ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 109(I)/1995 - Ο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1995
Ν. 82/1967 - Ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1967
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1012/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:STAKASCO TRADING CO. LTD,
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Τελωνείου Λάρνακας και/ή
Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
12 Μαΐου 2000
Για τους αιτητές: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Στ. Θεοδούλου,
Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές κατέθεσαν στο Τελωνείο Λάρνακας, μέσω του εκτελωνιστή τους, διασάφηση εισαγωγής ημερ. 7 Οκτωβρίου 1996 για τον τελωνισμό παιδικών ειδών ένδυσης τα οποία είχαν εξαχθεί από την Αγγλία. Τη διασάφηση συνόδευε, μεταξύ άλλων εγγράφων, και το πιστοποιητικό κίνησης EUR. 1 αρ. S 1931032. Βάσει του οποίου οι αιτητές έτυχαν προτιμησιακής μεταχείρισης στην καταβολή εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης, αφού για εμπορεύματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύουν ειδικοί συντελεστές: βλ. άρθρο 4 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1995 (Ν. 109(Ι)/95).
Το Πρωτόκολλο, το οποίο υπεγράφη στις Βρυξέλλες την 15 Σεπτεμβρίου 1977 στο πλαίσιο προγενέστερης Σύμβασης, προβλέπει ειδικό καθεστώς. Το πιστοποιητικό EUR. 1 εκδίδεται στον εξαγωγέα, κατόπιν αίτησης του, από τις Τελωνειακές Αρχές του Κράτους εξαγωγής των εμπορευμάτων εφόσον αυτά δύνανται να θεωρηθούν "προϊόντα προελεύσεως" εντός της έννοιας του Πρωτοκόλλου: βλ. Άρθρα 7, 8 και 10 του Πρωτοκόλλου. Το εν λόγω πιστοποιητικό υποβάλλεται, όπως υποβλήθηκε εδώ από τους αιτητές, στις Τελωνειακές Αρχές του εισάγοντος Κράτους κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων.
Η αποδοχή του πιστοποιητικού κίνησης από το Κράτος εισαγωγής δεν σημαίνει και το τέλος του ζητήματος. Παρέχεται, με το Άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου, η δυνατότητα για μεταγενέστερη επαλήθευση και καθορίζεται ο μηχανισμός. Παραθέτω αυτή τη διάταξη στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει:
"Άρθρον 24 - 1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.
2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν ......
3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως .
4. .................................................. ............................
5. .................................................. ..........................."
Επειδή στην επιθεώρηση των εμπορευμάτων κατά την εκτελώνιση δεν εντοπίστηκε σε αυτά ο,τιδήποτε που να επιμαρτυρεί τη χώρα προέλευσης τους, δημιουργήθηκε υποψία που οδήγησε στην ενεργοποίηση του Άρθρου 24 του Πρωτοκόλλου. Οι τελωνειακές αρχές Κύπρου ζήτησαν, με επιστολή ημερ. 15 Οκτωβρίου 1997, από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να διερευνήσουν το ζήτημα για επαλήθευση της αυθεντικότητας και ακρίβειας του υπό αναφορά πιστοποιητικού. Οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν, με επιστολή ημερ. 29 Ιανουαρίου 1998, ότι η έρευνα στην οποία προέβησαν, κατέδειξε πως ο εξαγωγέας δεν κατείχε καμιά απόδειξη που να υποστήριζε την απαίτηση για προτιμησιακή μεταχείριση και, ως εκ τούτου, για τα εν λόγω εμπορεύματα δεν υπήρχε δικαίωμα τέτοιας μεταχείρισης. Προστίθετο ότι ο εξαγωγέας, για τον οποίο γινόταν λόγος, είχε πια κατατοπιστεί και εκφραζόταν η ελπίδα ότι δεν θα διαπράττονταν άλλα τέτοια λάθη.
Ενόψει της εν λόγω απάντησης, λήφθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1998 απόφαση ότι τα εμπορεύματα στα οποία αναφερόταν το πιστοποιητικό δεν δικαιούνταν σε προτιμησιακή μεταχείριση· και διαβιβάστηκε στον Προϊστάμενο του Κλάδου Εσωτερικού Ελέγχου για τα περαιτέρω.
Το τι οφειλόταν βάσει της μη προτιμησιακής πλέον μεταχείρισης, ήταν βέβαια θέμα απλής αριθμητικής. Και υπολογίστηκε - ορθά - ότι προέκυπτε διαφορά ύψους £877.=. Πέρα όμως από αυτό, επειδή θεωρήθηκε ότι διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα εκ της παρουσίασης μη έγκυρου πιστοποιητικού, διατυπώθηκε πρόταση για το συμβιβασμό τους με πληρωμή ποσού £200.=.
Επιστολή, ημερ. 18 Σεπτεμβρίου 1998, του Τελωνείου Λάρνακας, την οποία απηύθυνε προς τους αιτητές Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός, αναφέρεται στο ιστορικό και συνεχίζει ως εξής:
"................................. .................................................. ......
Ως εκ τούτου τα εισαχθέντα εμπορεύματα της πιο πάνω αναφερόμενης Διασάφησης δεν τυγχάνουν προτιμησιακής μεταχείρισης αλλά επιβαρύνονται με γενικούς συντελεστές Εισ. Δασμού και Ε.Π.Ε. προς 60% και 1.5% αντίστοιχα.
.................................. .................................................. .......
Επίσης για διακανονισμό της υπόθεσης σας αντί Δικαστικής δίωξης προτείνεται από το Διευθυντή Τελωνείων συμβιβασμός των αδικημάτων κατά παράβαση των Άρθρων 40(2)Β και 188(4) του Νόμου 82/67 τη καταβολή από μέρους σας του συμβιβαστικού ποσού των £200-.
Το συνολικό οφειλόμενο ποσό των £1077- θα πρέπει να πληρωθεί στο Γραφείο μου σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)α του Νόμου 109(Ι)/95 και Άρθρα 178 και 188(2) του Νόμου 82/67, διαφορετικά θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον σας."
Προσβάλλεται με αυτή την προσφυγή η απόφαση του Τελωνείου:
"με την οποία επέβαλε στους αιτητές την καταβολή του ποσού των £1077 για διακανονισμό της υπόθεσης αντί Δικαστικής δίωξης (ήτοι ποσό £877 γιατί δήθεν τα εισαχθέντα εμπορεύματα των αιτητών δεν τυγχάνουν προτιμησιακής μεταχείρισης αλλά επιβαρύνονται με γενικούς συντελεστές εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης όπως επίσης και το ποσό των £200 ως συμβιβαστική ρύθμιση) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος."
Η δυνατότητα για εξώδικο συμβιβασμό ποινικών αδικημάτων προβλέπεται στο άρθρο 178 του περί Τελωνειών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67 όπως τροποποιήθηκε) με το οποίο παρέχεται εξουσία στο Διευθυντή.
Η πρόταση για συμβιβασμό των προβληθέντων ως διαπραχθέντων αδικημάτων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και επομένως δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω: βλ. Herodotou ν. Republic (1987) 3 C.L.R. 874 (Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε)· και
Boyadjis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2458 (Σαββίδη, Δ.).Απομένει η απόφαση ότι, όπως εν τέλει διαπιστώθηκε, τα εν λόγω εισαχθέντα εμπορεύματα δεν τύγχαναν προτιμησιακής μεταχείρισης, με αποτέλεσμα την απαίτηση για την πληρωμή δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης βάσει ψηλότερων συντελεστών.
Προβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν ως νομικά σημεία για ακύρωση της απόφασης ότι:
"α) Είναι αποτέλεσμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας·
β) (Είναι το αποτέλεσμα) πλάνης περί τα πράγματα, το Νόμο και τους Κανονισμούς.
γ) Ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και επέβαλε στους αιτητές δασμούς παράνομους και/ή καταστρεπτικούς χωρίς να λάβει υπόψη τα στοιχεία τα οποία παρουσίασαν οι αιτητές και/ή εν πάση περιπτώσει οι επιβληθέντες δασμοί δεν είναι ανάλογοι των δεδομένων που απαρτίζουν την υπόθεση.
δ) Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας.
ε) Ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης αυθαίρετα και κατά δυσμενή διάκριση σε βάρος των αιτητών."
Στην πορεία υποβλήθηκε και ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κείμενο απόφασης ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Θεωρώ όμως ότι υπάρχει. Είναι, κατά την άποψη μου, αρκετό ως κείμενο απόφασης εκείνο της 9ης Φεβρουαρίου 1998 με το οποίο, κατόπιν της απάντησης των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, καθορίστηκε οριστικά το καθεστώς εισαγωγής των εμπορευμάτων. Τα περαιτέρω δεν αποτελούσαν παρά μόνο μηχανιστικές αριθμητικές πράξεις.
Ούτε και θεωρώ ότι ευσταθεί ο,τιδήποτε από τα άλλα προβληθένα. Είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοια περίπτωση στην Framespex Ltd v. Δημοκρατίας προσφ. αρ. 436/95 ημερ. 9 Μαΐου 1997 στην οποία και παραπέμπω για επεξηγήσεις. Η πρωτόδικη απόφαση επικροτήθηκε κατ΄ έφεση: βλ. Framespex Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2448 ημερ. 14 Ιανουαρίου 2000. Η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι κατά την άποψη μου προφανής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ