ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Σταυρίδης Μάριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 278
Παπαπέτρου Eυγενία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 139
Θεμιστοκλέους Aγαθάγγελος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 874
(1999) 4 ΑΑΔ 1261
19 Νοεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
IΑΚΩΒΟΣ ΚΑΪΣΕΡΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1180/98)
Στρατός της Δημοκρατίας — Τερματισμός υπηρεσιών για λόγους δημοσίου συμφέροντος το 1980 — Μη παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων τότε — Ανάκληση της απόφασης το 1993 — Μη επαναφορά στην υπηρεσία, λόγω συμπλήρωσης της ηλικίας αφυπηρέτησης το 1990 — Ορθά και νόμιμα παραχωρήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα μόνο μέχρι το 1980, έτος απόλυσης βάσει του Ν. 97(Ι)/97 — Αν εφαρμόζονταν οι περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμοι του 1961 έως 1975 που βρίσκονταν σε ισχύ όταν απολύθηκε, τότε δεν θα εδικαιούτο σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα.
Ο αιτητής ο οποίος είχε απολυθεί από τον Στρατό της Δημοκρατίας το 1980 για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και του οποίου η απόλυση ανακλήθηκε το 1993 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση να του παραχωρηθούν συνταξιοδοτικά ωφελήματα μόνο για το διάστημα που εργάστηκε και όχι γι' αυτό που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, λόγω απόλυσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Από την εξιστόρηση των γεγονότων, καθίσταται έκδηλο πως η προσφυγή είναι απορριπτέα για τον εξής λόγο. Αν γίνει αποδεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος, όπως διατυπώνεται στην παράγραφο (β) του αιτητικού, τότε δεν θα δικαιούται σε οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα, γιατί είναι κατ' εφαρμογήν αυτών των νομοθετημάτων που του παραχωρήθηκαν. Αν τα νομοθετήματα αυτά δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή του, όπως ο ίδιος εισηγείται, τότε ο αιτητής θα παραμείνει χωρίς συνταξιοδοτικά ωφελήματα, γιατί ο νόμος που ίσχυε το 1980, όταν απολύθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν πρόβλεπε για την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, σ' αυτούς που απολύονταν για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η ουσιαστική πρόνοια του Ν.97(1)/97 είναι πως όταν κρατικός λειτουργός απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελούσε εκτός υπηρεσίας δεν λογίζεται για σκοπούς σύνταξης. Η εισήγηση του αιτητή, πως ο Νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή του, γιατί δεν επαναπροσλήφθηκε στην υπηρεσία, εφόσον είχε συμπληρώσει ήδη προηγουμένως την ηλικία αφυπηρέτησης, δεν έχει λογικό έρεισμα. Η διοίκηση, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του Νόμου.
Είναι γνωστή αρχή του διοικητικού δικαίου πως η θέση του προσφεύγοντος δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη, με απόφαση του Δικαστηρίου, που, έστω, ο ίδιος επιδιώκει, από τη θέση στην οποία τον έθεσε η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή του αιτητή εναντίον του μη υπολογισμού στα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα του χρονικού διαστήματος που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας λόγω απόλυσής του από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Αντ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Μ. Φλωρέντζος - Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
AΡTEMIΔΗΣ, Δ.: Η αναφορά στα γεγονότα θα κάνει καθαρότερη γενικά, την εικόνα της υπόθεσης, αλλά και το αίτημα του προσφεύγοντος. Ο αιτητής προσλήφθηκε στον Κυπριακό Στρατό στις 6.4.61 ως οπλίτης. Προάχθηκε στους βαθμούς: του ανθυπολοχαγού την 1.12.61, του υπολοχαγού την 1.9.64 και λοχαγού την 1.11.71. Στις 31.1.80 το Yπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του προς το δημόσιο συμφέρον, με ισχύ από 1.2.80. (Η γνωστή υπόθεση των 62 απολυθέντων δημοσίων υπαλλήλων, εκπαιδευτικών και μελών του κυπριακού στρατού). Δεν παραχωρήθηκαν σ' αυτόν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα, γιατί δεν υπήρχε προς τούτο νομοθετική πρόνοια στους περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμους του 1961 έως 1975, που ίσχυαν κατά τη λήψη της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Στις 22.4.93, το Υπουργικό Συμβούλιο ανακάλεσε την πιο πάνω απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή, και που δεν μας αφορούν εδώ. Η ανάκληση, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση, θα ίσχυε από την ημερομηνία λήψης της.
Στις 26.10.94 οι δικηγόροι του αιτητή, που ενεργούσαν και για έξι άλλους στρατιωτικούς που απολύθηκαν με την Υπουργική Απόφαση της 31.1.80, απηύθυναν επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την οποία και ζητούσαν να τύχουν, όπως οι ίδιοι το χαρακτήρισαν, ίσης μεταχείρισης με τους άλλους κρατικούς υπαλλήλους που απολύθηκαν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και στους οποίους δόθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα, αναφέροντας ειδικά πως το θέμα ήταν: «ηθικής αν όχι και νομικής υποχρέωσης». Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου απάντησε στην πιο πάνω επιστολή λέγοντας πως το ζήτημα διαβιβάστηκε στα αρμόδια τμήματα της πολιτείας. Επανήλθαν στο ίδιο ζήτημα οι δικηγόροι του αιτητή με επιστολή τους στον Υπουργό Οικονομικών, ημερ. 22.9.97, ζητώντας αυτή τη φορά, συνταξιοδοτικά ωφελήματα με ειδική αναφορά στα χρόνια που υπηρέτησαν, ώστε να τεθούν στην ίδια μοίρα με τους 62 δημόσιους υπαλλήλους που, όπως είπα πιο πριν, είχαν απολυθεί με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 31.1.80.
Στις 6.10.81 θεσπίστηκε ο περί του Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) (Τροποποιητικός) Νόμος του 1981, Ν.80/81. Με το άρθρο 5 του Νόμου αυτού τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του βασικού Νόμου, προσθέτοντας σ΄αυτό την πιο κάτω διάταξη.
«Νοείται ότι το Υπουργικόν Συμβούλιον, δύναται, εάν κρίνη τούτο σκόπιμον, να χορηγήση εις το απολυθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου μέλος του Στρατού τοιαύτην σύνταξιν, χορήγημα ή φιλοδώρημα ως ήθελε θεωρήσει δίκαιον και υπό τους όρους οι οποίοι εφαρμόζονται εις την περίπτωσιν τερματισμού υπηρεσιών δημοσίων υπαλλήλων δια λόγους δημοσίου συμφέροντος, συμφώνως του περί Συντάξεων Νόμου.»
Τούτο έγινε, όπως φαίνεται από το ίδιο το κείμενο του Νόμου, για να εισαχθεί ανάλογη πρόνοια που υπήρχε στα άρθρα 6(στ) και 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ.311, όπως ίσχυε τότε. Η διάταξη όμως αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του αιτητή, ο οποίος, όπως ανέφερα πιο πριν, απολύθηκε πριν από τη δημοσίευση του πιο πάνω Νόμου. (1.2.1980).
Στις 24.3.94 δημοσιεύθηκε ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός) (αρ.2) Νόμος του 1994, μετά μάλιστα από Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 4/93. Το άρθρο 2 του Νόμου αυτού τροποποιεί το άρθρο 7(Γ) του βασικού με την προσθήκη νέου άρθρου, 7(Δ), που έχει ως ακολούθως:
«7Δ. Ανεξάρτητα από το τι διαλαμβάνεται στο βασικό νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή καθορισμού της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης.»
Στο άρθρο 14(η) του Ν.97(1)/97 αναπαράγεται η πιο πάνω διάταξη.
Μετά την ανάκληση, το 1993 από το Υπουργικό Συμβούλιο του τερματισμού των υπηρεσιών του αιτητή, και των άλλων κρατικών λειτουργών, ο ίδιος δεν μπορούσε να επανέλθει στην υπηρεσία του, γιατί είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία αφυπηρέτησης, στις 9.12.90.
Η διοίκηση, εφαρμόζοντας τις αμέσως πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις, παραχώρησε στον αιτητή συνταξιοδοτικά ωφελήματα, εφάπαξ ποσό και μηνιαία σύνταξη για όλα τα χρόνια που υπηρέτησε, δηλαδή από 6.4.61 μέχρι 16.2.80, με τις ανάλογες μάλιστα αναπροσαρμογές στο μισθό του βαθμού που έφερε όταν απολύθηκε το 1980, λοχαγός.
Ο αιτητής ισχυρίζεται πως οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή του. Εισηγείται δε πως τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα θα έπρεπε να υπολογιστούν στη βάση του χρονικού διαστήματος, που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας λόγω της απόλυσης του από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή 1.2.80 μέχρι τις 9.12.90, ημερομηνία που θα αφυπηρετούσε.
Από την πιο πάνω εξιστόρηση των γεγονότων καθίσταται, νομίζω, έκδηλο πως η προσφυγή είναι απορριπτέα για τον εξής λόγο. Αν γίνει αποδεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος, όπως διατυπώνεται στην παράγραφο (β) του αιτητικού, τότε δεν θα δικαιούται σε οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά ωφελήματα, γιατί είναι κατ' εφαρμογήν αυτών των νομοθετημάτων που του παραχωρήθηκαν. Αν τα νομοθετήματα αυτά δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή του, όπως ο ίδιος εισηγείται, τότε ο αιτητής θα παραμείνει χωρίς συνταξιοδοτικά ωφελήματα, γιατί ο νόμος που ίσχυε το 1980, όταν απολύθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν πρόβλεπε για την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, σ' αυτούς που απολύονταν για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η ουσιαστική πρόνοια του Ν.97(1)/97 είναι πως όταν κρατικός λειτουργός απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελούσε εκτός υπηρεσίας δεν λογίζεται για σκοπούς σύνταξης. Η εισήγηση του αιτητή, πως ο Νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή του, γιατί δεν επαναπροσλήφθηκε στην υπηρεσία, εφόσον είχε συμπληρώσει ήδη προηγουμένως την ηλικία αφυπηρέτησης, δεν έχει λογικό έρεισμα. Η διοίκηση, κατά τη γνώμη μου, εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις του Νόμου.
Είναι γνωστή αρχή του διοικητικού δικαίου πως η θέση του προσφεύγοντος δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη, με απόφαση του Δικαστηρίου, που, έστω, ο ίδιος επιδιώκει, από τη θέση στην οποία τον έθεσε η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση.
Η προσφυγή ως εκ τούτου απορρίπτεται με £300 έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.