ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 586/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Κυριακής Χριστοδούλου

Αιτήτρ ιας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαίδευτικής Υπηρεσίας

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 24 Mαρτίου, 2000.

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: Ε. Λοϊζίδου (κα).

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 21.5.98 και με την οποίαν απέρριψε το αίτημά της για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της στη θέση Εκπαιδεύτριας στην Υπηρεσία Οικοτεχνίας / Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.".

Η αιτήτρια είναι απόφοιτος της Χαροκόπειου Ανώτατης Σχολής Οικιακής Οικονομίας.

Από τις 1/3/78 εργάζετο στην Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας και στις 1/9/92 διορίστηκε στη μόνιμη θέση καθηγήτριας Οικιακής Οικονομίας.

Στις 27/4/98 η αιτήτρια υπέβαλε προς την ΕΕΥ αίτημα για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της στην Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας, επισυνάπτοντας σχετικά πιστοποιητικά.

Σε συνεδρίασή της ημ. 22/5/98 η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αναφέροντας τα ακόλουθα:-

"Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη και τις απόψεις της αρμόδιας αρχής (βλ. σημ. 10 στο φάκελο ΠΜΠ.6834/2), αποφάσισε ότι δεν είναι δυνατό, σύμφωνα με τους ισχύοντας περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών Κανονισμούς του 1997 (ΚΔΠ.382/97), να ανταποκριθεί στο πιο πάνω αίτημά της, γιατί η Υπηρεσία Οικοτεχνίας/Χειροτεχνίας του οικείου Υπουργείου δεν αποτελεί "ίδρυμα" ή "κρατικό ερευνητικό κέντρο" με την έννοια των όρων που αποδίδονται στον Καν. 3(1)(ε) των προαναφερθέντων Κανονισμών.".

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι εμφιλοχώρησαν πλημμέλειες στις ενέργειες των οργάνων τα οποία συμβουλεύθηκε η Επιτροπή πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Οι πλημμέλειες αυτές συνίσταντο στην απλή αναγραφή από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού της λέξης "Εγκρίνεται" στο σημείωμα Διοικητικού Λειτουργού του Υπουργείου στον οποίο, σύμφωνα με το πρακτικό της σύσκεψης του Γενικού Διευθυντή με τους Διοικητικούς Λειτουργούς του Υπουργείου, το οποίο κατατέθηκε, είχαν ανατεθεί καθήκοντα αναγνώρισης υπηρεσίας για σκοπούς διορισμού, προσαυξήσεων και προαγωγής. Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση στηρίχθηκε στην εσφαλμένη και ανακριβή προϋπόθεση ότι οι πιο πάνω αποτελούσαν αποφασιστικής αρμοδιότητας όργανα προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η Επιτροπή, ως το μόνο αρμόδιο όργανο, δεν εκωλύετο, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας, να ζητήσει τις απόψεις και εισηγήσεις άλλων οργάνων προς το σκοπό διερεύνησης ορισμένων ζητημάτων, διακρίβωσης σχετικών με την υπόθεση ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων και σχηματισμό άποψης αναφορικά με το εγερθέν ζήτημα. (Βλ. Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, Υπ. Αρ. 723/85 κ.ά., ημ. 14/7/89 και Πέτρος Αποστόλου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υπ. Αρ. 319/87, ημ. 20/1/90).

Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η Επιτροπή δεν διερεύνησε πρωτογενώς τα στοιχεία αλλά ενήργησε δέσμια των συστάσεων και υποδείξεων άλλων οργάνων, επίσης δεν ευσταθεί.

Εφόσον η Επιτροπή στο κείμενο της σχετικής απόφασης ανέφερε ρητά ότι "έλαβε υπόψη και τις απόψεις της αρμόδιας αρχής" προκύπτει ότι οι απόψεις αυτές λήφθηκαν επικουρικά και μόνο υπόψη και η Επιτροπή, ασκώντας αποφασιστική αρμοδιότητα απέρριψε το σχετικό αίτημα με την αιτιολογία ότι, η Υπηρεσία Οικοτεχνίας/Χειροτεχνίας του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας δεν αποτελούσε "ίδρυμα" ή "κρατικό ερευνητικό κέντρο" με την έννοια η οποία αποδίδετο στους όρους από τον Καν. 3(1)(ε) της ΚΔΠ 382/97.

Ο Κανονισμός 3(1)(ε) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, ΚΔΠ 382/97 αναφέρει τα ακόλουθα:-

"3.(1) Εκτός από περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία -

.......................... .................................................. .............................

3(1)(ε) Σε οποιοδήποτε ίδρυμα της Κύπρου ή κρατικό ερευνητικό κέντρο της Κύπρου ή του εξωτερικού, το οποίο θα αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής για τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών:

Νοείται ότι για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής -

"ίδρυμα" σημαίνει φιλανθρωπικό ίδρυμα το οποίο -

(Ι) είναι εγγεγραμμένο ως φιλανθρωπικό ίδρυμα, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που διέπει τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.

(ΙΙ) κύριο έργο του έχει την παροχή ειδικής εκπαίδευσης.

(ΙΙΙ) λειτουργεί με δαπάνη του κράτους κατά το μεγαλύτερο μέρος.

"κρατικό ερευνητικό κέντρο" σημαίνει ερευνητικό κέντρο που λειτουργεί στην Κύπρο ή στο εξωτερικό υπό την αιγίδα είτε του κράτους είτε κρατικού πανεπιστημίου και, εκτός απο τις έρευνες στους τομείς των θετικών επιστημών, διαθέτει προγράμματα ερευνητικού ή και εκπαιδευτικού περιεχομένου παρέχοντας διδασκαλία ή/και καθοδήγηση πτυχιακών ή μεταπτυχιακών φοιτητών στους τομείς αυτούς.".

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας ότι ο Καν. 3(1)(ε) αντίθετα προς το Σύνταγμα και καθ΄ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης του Ν. 10/69, εισήγαγε άνιση μεταχείριση μεταξύ της προϋπηρεσίας της αιτήτριας έναντι της προϋπηρεσίας άλλων συναδέλφων της σε διαφορετικές υπηρεσίες.

Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι αφορούν την παράβαση της αρχής της ισότητας και την ύπαρξη κατάχρησης εξουσίας θα πρέπει να είναι εξειδικευμένοι και όχι αόριστοι και να αποδεικνύονται κατάδηλα από την ίδια την πράξη ή τα στοιχεία του φακέλου. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ 1929-1959, σελ. 269-270).

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας για παράβαση της αρχής της ισότητας εκτός του ότι προβλήθηκε εντελώς αόριστα εφόσον δεν προσδιόρισε το συγκεκριμένο άρθρο του Ν. 10/69 το οποίο, κατ΄ ισχυρισμό, παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν στηρίχθηκε σε συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία και περιστατικά από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η τυχόν διάφορη μεταχείριση δεν εδικαιολογείτο από συγκεκριμένη ανομοιογένεια λόγω ανόμοιων συνθηκών και όρων υπηρεσίας των υποκειμένων του δικαίου.

Ο ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε ότι στην Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας, όπου εργάζετο, η αιτήτρια υποβλήθηκε σε ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και διοχέτευσε την πείρα την οποία απέκτησε στους μαθητές των Γυμνασίων Μέσης Εκπαίδευσης όπου τώρα εργάζεται δεν αποτελεί ερμηνεία εύλογη και εντός της έννοιας η οποία αποδίδεται στους όρους, "ίδρυμα" και "κρατικό ερευνητικό κέντρο" από τον Κανονισμό 3(1)(ε).

Η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή κατέληξε ότι η προϋπηρεσία της αιτήτριας στην εν λόγω Υπηρεσία δεν ικανοποιούσε τους όρους του Κανονισμού 3(1)(ε) των Κανονισμών.

Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι το έργο της αξιολόγησης των συλλεγέντων στοιχείων και πληροφοριών και η εκτίμηση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του αναγνωριζόμενου από το νόμο δικαιώματος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στη διοίκηση και το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν υποκαθιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης με τη δική του εκτός εάν συντρέχει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα, υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του οργάνου, υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Η αιτιολογία της απόρριψης του σχετικού αιτήματος αν και συνεπτυγμένη ήταν σαφής, δύναται δε να συμπληρωθεί από τα συγκεκριμένα σχετικά με την προϋπηρεσία της αιτήτριας στοιχεία του φακέλου τα οποία κατατέθηκαν.

Ενόψει των πιο πάνω, η διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου ασκήθηκε νόμιμα και δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος επέμβασης του Δικαστηρίου στην ουσιαστική του κρίση. (Βλ. σχετικά, Χρυστάλλα Πετούση-Στυλιανίδου ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 637/98, ημ. 30/11/99 και Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ 1929-1959, σελ. 227).

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο