ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2002) 4 ΑΑΔ 704
ΠΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΛΤΔ ν. KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 491/2007, 21 Δεκεμβρίου 2009
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 687/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:STAKASCO TRADING CO LTD
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Τελωνείου Λάρνακας και/ή
Διευθυντή Τμήματος Τελωνεών
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
6 Μαρτίου, 2000
Για τους αιτητές : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Στ. Θεοδούλου
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (στο εξής "ο Διευθυντής"), ημερ. 2.6.1998 με την οποία τους επιβλήθηκε η καταβολή εισαγωγικών δασμών για εμπορεύματα που εισήχθηκαν.
Οι αιτητές κατέθεσαν στο Τελωνείο Λάρνακας, μέσω των εκτελωνιστών τους, διασαφήσεις εισαγωγής ημερ. 9.10.1996 και 10.10 1996, για τον τελωνισμό τριάντα δύο κιβωτίων με είδη ένδυσης που έφτασαν στην Κύπρο με δύο αποστολές.
Στις διασαφήσεις εισαγωγής, μεταξύ άλλων εγγράφων, ήταν επισυνημμένα πιστοποιητικά προέλευσης των εμπορευμάτων EUR1. Τα πιστοποιητικά EUR1 αποτελούν ένδειξη ότι τα εμπορεύματα προέρχονται από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Κατά τον τελωνισμό επιβλήθηκε εισαγωγικός δασμός και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση με προτιμησιακούς συντελεστές.
Λόγω αμφιβολιών ως προς την προέλευση των εμπορευμάτων, το Τμήμα Τελωνείων απευθύνθηκε για επαλήθευση των πιστοποιητικών ΕUR1 στις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Το διάβημα έγινε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24 του Πρωτόκολλου της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (όπως ήταν τότε), ημερ. 30.11.1977.
Οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου πληροφόρησαν το Τμήμα Τελωνείων ότι τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν έγκυρα, γιατί οι εξαγωγείς των εμπορευμάτων δεν παρουσίασαν αποδεικτικά στοιχεία που να ικανοποιούν για την κοινοτική καταγωγή των εμπορευμάτων.
΄Ετσι κρίθηκε ότι τα εμπορεύματα λανθασμένα είχαν τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης και ότι θα έπρεπε να επιβαρυνθούν με εισαγωγικό δασμό και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση με βάση τους γενικούς συντελεστές δασμού.
Το Τμήμα Τελωνείων υπολόγισε τη διαφορά σε δασμούς και άλλες επιβαρύνσεις και με σχετικό σημείωμα ημερ. 2.6.1998 αξίωσε από τους αιτητές την καταβολή της διαφοράς που ανερχόταν στο ποσό των £6.539. Περαιτέρω τους προτάθηκε ο αντί δικαστικής δίωξης διακανονισμός της υπόθεσης, με την καταβολή ποσού £
1.600, όπως προνοείται από το άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, Ν.82/67.Οι αιτητές αξιώνοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ισχυρίζονται ότι η απόφαση παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης. Προβάλλουν περαιτέρω ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας και ανυπαρξία απόφασης. Τέλος ισχυρίζονται ότι λόγω του ότι η νέα πράξη ήταν δυσμενής και ανατρεπτική ήδη κεκτημένης κατάστασης, απαιτείτο ειδική αιτιολογία την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να δώσουν.
Σύμφωνα με το άρθρο 4(1)(α) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1995, Ν.109(1)/95, οι συντελεστές των τελωνειακών δασμών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης εφαρμόζονται σε εμπορεύματα που υπόκεινται σε δασμό, εφ΄ όσον ο Διευθυντής πεισθεί με πιστοποιητικό προέλευσης κατάλληλα συμπληρωμένου, ότι αυτά αποστάληκαν στη Δημοκρατία από χώρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και ότι παράχθηκαν ή κατασκευάστηκαν σ΄ αυτή.
΄Οταν η αξίωση καταβολής τελωνειακού δασμού με προτιμησιακό συντελεστή δεν τεκμηριώνεται από τον εισαγωγέα κατά το χρόνο της κατάθεσης της διασάφησης με το κατάλληλο πιστοποιητικό προέλευσης, καταβάλλεται δασμός σύμφωνα με τους συντελεστές γενικού δασμού, αναπροσαρμόζεται δε ανάλογα με την προσκόμιση του πιστοποιητικού προέλευσης μέσα σε περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την κατάθεση της διασάφησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 188(2) του Νόμου 82/67 όταν συνεπεία δήλωσης του εισαγωγέα δεν καταβληθεί το πλήρες ποσό πληρωτέου δασμού ή φόρου ή παρασχεθεί έκπτωση, ο επί το έλαττον καταβληθείς ή ο εκπεσθείς δασμός ή φόρος εισπράττεται ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία. Ο παραβάτης, ακόμα και υπό περιστάσεις που αποκλείουν ενοχή του, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή.
Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Πρωτόκολλου η επαλήθευση των πιστοποιητικών προέλευσης μπορεί να ζητηθεί είτε δειγματοληπτικά, είτε ύστερα από εύλογη υποψία για την εγκυρότητα ή αυθεντικότητά τους.
Στην παρούσα περίπτωση οι τελωνειακές αρχές, αφού τους δημιουργήθηκαν υποψίες για τον τόπο προέλευσης των εμπορευμάτων, αποτάθηκαν στις αντίστοιχες βρεττανικές αρχές οι οποίες, ύστερα από σχετική έρευνα απάντησαν ότι ο εξαγωγέας απέτυχε να παράσχει επαρκή απόδειξη ότι τα συγκεκριμένα εμπορεύματα νομιμοποιούνταν για προτιμησιακή μεταχείριση. Με άλλα λόγια, η αρμόδια αρχή που είχε εκδόσει το αρχικό πιστοποιητικό προέλευσης, αποφάνθηκε ότι το πιστοποιητικό είχε κακώς εκδοθεί.
Το καθεστώς εξαγωγής συνιστά το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου οι τελωνειακές αρχές ενεργούν για εφαρμογή των διατάξεων του Πρωτόκολλου. Η απάντηση των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου ανατρέχει στο χρόνο αρχικής έκδοσης του πιστοποιητικού προέλευσης και μεταβάλλει το νομικό του υπόβαθρο καθιστώντας το άκυρο εξ υπαρχής.
΄Οπως είδαμε και προηγουμένως, σύμφωνα με το άρθρο 188 του Νόμου 82/67 η κατάθεση αναληθούς σε κάποιο ουσιώδες αυτού στοιχείο εγγράφου, ακόμα κι΄ αν η κατάθεση έγινε καλόπιστα, συνιστά τελωνειακό αδίκημα. Στην παρούσα υπόθεση το κατατεθέν πιστοποιητικό προέλευσης ήταν αναληθές, αφού η αρχή που το εξέδωσε, σε μεταγενέστερο στάδιο το απέσυρε. Το υπόβαθρο επί του οποίου είχε βασιστεί η επιβολή του δασμού με προτιμησιακούς συντελεστές και το οποίο είχαν δημιουργήσει οι αιτητές ήταν λανθασμένο. Συνεπώς ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν και επέβαλαν τον οφειλόμενο δασμό.
Δεν νομίζω ότι με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογείται ο ισχυρισμός ότι έχουν παραβιαστεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης. Δεν έχουμε παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης. Οι αιτητές κατέθεσαν λανθασμένα ή ανακριβή εν πάση περιπτώσει έγγραφα. ΄Υστερα από έρευνα στην οποία προέβηκαν οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές επιβεβαιώθηκε το αληθές ποσό δασμού που θα έπρεπε να είχε επιβληθεί από την αρχή. Ο σωστός δασμός επιβλήθηκε όταν η διοίκηση είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία τα οποία, ας μη ξεχνούμε, δεν παρουσιάστηκαν αρχικά, λόγω υπαιτιότητας των αιτητών.
΄Οπως τονίστηκε και στην απόφαση Framespex Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2448, ημερ. 14.1.2000
, "η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης. Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση. Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν".Ούτε και απαιτείται ειδική αιτιολογία. Η νέα πράξη δεν ήταν δυσμενής πράξη ανατρεπτική μιας ήδη κεκτημένης κατάστασης, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, γιατί ο δασμός που αρχικά επιβλήθηκε με βάση τους τελωνειακούς συντελεστές είχε επιβληθεί με βάση τα ανακριβή δεδομένα που οι ίδιοι οι αιτητές είχαν προσκομίσει. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλούμε για νέα δυσμενή πράξη, αλλά για επιβολή του ορθού δασμού, ύστερα από εξακρίβωση των αληθών στοιχείων.
Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας. Οι καθ΄ων η αίτηση, όταν ηγέρθηκαν υποψίες για την ακρίβεια των στοιχείων που τους είχαν προσκομίσει οι αιτητές, απευθύνθηκαν στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής και εξασφάλισαν τα κατάλληλα στοιχεία. Δεν συμφωνώ εξ άλλου ότι έχουμε αυθαίρετη μεταβολή της κρίσης του οργάνου, ούτε ότι η κρίση αυτή είναι αντίθετη προς τα δεδομένα, πολύ δε περισσότερο ότι έγινε με ελλειπή αναζήτηση της άλλης άποψης.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη εκτέλεσης και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Μα αν είναι έτσι τα πράγματα τότε οι αιτητές δεν θα είχαν δικαίωμα να την προσβάλουν με την παρούσα προσφυγή. ΄Οπως έχει επανειλημμένα λεχθεί οι πράξεις εκτέλεσης δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς βρίσκονται εκτός της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Ομως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η επιβολή του δασμού είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.
Λόγος έγινε και για την πρόταση του Διευθυντή για διακανονισμό της υπόθεσης με την πληρωμή επιπλέον ποσού £1.600. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι με αυτό τον τρόπο τιμωρούνται διπλά, αφού τους επιβάλλεται και φορολογία και ποινή. Και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ αρχήν η επιβολή της ορθής φορολογίας σίγουρα δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε επιβολή ποινής, αλλά αξίωση για την καταβολή ποσών που οι αιτητές χρωστούσαν ούτως ή άλλως. Περαιτέρω η πρόταση για την καταβολή κάποιου ποσού υπό μορφή διακανονισμού, αντί ποινικής δίωξης, προβλέπεται από το νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 178 του Νόμου 82/67 ο Διευθυντής δικαιούται να αποδέχεται υπό μορφή συμβιβασμού χρηματική πληρωμή που να μην υπερβαίνει την ανώτατη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το σχετικό νόμο για το αδίκημα που έχει διαπραχθεί.
Η πρόταση για διακανονισμό δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί αποτελεί πρόταση την οποία ο διοικούμενος μπορεί να αποδεκτεί ή να απορρίψει. Περαιτέρω η πράξη του διακανονισμού είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με ποινική διαδικασία που κατά τη γνώμη μου βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του ΄Αρθρου 146 (Ηerodotou ν. Republic (1987) 3 C.L.R. 874)
Εν όψει όλων των πιο πάνω η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ