ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 881/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Σπύρου Φυλακτή
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Οικονομικών
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
16 Μαΐου 2000
Για τον Αιτητή: κ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο και Σία.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Καλλίγερος, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής κ. Φυλακτής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 23.7.1998 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του για παροχή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
Το ιστορικό του πράγματος είναι διαφωτιστικό. Ο κ. Φυλακτής είχε υπηρετήσει στη Δημόσια Υπηρεσία για σχεδόν είκοσι έτη μέχρι το Μάιο 1979 οπότε και υπέβαλε οικειοθελώς παραίτηση στην ηλικία των 41 ετών. Σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, έτσι παραιτούμενος δεν δικαιούτο οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Το 1981 ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός)(Αρ. 2) Νόμος του 1981 τροποποίησε το βασικό νόμο εις τρόπον ώστε, δυνάμει του άρθρου 7Γ(1)(α), δημόσιος υπάλληλος υποβάλλων αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση, εφ όσον είχε υπηρεσία τουλάχιστον δέκα ετών και ηλικία όχι πέραν των 45 ετών, δικαιούτο ανάλογα συνταξιοδοτικά ωφελήματα τα οποία ήσαν καταβλητέα με τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών. Τα δεδομένα του κ. Φυλακτή θα ενέπιπταν στα πλαίσια του εν λόγω νόμου εάν αυτός είχε εφαρμογή στην περίπτωση δημοσίων υπαλλήλων παραιτηθέντων προ της θεσπίσεως του. Με επιστολή του ημερομηνίας 24.3.1995 ο κ. Φυλακτής, τότε 58 ετών, αναφερόμενος στην παραίτηση του και στη ψήφιση του εν λόγω νόμου, ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών όπως τύχει της ίδιας μεταχείρισης στο θέμα όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι που παραιτούνται μετά τη ψήφιση του εν λόγω νόμου ώστε να του παραχωρηθούν τα προβλεπόμενα από το νόμο συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Το αίτημα του αυτό απορρίφθηκε με επιστολή ημερομηνίας 13.2.1996 για το λόγο ότι "δεν ενδείκνυται αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 7Γ των περί Συντάξεων Νόμων στις περιπτώσεις των κρατικών υπαλλήλων που παραιτήθηκαν πριν από τις 17.1.1981, ημερομηνία δημοσίευσης του πιο πάνω Τροποποιητικού Νόμου". Ο κ. Φυλακτής επανήλθε με επιστολή ημερομηνίας 1.6.1998, ζητώντας και πάλι ικανοποίηση του αιτήματος του. Ακολούθησε η επιστολή του Υπουργού Οικονομικών της 23.7.1998 στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Σε αυτή ο Υπουργός Οικονομικών επανέλαβε τη θέση του ότι δεν μπορούσε να δοθεί αναδρομική ισχύς στο νόμο.
Στην ένσταση εγείρεται κατ΄αρχή προδικαστικό θέμα μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θέμα που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Το θέμα αυτό έχει δύο πτυχές. Στη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία πραγματεύεται ιδιαίτερα τη μια πτυχή, εισηγούμενος ότι η επιστολή της 23.7.1998 ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα όσον αφορά το ισχύον νομικό καθεστώς και δεν είχε τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής πράξης. Η διάκριση μεταξύ εκτελεστής διοικητικής πράξης και πληροφοριακής πράξης συζητείται σε έκταση στην πρόσφατη απόφαση του Καλλή, Δ., στην υπόθεση Εκδοτικός Οίκος ΔΙΑΣ Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, 317/99, 27.3.2000. Το κριτήριο είναι βέβαια κατά πόσο η πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα ώστε να είναι εκτελεστή. Η πληροφοριακή πράξη δεν έχει αυτό το χαρακτήρα. Όπως αναφέρει ο Καλλής, Δ., στη σ. 7, παραπέμποντας στη νομολογία μας:
"Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208. Βλ. και Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Κεφάλα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2478/3.3.2000, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 219, Ioannou ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 499/88/26.4.90).
Δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η επιστολή της 23.7.1998 ήταν πληροφοριακή πράξη. Ο κ. Φυλακτής είχε υποβάλει συγκεκριμένο αίτημα για παροχή σε αυτόν συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και ο Υπουργός Οικονομικών απέρριψε το αίτημα αυτό βασιζόμενος στο ότι ο σχετικός νόμος δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό δεν συνιστούσε απλή πληροφόρηση όσον αφορά την άποψη της διοίκησης για το νομικό καθεστώς των πραγμάτων αλλά οριστική τοποθέτηση της διοίκησης επί του αιτήματος το οποίο και απόρριψε ως μη αποδεκτό.
Θεωρώ όμως ότι η επιστολή της 23.7.1998 δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη σε σχέση με την άλλη πτυχή του θέματος που αφορά το βεβαιωτικό χαρακτήρα της. Το ίδιο αίτημα του κ. Φυλακτή είχε υποβληθεί και με την επιστολή της 24.3.1995 και είχε απορριφθεί με την επιστολή της 13.2.1996 για τον ίδιο λόγο, δηλαδή το ότι στο άρθρο 7Γ δεν μπορούσε να
αποδοθεί αναδρομική ισχύς. Η επιστολή της 23.7.1998, στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν σε απάντηση του επαναϋποβληθέντος αιτήματος του κ. Φυλακτή και ουσιαστικά συνιστούσε επανάληψη της θέσης της διοίκησης επί του θέματος. Ήταν έτσι καθαρά βεβαιωτική πράξη και επομένως μη υποκείμενη σε προσβολή ως μη εκτελεστή. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Φυλακτή στη γραπτή αγόρευση του λέγει ότι η επιστολή της 13.2.1996 δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο πληροφοριακή αφού ο κ. Φυλακτής, μη όντως τότε ακόμα σε συντάξιμη ηλικία, με την επιστολή του της 24.3.1995 είχε απλώς διερευνήσει τις προθέσεις της διοίκησης και δεν είχε υποβάλει συγκεκριμένο αίτημα. Αυτό όμως ασφαλώς δεν ήταν έτσι. Όχι μόνο ο κ. Φυλακτής είχε υποβάλει συγκεκριμένο αίτημα να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με βάση την κειμένη νομοθεσία, αλλά και ήταν σε συντάξιμη ηλικία αφού, όπως αναφέρει και στην επιστολή του, ήταν τότε 58 ετών και η προνοούμενη από το άρθρο 7Γ συντάξιμη ηλικία ήταν τα 55 χρόνια. Ο κ. Σεραφείμ εισηγείται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 23.7.1998 είναι εκτελεστή καθ΄όσον υπήρξε νέα έρευνα επί τη βάσει νέων στοιχείων. Καμμιά τέτοια έρευνα και κανένα νέο στοιχείο δεν υπήρξε. Η θέση της διοίκησης, εξ άλλου, δεν είχε να κάνει με οποιαδήποτε στοιχεία παρά μόνο με το καθαρά νομικό θέμα της μη αναδρομικότητας του άρθρου 7Γ. Όπως υποδεικνύεται μάλιστα στην επιστολή της 23.7.1998, μόνο με ενδεχόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας θα μπορούσαν να δοθούν συνταξιοδοτικά ωφελήματα στους δημοσίους υπαλλήλους, όπως ο κ. Φυλακτής, που είχαν αφυπηρετήσει πριν από τις 17.7.1981. Η αναφορά μάλιστα από τον κ. Σεραφείμ σε νέα στοιχεία είναι φανερό ότι έχει υπ΄όψη της τις οικονομικές επιπτώσεις ενδεχόμενης τροποποίησης της νομοθεσίας στα πλαίσια σχετικής συζήτησης στο Υπουργικό Συμβούλιο (επί του οποίου ο Υπουργός Οικονομικών και εισηγήθηκε ότι δεν ενδείκνυται τροποποίηση), και ουδόλως αφορά την από πολλού χρόνου δεδομένη θέση της διοίκησης ότι το άρθρο 7Γ δεν έχει αναδρομική εφαρμογή.Η προσβαλλόμενη απόφαση λοιπόν, όντας βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης, δεν μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής και η προσφυγή δεν μπορεί έτσι να επιτύχει.
Η κατάληξη αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να εξετασθεί η ουσία της προσφυγής, η οποία αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην αρχή της ισότητας. Αν είχα να αποφασίσω το θέμα, θα συμφωνούσα με τη θέση που εκφράζεται κατ΄αναλογία και στην απόφαση του Κραμβή, Δ., στην υπόθεση Παπακώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 864/98, 27.10.1999, ότι το κρίσιμο στοιχείο για να αποφασισθεί κατά πόσο το άρθρο 7Γ έχει εφαρμογή είναι, όπως ήταν και η αντίληψη της διοίκησης, η ημερομηνία αφυπηρέτησης του κ. Φυλακτή, κατά την οποία βέβαια δεν ήταν σε ισχύ το άρθρο 7Γ, και όχι, όπως εισηγείται ο κ. Σεραφείμ, η ημερομηνία κατά την οποία ο κ. Φυλακτής έφθασε στη συντάξιμη ηλικία των 55 ετών (κατά την οποία το άρθρο 7Γ ήταν σε ισχύ). Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο Νόμο του 1981 που να τείνει να δείξει ότι σκοπούσε να καλύψει δημόσιους υπαλλήλους που είχαν υποβάλει παραίτηση πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αλλά θα συμπλήρωναν συντάξιμη ηλικία μετά από αυτή. Απεναντίας, σύμφωνα και με τη συνήθη ερμηνεία των νόμων, η ίδια η λεκτική διατύπωση του άρθρου 7Γ έχει προοπτική εμβέλεια μόνο στις περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που υποβάλλουν παραίτηση μετά από την εισαγωγή του στο Νόμο. Ούτε έχω υπ΄όψη μου οποιαδήποτε αρχή ή αυθεντία που να υποστηρίζει τη θέση του κ. Σεραφείμ ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας αν δεν ερμηνευθεί το άρθρο 7Γ ως καλύπτον και δημοσίους υπαλλήλους που παραιτήθησαν πριν από την εισαγωγή του αλλά συμπληρώνουν συντάξιμη ηλικία μετά από την εισαγωγή του. Μια τέτοια ερμηνεία θα απέληγε, εν ονόματι της ισότητας, στην επέκταση κάθε νόμου σε όλες τις περιπτώσεις που προηγήθησαν της θέσπισης του. Και γιατί το κριτήριο να ήταν το αν ο παραιτηθείς προ του νόμου δημόσιος υπάλληλος συμπληρώνει συντάξιμη ηλικία μετά από τη θέσπιση του; Γιατί, εν ονόματι της ισότητας, να μην ισχύει και για όσους παραιτήθησαν και συμπλήρωσαν συντάξιμη ηλικία πριν από τη θέσπιση του; Η ουσία είναι ότι η νομοθετική εξουσία επέλεξε να ρυθμίσει το θέμα σε αναφορά με τη συνήθη επενέργεια των νόμων, δηλαδή προοπτικά, ως προς εκείνους τους δημοσίους υπαλλήλους που υποβάλλουν παραίτηση μετά τη θέσπιση του άρθρου 7Γ, και δεν είναι δυνατό να της αποδοθεί ερμηνευτικά οποιαδήποτε πρόθεση επέκτασης του άρθρου 7Γ σε δημοσίους υπαλλήλους που παραιτήθησαν πριν. Ούτε τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης ως εκ του ότι το κριτήριο εμβέλειας του νόμου δεν επεκτείνεται σε παρελθόντα γεγονότα. Οι συνέπειες της προηγούμενης παραιτήσεως του κ. Φυλακτή, όπως και κάθε ενέργειας, εκρίνοντο με βάση το τότε ισχύον δίκαιο, και μόνο αν ο νομοθέτης επέλεγε να δώσει περαιτέρω ωφελήματα, πράγμα που δεν επέλεξε, θα μπορούσαν να διαφοροποιούντο. Σαφώς δεν πρόκειται περί ομοίων αλλά περί ανομοίων καταστάσεων ώστε να μην τίθεται θέμα παράβασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας, υιοθετώ δε και ακολουθώ επ΄αυτού την πρόσφατη απόφαση του Κρονίδη, Δ., στην υπόθεση Σπανιά ν. Δημοκρατίας
, 105/98, 24.4.2000.Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π