ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1999) 4 ΑΑΔ 1137

26 Οκτωβρίου, 1999

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 806/98)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο Συμφέρον ― Έκλειψη ― Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υφίσταται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ― Ικανοποίηση αιτήματος κατά τρόπο που να μην υφίσταται πλέον οποιαδήποτε υλική ή ηθική ζημία, καθιστά την προσφυγή άνευ αντικειμένου ― Το βάρος απόδειξης για την συνέχιση ύπαρξης βλάβης και έννομου συμφέροντος, το φέρει ο αιτητής.

Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή τους την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής τους κατά της απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων να τους αποκόψει επίδομα ανεργίας για έξι εβδομάδες, για τον λόγο ότι είχαν αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Οι καθ' ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να συνεχίσουν την προσφυγή αυτή, γιατί ήδη έχουν εισπράξει επίδομα ανεργίας για 156 μέρες, που είναι, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, η ανωτάτη περίοδος που καταβάλλεται ανεργιακό επίδομα για κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης.  Υποβάλλουν, έτσι, ότι η προσφυγή των αιτητών κατέστη άνευ αντικειμένου. Εισηγούνται ότι οι αιτητές απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να συνεχίσουν την παρούσα προσφυγή, γιατί δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε ζημιά, η οποία θα μπορούσε να διεκδικηθεί με αγωγή με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

Στη γραπτή απαντητική του αγόρευση ο δικηγόρος των αιτητών, αναφερόμενος στην πιο πάνω προδικαστική ένσταση ισχυρίζεται ότι η πληρωμή που έγινε μεταγενέστερα στους αιτητές, δεν τους στέρησε το έννομο συμφέρον.

Είναι πρόδηλο ότι οι αιτητές εισέπραξαν το σύνολο της απαίτησής τους για επίδομα ανεργίας, όπως προβλέπεται στο σχετικό νόμο.  Κατά συνέπεια, καμιά υλική ζημιά δεν έχουν πλέον υποστεί ούτε, με τυχόν ακύρωση της επίδικης απόφασης, θα δικαιούνται να προσφύγουν στο πολιτικό δικαστήριο για διεκδίκηση οποιασδήποτε υλικής ζημιάς. Αλλά ούτε και οποιαδήποτε ηθική ζημιά υποστηρίχθηκε ότι υπέστησαν από την εφαρμογή της επίδικης απόφασης.  Σημειώνεται ότι το βάρος της απόδειξης τέτοιας υλικής ή ηθικής ζημιάς, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον τους, το έχουν οι αιτητές.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθιερώσει την αρχή, ότι για την επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του απαιτείται η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος και στα τρία ουσιώδη στάδια της διαδικασίας: (α) κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, (β) κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, και (γ) κατά τη δίκη. Έχει νομολογηθεί ότι η εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής αποτελεί λόγο διαγραφής της. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της προσφυγής είναι η ύπαρξη στους αιτητές εννόμου συμφέροντος το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο. Συμφέρον έχει «ο εκ της προσβαλλόμενης πράξεως υλικώς και ηθικώς μόνο ζημιούμενος» (Τσάτσος - «Αίτηση Ακυρώσεως», Τρίτη Έκδοση, σελ. 32-33). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει θεμελιωθεί από τους αιτητές εκ πρώτης όψεως υπόθεση για ζημιά ή βλάβη που παρέμεινε από την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφυγή τους παρέμεινε άνευ αντικειμένου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να προχωρήσει.  Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και τα αναφερθέντα γεγονότα, οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να συνεχίσουν την παρούσα προσφυγή, γιατί δεν αποδεικνύεται εκ πρώτης όψεως οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη, η οποία θα μπορούσε να διεκδικηθεί με αγωγή με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 174,

Κύζα v. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2038,

Τσολάκη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3860,

Karapataki v. Republic (1982) 3 C.L.R. 88,

Παπαλουκά κ.ά. v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2425,

Κλεάνθους κ.ά. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971,

Στράκκα v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκαν οι ιεραρχικές προσφυγές των αιτητών κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε σχέση με αίτημά τους για επίδομα ανεργίας μετά την πρόωρη αφυπηρέτησή τους από το ΡΙΚ στα πλαίσια του "στρατηγικού" σχεδίου του ΡΙΚ για μείωση του προσωπικού".

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Γ. Κυριακίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την προσφυγή αυτή την κατέθεσαν 55 πρώην υπάλληλοι του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ). Η θεραπεία την οποία ζητούν είναι η ακόλουθη:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση με το τυποποιημένο και/ή όμοιο περιεχόμενο με την οποία απέρριψε τις ιεραρχικές προσφυγές που άσκησαν οι αιτητές κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε σχέση με αίτημα για επίδομα ανεργίας μετά την πρόωρη αφυπηρέτησή τους από το ΡΙΚ στα πλαίσια του "στρατηγικού σχεδίου του ΡΙΚ για μείωση του προσωπικού" είναι άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα.":

Ο δικηγόρος των αιτητών ενόψει προδικαστικών ενστάσεων της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση με τη γραπτή του αγόρευση απέσυρε την προσφυγή εκ μέρους των αιτητών αρ. 24, 29, 36, 37, 39, 41, 43, 44, 48, 50, 51, 53 και 55. Έτσι η προσφυγή όσον αφορά τους πιο πάνω αιτητές απορρίπτεται.

Οι αιτητές ήσαν υπάλληλοι του ΡΙΚ για σειρά ετών μέχρι την 31.12.1997. Το ΡΙΚ έχοντας σκοπό τον εκσυγχρονισμό του Ιδρύματος και τον περιορισμό των εξόδων του εξήγγειλε σχέδιο, που καταρτίστηκε με τη βοήθεια της Κεντρικής Τράπεζας Αναπτύξεως, για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση.  Οι αιτητές ανταποκρίθηκαν στο πιο πάνω σχέδιο του ΡΙΚ και υπέβαλαν τη σχετική αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση. Με βάση τον Κανονισμό 3(2) της Κ.Δ.Π. 187/97 της 4.7.97 το ΡΙΚ απεφάσισε την πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση των αιτητών από 1.1.98.

Οι αιτητές μετά την πιο πάνω αφυπηρέτησή τους υπέβαλαν αίτημα στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για επίδομα ανεργίας όπως προνοείται στο σχετικό Νόμο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Το αίτημα των αιτητών απορρίφθηκε εν μέρει από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την πρώτη περίοδο των έξι εβδομάδων με την αιτιολογία ότι επρόκειτο περί θεληματικής εγκατάλειψης της εργασίας τους από τους αιτητές. Προφανώς η απόφαση της διοίκησης στηρίχθηκε στο άρθρο 35(2)(α) του σχετικού Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δίδει την εξουσία στην αρμοδία αρχή να αποκόψει επίδομα ανεργίας μέχρι έξι εβδομάδες στις περιπτώσεις που η εγκατάλειψη της εργασίας γίνεται εκούσια από τον αιτητή.

Οι αιτητές που δεν ικανοποιήθησαν από την απόφαση αυτή άσκησαν ιεραρχική προσφυγή στον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζητώντας αναθεώρηση της απόφασης.

Οι ιεραρχικές προσφυγές των αιτητών απερρίφθησαν από τον Υπουργό, σχετική δε κοινοποίηση απεστάλη στους αιτητές.  Η κοινοποίηση προς τους αιτητές για την απόφαση του Υπουργού έχει ως ακολούθως:-

"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην Ιεραρχική Προσφυγή σας προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 14.4.98 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι ο κ. Υπουργός, αφού εξέτασε τα ενώπιον του υποβληθέντα στοιχεία και μετά από μελέτη των επιχειρημάτων σας και εκείνων του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή αποδεχόμενος τους λόγους που υπέβαλε ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι οποίοι συνοψίζονται πιο κάτω:

Σύμφωνα με το εδάφιο (1) και την παράγραφο (α)(ii) του εδαφίου (3) του άρθρου 32 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 1997, επίδομα ανεργίας καταβάλλεται σε ασφαλισμένους οι οποίοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις εισφοράς και είναι άνεργοι, ικανοί και διαθέσιμοι για εργασία. Περαιτέρω, η παράγραφος (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 35 των ίδιων Νόμων προβλέπει ότι ασφαλισμένος στερείται του δικαιώματος πληρωμής επιδόματος ανεργίας μέχρι έξι εβδομάδες αν χάσει την εργασία του από δική του υπαιτιότητα ή την εγκαταλείψει θεληματικά.

Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες της περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νομοθεσίας για την πληρωμή του επιδόματος ανεργίας, η πρόωρη αφυπηρέτηση από την υπηρεσία του εργοδότη σας θεωρήθηκε ως θεληματική εγκατάλειψη της εργασίας σας και έτσι ορθά στερηθήκατε του δικαιώματος πληρωμής του επιδόματος ανεργίας για περίοδο έξι εβδομάδων.".

Εναντίον αυτής της απόφασης οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή. Ως λόγους δε ακύρωσης της απόφασης προβάλλουν (α) την έλλειψη δέουσας έρευνας από το διοικητικό όργανο, (β) πραγματική και νομική πλάνη, (γ) έλλειψη αιτιολογίας και (δ) άνιση μεταχείριση των αιτητών.

Οι καθ' ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να συνεχίσουν την προσφυγή αυτή γιατί ήδη έχουν εισπράξει επίδομα ανεργίας για 156 μέρες, που είναι, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, η ανωτάτη περίοδος που καταβάλλεται ανεργιακό επίδομα για κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης. Υποβάλλουν, έτσι, ότι η προσφυγή των αιτητών κατέστη άνευ αντικειμένου. Εισηγούνται ότι οι αιτητές  απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να συνεχίσουν την παρούσα προσφυγή γιατί δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε ζημιά, η οποία θα μπορούσε να διεκδικηθεί με αγωγή με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

Στη γραπτή απαντητική του αγόρευση ο δικηγόρος των αιτητών, αναφερόμενος στην πιο πάνω προδικαστική ένσταση ισχυρίζεται ότι η πληρωμή που έγινε μεταγενέστερα στους αιτητές δεν τους στέρησε το έννομο συμφέρον. Θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω ολόκληρη την παράγραφο 3 της απαντητικής αγόρευσης των αιτητών που έχει ως εξής:-

"3. Η πληρωμή που έγινε μεταγενέστερα στους αιτητές δεν τους στέρησε το έννομο συμφέρον να συνεχίσουν την προσφυγή τους γιατί, δεν μετέβαλε την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε έγινε σε αναγνώριση σφάλματος από πλευράς καθ' ων για ότι αφορά την προσβαλλόμενη πράξη. 

Ούτε βέβαια υπήρξε ανάκληση του χαρακτηρισμού της απόλυσης τους, όπως έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Άρα η προσβαλλόμενη πράξη εξακολουθεί να υπάρχει στο χώρο των εγκύρων διοικητικών αποφάσεων, επέφερε και επιφέρει σημαντικές συνέπειες στους αιτητές οικονομικές και άλλες.

Συγκεκριμένα εάν όντως εκρίνετο ο τερματισμός υπηρεσιών τους ως διοικητική πράξη όπως είναι, τότε θα ήταν άλλη η αντιμετώπιση των δικαιωμάτων τους ως πλεονάζοντες.

Άρα το έννομο συμφέρον τους παραμένει αναλλοίωτο.

Ας δηλώσει η διοίκηση ότι ανακαλεί την προσβληθείσα πράξη της αυτή και τότε όντως τελειώνει το θέμα.".

Ανάλογα ανέφερε ο δικηγόρος των αιτητών και κατά τις διευκρινίσεις ενώπιόν μου.

Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι οι αιτητές εισέπραξαν το σύνολο της απαίτησής τους για επίδομα ανεργίας όπως προβλέπεται στο σχετικό νόμο. Κατά συνέπεια καμιά υλική ζημιά δεν έχουν πλέον υποστεί ούτε, με τυχόν ακύρωση της επίδικης απόφασης, θα δικαιούνται να προσφύγουν στο πολιτικό δικαστήριο για διεκδίκηση οποιασδήποτε υλικής ζημιάς. Αλλά ούτε και οποιαδήποτε ηθική ζημιά υποστηρίχθηκε ότι υπέστησαν από την εφαρμογή της επίδικης απόφασης. Σημειώνω ότι το βάρος της απόδειξης τέτοιας υλικής ή ηθικής ζημιάς, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον τους, το έχουν οι αιτητές. (Βλέπε: Constantinou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 174 και Στυλιανού Κύζα ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2038).

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθιερώσει την αρχή, ότι για την επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του απαιτείται η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος και στα τρία ουσιώδη στάδια της διαδικασίας: (α) κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, (β) κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, και (γ) κατά τη δίκη. (Βλέπε: Δρ. Φρειδερίκος Τσολάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3860, Karapataki v. Republic (1982) 3 C.L.R. 88, Παπαλουκά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2425 και Κλεάνθους κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971).

Έχει νομολογηθεί ότι η εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής αποτελεί λόγο διαγραφής της. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Στράκκα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 στη σελίδα 651 αναφέρονται τα εξής:-

"Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της.".

Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της προσφυγής είναι η ύπαρξη στους αιτητές εννόμου συμφέροντος το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο. Συμφέρον έχει "ο εκ της προσβαλλόμενης πράξεως υλικώς και ηθικώς μόνο ζημιούμενος" (Τσάτσος - "Αίτηση Ακυρώσεως", Τρίτη Έκδοση, σελ. 32-33).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει θεμελειωθεί από τους αιτητές εκ πρώτης όψεως υπόθεση για ζημιά ή βλάβη που παρέμεινε από την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφυγή τους παρέμεινε άνευ αντικειμένου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να προχωρήσει.

Καταλήγω, κατά συνέπεια, ότι, με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και τα αναφερθέντα γεγονότα, οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να συνεχίσουν την παρούσα προσφυγή γιατί δεν αποδεικνύεται εκ πρώτης όψεως οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη η οποία θα μπορούσε να διεκδικηθεί με αγωγή με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω περαιτέρω την προσφυγή σε σχέση με τους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη την πορεία της υπόθεσης και το γεγονός ότι η προδικαστική ένσταση προβλήθηκε σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας θεωρώ δίκαιο όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο