβάλλεται ευθέως η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 2.4.98. Με το δεύτερο αίτημα προσβάλλεται η άρνηση ή παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να τοποθετήσουν τον αιτητή σε θέση σύμφωνα με τη γνωστοποίηση.

Είναι καλά νομολογιακά καθιερωμένο ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Με βάση το Άρθρο αυτό μόνον εκτελεστές διοικητικές πράξεις είναι δυνατό να προσβληθούν.

Έχει λεχθεί επανηλειμμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που επάγει ευθέως με την εκτέλεσή της έννομες συνέπειες, δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα (Βλέπε: Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Demetriades & Co. Ltd. v. Limassol Municipality (1987) 3 CLR 125, Σπύρος Χρίστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Α.Ε. 2279, ημερ. 19.2.99).

Είναι η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση ότι η επιστολή της 2.4.98 αποτελεί επιβεβαίωση της προηγούμενης εκτελεστής πράξης, του διορισμού δηλαδή του αιτητή στη θέση γραφέα στην κλίμακα Ε7 από της 27.6.97. Πράγματι από την ημερομηνία αυτή του διορισμού του, χωρίς καμιά διαμαρτυρία, ο αιτητής εκτελούσε τα καθήκοντα που του ανατέθησαν και από τότε εισέπραττε τον σχετικό μηνιαίο μισθό στην κλίμακα Ε7. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πρόσληψη και τοποθέτηση στη θέση αυτή ήταν προσωρινή δεν ευσταθεί από τα στοιχεία που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Το βάρος της απόδειξης αυτού του ισχυρισμού το φέρει ο αιτητής ο οποίος δεν κατόρθωσε να το αποσείσει. Οι περαιτέρω ισχυρισμοί του αιτητή ότι έδωσε νέους λόγους και στοιχεία για αναθεώρηση της απόφασης που απαιτούσαν νέα έρευνα και έκδοση νέας εκτελεστής πράξης, δεν ευσταθούν. Κανένα λόγο ή στοιχείο, κατά τους ισχυρισμούς των καθ΄ων η αίτηση, δεν έχει δώσει το οποίο να μην ήταν γνωστό σ΄ αυτούς στις 27.6.97.

Συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις των καθ΄ων η αίτηση. Η μόνη εκτελεστή απόφαση ήταν εκείνη της 27.6.97. Έκτοτε ο αιτητής, ο οποίος αποδέχθηκε το διορισμό του, εκτελούσε τα καθήκοντα που του ανατέθησαν και ελάμβανε κάθε μήνα το μισθό του, χωρίς καμιά διαμαρτυρία. Με την επιστολή του ημερ. 16.2.98 ο αιτητής δεν έθεσε κανένα νέο στοιχείο που δεν ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση και ως εκ τούτου καμιά νέα έρευνα δεν έγινε. Τούτο εξάγεται αβίαστα και από το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής.

Η προδικαστική ένσταση, περί του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται δεκτή. Συνεπακόλουθα και το δεύτερο αίτημα της προσφυγής δεν μπορεί να ευσταθήσει. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τις άλλες προδικαστικές ενστάσεις ή την ουσία της προσφυγής.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο