ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1424
30 Δεκεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
JAMES PETERS,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 491/97)
Φορολογία — Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — «Παροχή Υπηρεσιών» και «άσκηση επιχείρησης» — Νόμιμα και ορθά φορολογήθηκε το εισόδημα του αιτητή ως υποκείμενο σε φόρο προστιθέμενης αξίας, το οποίο προερχόταν από την εκμετάλλευση υπαίθριου χώρου για λαϊκή αγορά — Ορθά δεν θεωρήθηκε η επιχείρηση αυτή, ως μίσθωση ακινήτου, που εξαιρείται του φόρου.
Φορολογία — Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Υποχρέωση εγγραφής — Δημιουργείται μετά το τέλος της φορολογικής περιόδου — Άρθρο 13 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90) — Η ίδια υποχρέωση επιβάλλεται για την παροχή υπηρεσιών που θα πραγματοποιηθούν μελλοντικά — Η παράλειψη εγγραφής, δεν δίδει δικαίωμα φοροαποφυγής, για όσο διάστημα διαρκεί.
Φορολογία — Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Άρθρο 34(1) του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου — Δικαίωμα Εφόρου να προβεί σε υπολογισμό του φόρου — Εύλογα εφαρμόστηκε το άρθρο, εφόσον ο αιτητής ούτε φορολογικές δηλώσεις υπέβαλε, ούτε γραπτά στοιχεία των συναλλαγών του τηρούσε.
Φορολογία — Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Επιβολή φόρου και φορολογικών κυρώσεων λόγω παράλειψης εγγραφής — Αιτιολογία — Εκτός από το σώμα της απόφασης, συμπληρώνεται και από τον διοικητικό φάκελο.
Ο αιτητής, ο οποίος ενοικίαζε ακίνητη ιδιοκτησία σε πλανόδιους πωλητές εισπράττοντας ενοίκιο, από το οποίο ένα μέρος κατέβαλλε στην ιδιοκτήτρια του ακινήτου και άλλο μέρος ξόδευε για την καθαριότητα του χώρου, προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, να του επιβάλει φόρο προστιθέμενης αξίας καθώς και φορολογικές κυρώσεις, δυνάμει των προνοιών του Νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Θα βοηθούσε στην ορθή αντιμετώπιση του ερμηνευτικού ζητήματος, στον προσδιορισμό, δηλαδή, της φύσης της επίδικης πράξης, μια γενικότερη ανασκόπηση των σχετικών προνοιών του νόμου. Ο φόρος επιβάλλεται και για την παροχή υπηρεσιών που διενεργεί το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο στο πλαίσιο επιχείρησης που διεξάγει. Ο όρος "επιχείρηση" σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2(2) πρώτιστα σημαίνει ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα "ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό ή τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής". Η έννοια αυτή περιλαμβάνει και την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών [(Άρθρο 2(3)]. Ως παροχή υπηρεσιών, σύμφωνα με το Άρθρο 6(13), θεωρείται κάθε πράξη, η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών, που είναι η άλλη μεγάλη φορολογήσιμη κατηγορία της οικονομικής ζωής. Έτσι η έννοια της παροχής υπηρεσιών προσδιορίζεται με τρόπο αρνητικό. Κίνητρο του νομοθέτη είναι η διασφάλιση της καθολικότητας του φόρου.
Ωστόσο, απαλλάσσονται της φορολογίας ορισμένα είδη αγαθών ή υπηρεσιών. Το Παράρτημα ΙΙΙ του Άρθρου 28(1) του νόμου, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, απαλλάσσει ειδικά της φορολογίας τις μισθώσεις ακίνητης ιδιοκτησίας.
Το ερώτημα παραμένει κατά πόσο τα γεγονότα της υπόθεσης, αποτελούν μίσθωση ακινήτου, έτσι ώστε η περίπτωση να καλύπτεται από την εξαίρεση. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν έχουμε εδώ μίσθωση ακινήτου με τη νομική έννοια του όρου, ή ακόμη τη γραμματική. Πρόκειται για κάπως ιδιόμορφη εκμετάλλευση ακινήτου, η οποία όμως δεν έχει τα χαρακτηριστικά της μίσθωσης. Θα ήταν ακριβέστερο να μιλά κανείς για άδεια χρήσης υπαίθριου χώρου. Ούτε όμως αυτό συνιστά πλήρη περιγραφή. Δε λαμβάνεται υπόψη η πραγματική φύση της δραστηριότητας, που είναι η οργάνωση υπαίθριας αγοράς.
Δε θεωρείται η περίπτωση οριακή έτσι ώστε να δοθεί το ευεργέτημα αμφιβολίας στον φορολογούμενο, όπως έγινε εισήγηση από το δικηγόρο του αιτητή. Ό,τι έγινε δεν μπορεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να ονομασθεί μίσθωση ακινήτου. Υπάρχει έντονο το στοιχείο της άσκησης επιχείρησης, όπως την εννοεί ο νομοθέτης. Στην κατάληξη αυτή ενισχυτικό είναι και το γεγονός της διαφήμισης στον τύπο της υπαίθριας αυτής αγοράς, όπως και η ανάληψη, παραδεδεγμένως, της δαπάνης για να διατηρείται το οικόπεδο καθαρό. Επίσης κάποια σημασία προς την ίδια κατεύθυνση ενέχει και η πληρωμή επαγγελματικού φόρου. Οι σκέψεις αυτές οδηγούν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση του Άρθρου 28(1), όπως προσδιορίζεται από το Πρώτο Μέρος του Παραρτήματος ΙΙΙ, δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση. Η εισήγηση περί του αντιθέτου απορρίπτεται.
2. Το Άρθρο 13 θεσπίζει ότι υπάρχει υποχρέωση εγγραφής, με βάση τις ήδη πραγματοποιηθείσες παροχές υπηρεσιών, μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου. Περαιτέρω επιβάλλει την ίδια υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών, που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μελλοντικά. Επομένως, δεν εγείρεται θέμα λανθασμένης επίκλησης ή εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 14 του νόμου. Διαφορετικά η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης εγγραφής, θα έδινε δικαίωμα φοροαποφυγής, για όσο διάστημα διαρκούσε.
3. Υπήρχε η προϋπόθεση για την προσφυγή του Εφόρου στο Άρθρο 34(1) με βάση το οποίο βεβαίωσε τη φορολογία "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του", αφού ο αιτητής δεν υπέβαλε ποτέ φορολογικές δηλώσεις ούτε τηρούσε γραπτά στοιχεία των συναλλαγών του.
Ο αιτητής έθιξε και ζήτημα επάρκειας της αιτιολογίας της απόφασης. Από το συνδυασμό της επιστολής ημερ. 17/4/97, που συνοδευόταν από τη φορολογία και το φάκελο, ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Όπως όμως αναγνώρισε η κα Νικολαίδου η εγγραφή του αιτητή έπρεπε, σύμφωνα με το Άρθρο 14(2), να αρχίζει από 1/2/95 και όχι από 1/1/95, δηλαδή, από την αρχή της φορολογικής περιόδου. Ανέφερε, ωστόσο, ότι τουλάχιστον αναφορικά με τη χρηματική επιβάρυνση των £1.300 αυτή υπολογίστηκε σωστά για 26 μήνες από 31/1/95.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620.
Ανδρέας Μονογιού Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448.
Προσφυγή.
Προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης του Εφόρου ότι αυτός ήταν εγγράψιμος στο Μητρώο ΦΠΑ και της επιβολής χρηματικών κυρώσεων λόγω της παράλειψης εγγραφής του.
Κ. Μελάς, για τον Αιτητή.
Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος Φ.Π.Α.) έκρινε πως ο αιτητής, σύμφωνα με συγκεκριμένη δραστηριότητά του που, παραδεχτά, ασκούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εγγράψιμος στο Μητρώο που τηρείται με βάση τις διατάξεις του σχετικού νόμου· και ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις διατάξεις αυτές που δημιουργούν υποχρέωση εγγραφής [(άρθρ. 13(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90)]. Με αποτέλεσμα να του επιβάλει τις προβλεπόμενες χρηματικές κυρώσεις. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 17/4/97, την οποία αμφισβητεί με την κρινόμενη προσφυγή και επιδιώκει ακύρωσή της.
Προηγήθηκε της απόφασης αυτής έρευνα λειτουργού του Τμήματος, που αποκάλυψε τα εξής: ο αιτητής είχε την εκμετάλλευση άκτιστου οικοπέδου, το οποίο κείται στη γωνία της οδού Κολωνακίου και της λεωφόρου Αγίου Αθανασίου, μέσα στα εδαφικά όρια του Δήμου Αγίου Αθανασίου. Ο αιτητής ενοικίαζε χώρο, όπως μου έχει λεχθεί, εμβαδού περίπου 5Χ5 μ., στο οικόπεδο αυτό σε αριθμό μικροπωλητών, που εξέθεταν και πωλούσαν τα προϊόντα ή εμπορεύματά τους. Αυτό άρχισε τέλη του 1994. Την εκδήλωση χαρακτήρισαν και οι δύο πλευρές ως λαϊκό παζάρι. Διεξαγόταν ορισμένες φορές το χρόνο. Ο αιτητής πλήρωνε επαγγελματικό φόρο στο Δήμο Αγίου Αθανασίου. Επίσης αναλάμβανε τη δαπάνη για τον καθαρισμό του οικοπέδου. Άλλα έξοδα που είχε ήταν οι διαφημίσεις για τη δραστηριότητα του αυτή. Τα γεγονότα αυτά είναι αμοιβαία αποδεκτά ή τουλάχιστο δεν έχουν αμφισβητηθεί: βλ. αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή.
Προκύπτει περαιτέρω από την παραπάνω έκθεση ότι ο αιτητής κρατούσε για τον εαυτό του ποσοστό 80% που του κατέβαλλαν οι μικρέμποροι που χρησιμοποιούσαν το οικόπεδο. Το υπόλοιπο το παράδινε στην ιδιοκτήτρια του οικοπέδου. Αυτή ήταν η διευθέτηση μεταξύ των δύο. Το αντίτιμο για τη χρήση του χώρου ήταν £5 για κάθε εκδήλωση για το έτος 1995. Περί το τέλος του 1996 αυξήθηκε σε £6. Με βάση τις πληροφορίες που έδωσε, ο αιτητής για το 1995 πραγματοποίησε εισπράξεις £13.500. Αυτό αναλύεται ως εξής: 60 μικροπωλητές Χ 5 Χ 45 εκδηλώσεις. Το 1996 οι εισπράξεις ανήλθαν σε £16.200 με βάση τον ίδιο αριθμό ενοικιαστών και εκδηλώσεων, αλλά με αυξημένο το αντίτιμο σε £6. Σύμφωνα με την έκθεση, ο αιτητής πληροφόρησε το λειτουργό ότι κατά μέσο όρο ενοικίαζε το οικόπεδο σε 40 μέχρι 60 μικροπωλητές το χρόνο.
Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι υπάρχει υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο και, ως επακόλουθο, καταλογισμού του φόρου σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο:
"................εφόσο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή φορολογητέων παροχών υπηρεσιών τις οποίες πρόκειται να πραγματοποιήσει σε περίοδο ενός έτους από το χρόνο αυτό, θα υπερβεί το ποσό των £12.000."
(βλ. άρθρ. 13(1)(β) του νόμου)
Η στάση του αιτητή ήταν ότι αυτό που έκανε δεν υπέκειτο σε φορολόγηση. Βρισκόταν έξω από την εμβέλεια του νόμου. Η πρώτη - και σημαντικότερη - θα έλεγα εισήγηση του δικηγόρου του είναι ότι η δραστηριότητα που έχω περιγράψει δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία εξαιρείται της πληρωμής φόρου, όπως προβλέπεται στο Πρώτο Μέρος του Παραρτήματος ΙΙΙ του εδ. 1 του άρθρ. 28. Την άποψη αυτή δε δέχθηκε η άλλη πλευρά, αναφέροντας γενικά ότι από τα γεγονότα προκύπτει ότι η διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μίσθωση "αλλά ως δραστηριότητα υποκείμενη σε φόρο και που δημιουργεί υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α.". Σημειώνω ότι ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη προέβη σε ουσιαστική ανάπτυξη.
Θα μας βοηθούσε στην ορθή αντιμετώπιση του ερμηνευτικού ζητήματος, στον προσδιορισμό, δηλαδή, της φύσης της επίδικης πράξης, μια γενικότερη ανασκόπηση των σχετικών προνοιών του νόμου. Ο φόρος επιβάλλεται και για την παροχή υπηρεσιών που διενεργεί το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο στο πλαίσιο επιχείρησης που διεξάγει. Ο όρος "επιχείρηση" σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2(2) πρώτιστα σημαίνει ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα "ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό ή τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής, και ............................". Η έννοια αυτή περιλαμβάνει και την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών [(άρθρ. 2(3)].
Ως παροχή υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρ. 6(13), θεωρείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών, που είναι η άλλη μεγάλη φορολογήσιμη κατηγορία της οικονομικής ζωής. Έτσι η έννοια της παροχής υπηρεσιών προσδιορίζεται με τρόπο αρνητικό. Κίνητρο του νομοθέτη είναι πιστεύω η διασφάλιση της καθολικότητας του φόρου. Ωστόσο, για κοινωνικούς ή οικονομικούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος, απαλλάσσονται της φορολογίας ορισμένα είδη αγαθών ή υπηρεσιών. Το Παράρτημα ΙΙΙ του άρθρ. 28(1) του νόμου, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, απαλλάσσει ειδικά της φορολογίας τις μισθώσεις ακίνητης ιδιοκτησίας. Έτσι, για παράδειγμα, η ενοικίαση κατοικίας δεν υπόκειται σε Φ.Π.Α. Το εισόδημα από αυτή υπάγεται στο φόρο εισοδήματος. Από την απαλλαγή αυτή εξαιρούνται η μίσθωση καταλυμάτων σε ξενοδοχεία και παρόμοιων εγκαταστάσεων, όπως κατασκηνωτικών χώρων καθώς και χώρων στάθμευσης. Φορολογούνται επίσης, με βάση την ίδια εξαίρεση, η μίσθωση μηχανοστασίων, όπως και οι μισθώσεις χρηματοθυρίδων, που διαθέτουν βασικά οι τραπεζικοί οργανισμοί.
Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι σαφώς η πράξη εδώ δεν εμπίπτει στις παραπάνω φορολογήσιμες εξαιρέσεις. Η τοποθέτησή του είναι πιστεύω σωστή. Και δε χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο. Το ερώτημα όμως παραμένει κατά πόσο τα γεγονότα που περιγράψαμε αποτελούν μίσθωση ακινήτου έτσι ώστε η περίπτωση να καλύπτεται από την εξαίρεση. Κατά την άποψή μου δεν έχουμε εδώ μίσθωση ακινήτου με τη νομική έννοια του όρου ή ακόμη τη γραμματική. Πρόκειται για κάπως ιδιόμορφη εκμετάλλευση ακινήτου, η οποία όμως δεν έχει τα χαρακτηριστικά της μίσθωσης. Θα ήταν ακριβέστερο να μιλά κανείς για άδεια χρήσης υπαίθριου χώρου. Ούτε όμως αυτό συνιστά πλήρη περιγραφή. Δε λαμβάνεται υπόψη η πραγματική φύση της δραστηριότητας που είναι η οργάνωση υπαίθριας αγοράς.
Δε θεωρώ την περίπτωση οριακή έτσι ώστε να δώσω το ευεργέτημα αμφιβολίας στο φορολογούμενο, όπως έγινε εισήγηση από το δικηγόρο του αιτητή. Ό,τι έγινε δεν μπορεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να ονομασθεί μίσθωση ακινήτου. Υπάρχει έντονο το στοιχείο της άσκησης επιχείρησης, όπως την εννοεί ο νομοθέτης. Στην κατάληξη αυτή ενισχυτικό είναι και το γεγονός της διαφήμισης στον τύπο της υπαίθριας αυτής αγοράς, όπως και η ανάληψη, παραδεδεγμένως, της δαπάνης για να διατηρείται το οικόπεδο καθαρό. Επίσης κάποια σημασία προς την ίδια κατεύθυνση ενέχει και η πληρωμή επαγγελματικού φόρου. Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση του άρθρ. 28(1), όπως προσδιορίζεται από το Πρώτο Μέρος του Παραρτήματος ΙΙΙ, δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση. Η εισήγηση περί του αντιθέτου απορρίπτεται.
Το άρθρ. 13 του νόμου καθορίζει πότε ένα πρόσωπο υπέχει υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. Το άρθρ. 14, όπως επεξηγεί ο πλαγιότιτλός του, αναφέρεται στη γνωστοποίηση της υποχρέωσης αυτής και στην εγγραφή καθαυτή. Στα δύο αυτά άρθρα στήριξε την επίδικη απόφαση ο Έφορος, τα οποία επικαλείται, στην αρχή της παραπάνω επιστολής του ημερ. 17/4/97 προς τον αιτητή. Ωστόσο, κατά το δικηγόρο του αιτητή, το άρθρ. 14(2) δεν εφαρμόζεται γιατί αφορά παροχές υπηρεσιών οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν "σε οποιαδήποτε μελλοντική περίοδο". Όμως η περίπτωση του αιτητή αφορούσε προηγούμενες περιόδους. Και δεν μπορεί να επιβληθεί αναδρομικά η φορολογία για όση περίοδο δεν υπάρχει εγγραφή.
Δεν μπορώ να δεχθώ αυτή την προσέγγιση. Δεν υπεισέρχεται εδώ θέμα αναδρομικότητας. Το άρθρ. 13 θεσπίζει ότι υπάρχει υποχρέωση εγγραφής με βάση τις ήδη πραγματοποιηθείσες παροχές υπηρεσιών μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου. Περαιτέρω επιβάλλει την ίδια υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μελλοντικά. Επομένως, δεν εγείρεται θέμα λανθασμένης επίκλησης ή εφαρμογής των προνοιών του άρθρ. 14 του νόμου. Διαφορετικά η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης εγγραφής θα έδινε δικαίωμα φοροαποφυγής για όσο διάστημα διαρκούσε.
Οι υπολογισμοί του Εφόρου Φ.Π.Α. βασίστηκαν κυρίως σε πληροφορίες που έδωσε ο ίδιος ο αιτητής. Ας σημειωθεί ότι δεν τηρούσε βιβλία ούτε εξέδιδε αποδείξεις ή όπως ο ίδιος ανέφερε στο Λειτουργό Φ.Π.Α. δεν κρατούσε αντίγραφα των αποδείξεων (βλ. σελ. 1 του Παραρτήματος Α στην ένσταση). Ο αιτητής παραπονείται ότι ο Έφορος παίρνει ως βάση το μεγαλύτερο αριθμό πωλητών δηλαδή 60, ενώ ο ίδιος ανέφερε πως ο αριθμός κυμαινόταν μεταξύ 40 και 60. Ωστόσο, ο Έφορος είχε πληροφορίες από έρευνα λειτουργού του Γραφείου του (σελ. 5 του Παραρτήματος Α) ότι συμμετείχαν στο παζάρι μέχρι 200 πωλητές. Υπήρχε λοιπόν εδώ η προϋπόθεση για την προσφυγή του Εφόρου στο άρθρ. 34(1) με βάση το οποίο βεβαίωσε τη φορολογία "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Αφού ο αιτητής δεν υπέβαλε ποτέ φορολογικές δηλώσεις ούτε τηρούσε γραπτά στοιχεία των συναλλαγών του. Αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρ. 34(1) παραπέμπω στην απόφασή μου στην Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1620. Βλέπε επίσης Ανδρέας Μονογιού Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448.
Αναφορικά με το παράπονο ότι για ολόκληρο το 1996 η φορολογία βεβαιώθηκε στη βάση του ποσού των £6 κατά πωλητή φαίνεται από το φάκελο ότι η βεβαίωση της φορολογίας ήταν η ίδια και για τα δύο χρόνια με βάση το ποσό των £5.
Τέλος, ο αιτητής έθιξε και ζήτημα επάρκειας της αιτιολογίας της απόφασης. Από το συνδυασμό της επιστολής ημερ. 17/4/97, που συνοδευόταν από τη φορολογία και το φάκελο ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Όπως όμως αναγνώρισε η κα Νικολαΐδου η εγγραφή του αιτητή έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρ. 14(2), να αρχίζει από 1/2/95 και όχι από 1/1/95, δηλαδή, από την αρχή της φορολογικής περιόδου. Ανέφερε, ωστόσο, ότι τουλάχιστον αναφορικά με τη χρηματική επιβάρυνση των £1.300 αυτή υπολογίστηκε σωστά για 26 μήνες από 31/1/95 (βλ. σελ. 12 του Παραρτήματος Α).
Κανένας λόγος δεν έχει αποδειχθεί που να δικαιολογεί ακύρωση της επίδικης πράξης, πλην του μέρους αυτής, που αναφέρεται στο χρόνο εγγραφής. Το μέρος αυτό της απόφασης ακυρώνεται. Κατά τα λοιπά αυτή επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.