ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 310/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
ΠΡΟΒΙΤΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, από τη Λεμεσό
Αιτητών
και
1. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
του Υπουργού Εσωτερικών
2. Δήμου Λεμεσού
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
10 Απριλίου 2000
Για τους Αιτητές: κ. Κουνιάς για κ. Γ. Σαββίδη.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1: κ. Α. Χριστοφόρου, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση 2: κ. Χριστοφή για κ. Α. Νεοκλέους και Σία.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 12(2) του Κεφ. 96 (όπως τροποποιήθηκε), δημοσιευθείσα στις 7.12.1990, ο Δήμος Λεμεσού, ως Αρμόδια Αρχή, γνωστοποίησε την ετοιμασία σχεδίων που αφορούσαν τη διαπλάτυνση και ευθυγράμμιση των αναφερομένων σε αυτή οδών στη Λεμεσό. Στις 14.2.1991 οι Αιτητές, ιδιοκτήτες ακινήτων τα οποία επηρεάζοντο από τη γνωστοποίηση, κατεχώρισαν ένσταση υπό τη μορφή ιεραρχικής προσφυγής κατά της γνωστοποίησης, παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους διαφωνούσαν. Η ένσταση εξετάσθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο και εισηγήθηκε την απόρριψη της για τους λόγους που αναφέρονται στη σχετική επιστολή ημερομηνίας 10.2.1992. Με την άποψη αυτή συμφώνησε με επιστολή του ημερομηνίας 24.6.1997 και ο Δήμος Λεμεσού, οι απόψεις του οποίου ζητήθησαν με επιστολή ημερομηνίας 22.11.1996. Με αυτό το υπόβαθρο, στις 25.11.1998 η ένσταση υπεβλήθη στον Υπουργό για απόφαση, ο δε Υπουργός, αφού εξέτασε το όλο θέμα, αποφάσισε την απόρριψη της στις 18.12.1998. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 4.1.1999 και αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής η οποία και αιτείται την ακύρωση της.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές στη γραπτή αγόρευση του προβάλλει ως λόγο ακύρωσης τη μεγάλη καθυστέρηση η οποία υπήρξε στην εξέταση της ένστασης, που ήταν σχεδόν οκτώ χρόνια. Αναφέρεται προς τούτο συγκεκριμένα στο άρθρο 18(2) του Κεφ. 96 το οποίο προνοεί ότι ο Υπουργός εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή αμελλητί και αποφασίζει επ΄αυτής το ταχύτερο, υποστηρίζοντας ότι τα οκτώ χρόνια που παρήλθαν δεν θα μπορούσαν να συνιστούν εύλογο χρόνο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Εισηγείται επίσης ότι η καθυστέρηση συνιστά παράβαση του άρθρου 23 του Συντάγματος απολήγοντας σε αποστέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους καθ΄όσον, εν αναμονή της απόφασης επί της ένστασης τους, δεν μπορούσαν να προβούν σε ανάπτυξη της ιδιοκτησίας τους, παραπέμποντας και σε αίτηση τους για άδεια οικοδομής η οποία είχε υποβληθεί στις 20.3.1990. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές εισηγείται ως άλλο λόγο ακύρωσης ότι η διοίκηση δεν προέβη στη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, βασιζόμενος ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η απόρριψη της ένστασης έγινε με βάση τα δεδομένα της εισήγησης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως η οποία συνετάχθη προ εξαετίας. Ως τρίτος λόγος ακύρωσης δίδεται η έλλειψη δέουσας αιτιολογίας της απόφασης σε συνάρτηση και προς την εισήγηση για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη και προς εισήγηση για ασάφεια, γενικότητα και αοριστία της απόφασης.
Όσον αφορά τη δεδομένη καθυστέρηση στη λήψη απόφασης από τον Υπουργό επί της ένστασης συμφωνώ με τη θέση που διατυπώνει στη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία. Η καθυστέρηση αυτή καθ΄αυτή δεν συνιστά λόγο ακύρωσης και καμιά αυθεντία δεν έχει παρατεθεί σε στήριξη της εισήγησης
αυτής των Αιτητών. Απεναντίας, όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Tingiridou v. Republic (1983) 3 CLR 1181, στη σ. 1188:"In the case of the Administration time limits are invariably indicative of the time within which the Administration must act. Departure from the limit prescribed by law does not invalidate administrative action, save in exceptional circumstances where the delay is such as to cast the action taken thereby wholly outside the framework of the law (Conclusions from Decisions of the Greek Council of State, pages 105, 108 and 195). To render time limits for the Administration mandatory would often prove to be a formula for inactivity on their part."
Δεν καταδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση ότι η ομολογουμένως μεγάλη καθυστέρηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης έθετε την απόφαση εντελώς εκτός των ορίων του νόμου. Εξ άλλου, το τι προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση είναι η ίδια η απόφαση και όχι η οποιαδήποτε παράλειψη της διοίκησης να επιληφθεί της ένστασης εντός του υπό του άρθρου 29.1 του Συντάγματος οριζομένου χρόνου, όπως και στα πλαίσια του άρθρου 18(2). Οι Αιτητές είχαν δικαίωμα να προσφύγουν κατά της διοίκησης, αν έτσι φρονούσαν, για την παράλειψη της να αποφασίσει επί της ένστασης τους εντός του εν λόγω χρόνου, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών που εκκρεμούσε η ένσταση τους. Δεν μπορούν τώρα, στη διαδικασία προσφυγής που αφορά την εγκυρότητα της ίδιας της απόφασης, η οποία έστω και καθυστερημένα έχει εκδοθεί, να απευθύνονται στην καθυστέρηση που υπήρξε στην εξέταση της ένστασης τους ως λόγο ακύρωσης της ίδιας της απόφασης. Πέραν δε του γενικού ισχυρισμού περί επηρεασμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους ως εκ της μη δυνατότητας εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας τους εκκρεμούσας της ένστασης τους, καμιά εξειδίκευση οποιωνδήποτε συγκεκριμένων συνεπειών ή ζημιών στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος τους ως εκ της καθυστέρησης δεν γίνεται. Η αναφορά στην αίτηση τους για άδεια οικοδομής και στη στάση του Δήμου επ΄αυτής δείχνει μόνο ότι ενδεχόμενα να είχαν δικαίωμα προσφυγής εναντίον της απάντησης του Δήμου, το οποίο όμως επίσης δεν άσκησαν. Και πάλι, η προσφυγή δεν προσβάλλει καθόλου την απάντηση του Δήμου επί της αίτησης για άδεια οικοδομής, θέμα άσχετο προς το επίδικο. Καμιά σημασία δεν μπορεί λοιπόν να αποδοθεί στα όσα αφορούν την αίτηση για άδεια οικοδομής και τα παρεπόμενα αυτής.
Ούτε στους υπόλοιπους ισχυριζόμενους λόγους ακύρωσης διαπιστώνω έρεισμα. Η μόνη εξειδίκευση του κατά τα άλλα αόριστου ισχυρισμού για έλλειψη δέουσας έρευνας, ότι δηλαδή η απόφαση εβασίσθη όχι στα δεδομένα του χρόνου λήψης της αλλά στα δεδομένα της προ εξαετίας εισήγησης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ανατρέπει ποσώς την πληρότητα και επάρκεια της έρευνας της διοίκησης, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο σύνολο
των στοιχείων τα οποία ήσαν ενώπιον της και τα οποία ετέθησαν ως τεκμήρια ενώπιον του δικαστηρίου. Εξ άλλου, όπως επίσης προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, τα δεδομένα της εισήγησης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συνέχισαν να είναι ενώπιον της διοίκησης και κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, τοσούτο μάλλον αφού διέποντο και από το ισχύον Τοπικό Σχέδιο. Σε όλα τα στάδια της εξέτασης της ένστασης υπήρξε πλήρης και διεξοδική διερεύνηση των τεθέντων από τους Αιτητές στην ένσταση τους όσο και των παραμέτρων που τα πλαισίωναν και καθόριζαν την προσέγγιση και τη στάση της διοίκησης, όπως προκύπτει και από την ίδια την εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Αυτό απαντά και την εισήγηση για έλλειψη δέουσας αιτιολογίας στο βαθμό που η εισήγηση συναρτάται προς την έλλειψη δέουσας έρευνας. Αλλά και κατά τα λοιπά, όλα τα στοιχεία επί των οποίων εβασίσθη η απόφαση, και ιδιαίτερα η εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, παρέχουν πληρέστατη και σαφέστατη αιτιολογία της απόφασης.Ως εκ της έκβασης της ουσίας της προσφυγής, δεν καθίσταται αναγκαίο να ασχοληθώ με τις δύο προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες ο Δήμος Λεμεσού εγείρει στην ένσταση του, και μάλιστα αφού αυτές δεν αναπτύσσονται στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του και θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ως εγκαταλειφθείσες.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Οι Αιτητές θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας και του Δήμου Λεμεσού.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π